ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΠΡΟΪΟΝ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Οι ιστορικές προσεγγίσεις του εθνικισμού τον θεωρούν σαν μια ιδεολογία που έχει τις ρίζες της στην μετα-μεσαιωνική Ευρώπη. Η ακριβής χρονική στιγμή της γέννησής του αποτελεί αντικείμενο διαμάχης. Για παράδειγμα, ο Λόρδος Acton τοποθετεί τη χρονολογία στο 1772, ημερομηνία διαχωρισμού της Πολωνίας, ο Kedourie στο 1806, όταν ο Φίχτε απηύθυνε στο Βερολίνο τις περίφημες Διακηρύξεις του προς το Γερμανικό Έθνος. Οι πιο πολλοί, ωστόσο, αναφέρονται στο ρόλο της γαλλικής επανάστασης του 1789, που συγκέντρωσε όλα τα στοιχεία της εθνικιστικής ιδέας που εκκολάφτηκαν στους δύο προηγούμενους αιώνες.
Τότε, τα διάσπαρτα εθνικιστικά στοιχεία βρήκαν ενιαία έκφραση στις απόψεις περί λαϊκής κυριαρχίας, η οποία εκπηγάζει από το Έθνος και περί εθνικού κράτους, νομιμοποιώντας έτσι τη δράση κοινωνικών ομάδων που πιστεύουν ότι αποτελούν έθνος και οι οποίες διεκδικούν κρατική οργάνωση.
Μολονότι απόψεις περί «έθνους» είχαν διατυπωθεί ενωρίτερα -ο Guizot είχε ήδη κάνει τη χρήσιμη διάκριση μεταξύ pays legal και pays reel, ο Μοντεσκιέ στο Πνεύμα των Νόμων εννοούσε ως έθνος τον Κλήρο και την Αριστοκρατία, ενώ ο Sieyes θεωρούσε σαν συστατικά στοιχεία τον κοινό νόμο και την εκπροσιύπηση από κοινό νομοθετικό σώμα- δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο σύγχρονος εθνικισμός αποτελεί προϊόν της γαλλικής επανάστασης.
Ανεξάρτητο κράτος
Ο εθνικισμός κατ’ αρχήν κάλυψε ένα εσωτερικό κενό με την αποτυχία της γαλλικής επανάστασης να δημιουργήσει ένα σταθερό σύστημα δημοκρατικής εξουσίας, έδωσε κάποιο βαθμό ενότητας και σκοπού σ’ έναν λαό κι ενθάρρυνε άλλους λαούς να αναζητήσουν την ελευθερία τους συνδέοντας γλώσσα και κουλτούρα, με μια, εδαφικά προσδιορισμένη, πολιτική μονάδα. «Επιδιώξαμε την ελευθερία, έλεγε ο Mazzini, όχι σαν σκοπό, αλλά σαν μέσο για να πετύχουμε έναν υψηλότερο και πιο θετικό στόχο… Επιδιώξαμε να δημιουργήσουμε ένα έθνος, έναν λαό». Τέτοια ήταν τα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής που η ελευθερία ταυτίσθηκε όχι με την απόκτηση δίκαιου συντάγματος, όπως υποστήριζε η παραδοσιακή φιλελεύθερη σκέψη, αλλά τη δημιουργία ανεξάρτητου εθνικού κράτους.
Η φιλοσοφία που εκφράσθηκε στις διακηρύξεις της γαλλικής επανάστασης, δεν αποτελούσε ένα ομοιογενές σύστημα; Το παλαιό καθεστώς παραβίαζε τα φυσικά και αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα, αλλά έπρεπε να έρθει ο Καντ (1724-1804) για να προμηθεύσει τη φιλοσοφική βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε η ιδέα της αυτοδιάθεσης σαν το υψηλότερο ηθικό και πολιτικό αγαθό.
Γλωσσικά όρια
Ο Καντ, μολονότι οπαδός της γαλλικής επανάστασης, δεν ήταν εθνικιστής και φυσικά δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για τις θέσεις των οπαδών του, όπως του Fichte, του Herder και του Schleiermacher που υποστήριξαν ένθερμα ότι η γλώσσα αποτελεί το εξωτερικό και ορατό ένσημο των διαφορών που χωρίζουν τα έθνη, ότι συνιστά τοπίο σημαντικό κριτήριο για να αναγνωρίσουμε ότι ένα έθνος υπάρχει. Ο Herder έφθασε μάλιστα να υποστηρίξει ότι το να μιλάει κανείς μία ξένη γλώσσα ισοδυναμούσε με το να διάγει μία εντελώς τεχνητή ζωή. Κατά συνέπεια τα εδαφικά όρια έπρεπε να συμπέσουν με τα γλωσσικά.
Ο «υποκειμενισμός» αυτός των Γερμανών ρομαντικών είναι αυταπόδεικτο σε τι παραλογισμούς μπορεί να οδηγήσει στη βάση του απόλυτου κριτηρίου της γλώσσας ως ενοποιητικού στοιχείου της κρατικής οργάνωσης και απόλυτου κριτηρίου κρατικών ορίων, καθώς επίσης και σε τι μοιραίες φυλετικές προεκτάσεις και καταλήξεις -όπως στην περίπτωση του γερμανικού εθνικισμού- όταν εξισώνονται γλώσσα, κράτος και έθνος.
Μπορεί ο εθνικισμός να βασίζεται τελικά στη θέληση του ατόμου ή των κοινωνικών ομάδων, όπως υποστήριξε ο Ernest Renan (1882 – Τι είναι έθνος;) με την έννοια ότι μόνο η έκφραση της θέλησης αυτής αποδεικνύει την ύπαρξη συγκεκριμένου έθνους.
Αυτοδιάθεση
Εθνική αυτοδιάθεση είναι σε τελευταία ανάλυση αυτοδιάθεση της θέλησης και κατά συνέπεια ο εθνικισμός δεν είναι τίποτα άλλο παρά η διδαχή της ορθής διάθεσης της θέλησης. Ομως, ο Kedourie ορθά επεσήμανε ότι μια πολιτική κοινότητα που είναι αναγκασμένη να διεξάγει καθημερινά ένα τέτοιο «δημοψήφισμα» θελήσεων είναι καταδικασμένη είτε σε διαρκή αναρχία είτε σε κοινωνική καθυπόταξη και υπακοή.
Η ένταση των αισθημάτων που διεγείρει και γαλβανίζει ο εθνικισμός, οι κοινωνιολογικές επισημάνσεις για την ανάγκη του ατόμου ένταξης σε κάποια ευρύτερη κονωνική ομάδα, επιδιώκοντας την αλληλεγγύη και την ασφάλεια, η μεσσιανική, αποστολική διάσταση που μπορεί να αποκτήσει η ιδεολογία αυτή, ο ολοκληρωτικός χαρακτήρας που μπορεί να προσλάβει το «πνεύμα» του έθνους και τα «εθνικά χαρακτηριστικά», ενδέχεται να αποτελέσουν σοβαρό κίνδυνο για άλλες μειονότητες που ζουν στα όρια ενός εθνικού κράτους. Η ένταση της ιδεολογίας, που σφυρηλατείται κυρίως κάτω από συνθήκες καταπίεσης, οι συνήθειες πειθαρχίας, υπακοής, αφοσίωσης, ενότητας, ακόμα και βίας, αρετών που απαιτούνται για την απελευθέρωση και αποτίναξη του ξένου ζυγού, μετατρέπονται σε δυσβάστακτες καταπατήσεις των πιο στοιχειωδών πολιτικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Κίνδυνος ρατσισμού
Η κατάληξη πολλών «εθνικοαπελευθερωτικών» κινημάτων το δηλοί. Η εθνικιστική ιδεολογία, μπορεί να καλύψει ένα πολιτικό κενό μετά την αποχώρηση μιας ξένης κατοχικής δύναμης ή την κατάργηση της ξένης εκμετάλλευσης, ιδιαίτερα μάλιστα όταν είναι εμφανής η θρησκευτική και πολιτική ανομοιογένεια της νέας χώρας; Συνάμα όμως δημιουργεί τον κίνδυνο εκμηδενισης κάθε ίχνους ανεκτικότητας απέναντι σε διαφορετικές γλωσσικές, θρησκευτικές ή πολιτιστικές ομαδοποιήσεις ή ακόμα εθνικές μειονότητες. Πώς θα μεταχειρίζονταν άραγε οι Λιθουανοί τη σημαντική ρωσική μειονότητα που τυχόν θα παρέμεινε εντός των κρατικών ορίων μιας ανεξάρτητης Λιθουανίας; Ο απελευθερωτής εθνικιστής δεν καταλήγει αναπόφευκτα στον ελεύθερο πολίτη. Στοιχεία του εθνικιστικού δόγματος, που τονίζουν το «οργανικόν όλον» του κράτους και αναζητούν στο «έθνος» την καθαρότητα ενός ιδανικού που το υπαρκτό, φαύλο και ανήθικο εγκόσμιο περιβάλλον δεν παρέχει, προσεγγίζουν επικίνδυνα ολοκληρωτικές και ρατσιστικές θεωρίες που συχνά επενδύονται με ψευδο-επιστημονικό χαρακτήρα. Οι πραγματικοί εθνικιστές, όμως, υποστηρίζουν την ισότητα των εθνών όχι την ιεραρχική υπεροχή του ενός έναντι του άλλου.
Το εθνικιστικό δόγμα συνδυάζει και συνενώνει τις ιδέες περί συλλογικής αυτοδιάθεσης των λαών και περί έκφρασης του εθνικού χαρακτήρα και της ατομικότητας και τελικά της ιδέας ότι ο κόσμος πρέπει να είναι κάθετα διαιρεμένος σε μοναδικά έθνη που το καθένα συμβάλλει ανάλογα με τα δικά του χαρακτηριστικά και τις δικές του δυνατότητες στην κοινή υπόθεση της ανθρωπότητας.
Η ελλειπτική αυτή παράθεση ορισμένων ιστορικών και θεωρητικών ριζών της εθνικιστικής ιδέας δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη θεωρητική αναζήτηση για το σημερινό ακριβές ιδεολογικό περιεχόμενο πολλών εθνικισμών και τη διασύνδεση και περιπλοκή τους με θρησκευτικές ή κοινωνικές ιδεολογίες. Τα εθνικιστικά κινήματα σήμερα παρουσιάζουν μια ποικιλία περιπτώσεων και συνδυασμών που κάνει δύσκολη την ταξινόμησή τους, πράγμα βέβαια δευτερεύον μπροστά στις πολιτικές επιδιώξεις τους^ και τις επιπτώσεις τους, απόρροια της αμορφίας του εθνικιστικού δόγματος που αφήνει ανοιχτές πολλές εκδοχές, όταν επικρατεί σαν φόρμουλα διακυβέρνησης και πολιτικής οργάνωσης μιας συγκεκριμένης κοινωνίας.
Οι Mill και Acton
Ίσως οι ορισμοί να μην αιχμαλωτίζουν την «ουσία» των φαινομένων, όπως υποστηρίζει ο Popper. Αλλά θα ήταν ίσως χρήσιμο, πριν αναφερθούμε σε μαρξιστικές προσεγγίσεις στο θέμα του εθνικισμού, να ξαναδούμε ορισμένες σημερινές στάσεις απέναντι στο φαινόμενο υπό το φως δύο διαφορετικών τοποθετήσεων διανοητών του περασμένου αιώνα.
Σε μια πολύ γνωστή διατύπωση του προβλήματος από τον Mill (1872) που εκφράζει τις απόψεις των φιλευλεύθερων και ριζοσπαστών της εποχής, υποστηρίζεται ότι αναγκαίος όρος για την ύπαρξη ελεύθερων θεσμών αποτελεί η βασική σύμπτωση των ορίων του κράτους με τα όρια της εθνικότητας. Όταν υπάρχει το αίσθημα της εθνικότητας σε οποιαδήποτε ένταση, λέει ο Mill, τότε υπάρχει Prima Facie περίπτωση για την ένωση όλων των μελών της εθνικότητας κάτω από την ίδια, δική τους, ξεχωριστή κυβέρνηση.
Από την άλλη μεριά σε δοκίμιό του για την εθνικότητα που έγραψε το 1862 ο Λόρδος Acton, που εκπροσωπούσε τα συντηρητικά ιδεολογικά ρεύματα της εποχής, επεσήμανε τους κινδύνους που περιέκλειε εγγενώς το εθνικιστικό δόγμα, υποστηρίζοντας ότι η εθνικότητα δεν έχει σαν σκοπό την ελευθερία ή την ευημερία, τις οποίες και τις δύο θυσιάζει στην επιτακτική αναγκαιότητα να καταστεί το έθνος το καλούπι και το μέτρο του κράτους.
Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς σε ποιο βαθμό ανακυκλώνονται σήμερα ανάλογα επιχειρήματα από όλες τις πλευρές για να υποστηριχθεί η μια ή άλλη πολιτική θέση και είναι εξ ίσου ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε εκ του σύνεγγυς όλες τις προσπάθειες στήν Ευρώπη, που τυχόν θα επιδιώξουν να φέρουν πλησιέστερα τα κρατικά σύνορα στα «σύνορα» των εθνοτήτων.
Γιατί το κριτήριο που κληρονόμησε η γαλλική επανάσταση κινδυνεύει σήμερα να διαταράξει το εδαφικό Status Quo της Ευρώπης, που γνωρίζει τη μεγαλύτερη εθνικιστική αναταραχή μετά τις εδαφικές διευθετήσεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.