Οι ιστορικές αλλαγές που κατά κύματα συντελούνται στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μπορούν άραγε να δημιουργήσουν «κοινούς τόπους» προβληματισμού για την πορεία της σύγχρονης κοινωνίας τη στιγμή που οι χώρες αυτές φαίνεται να επιδιώκουν τρόπους κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν» της Δύσης;
Πέρα από τις γαιοπολιτικές αναλύσεις και διπλωματικές εκτιμήσεις, πέρα από τις απόψεις για τη φύση των κοινωνικό-πολιτικών καθεστώτων που οικοδομούνται, είναι εξ ίσου σημαντικό ν’ ανιχνευθούν ενδεχόμενες αλληλοεπιδράσεις στον ιδεολογικό προσανατολισμό των ευρωπαϊκών κοινωνιών ή τουλάχιστον να καταγραφεί το σημερινό τους πεδίο δραστηριότητας.
Έχει κανείς την εντύπωση ότι κάτω από ένα αίσθημα ευφορίας που δημιούργησαν οι αλλαγές αυτές στη Δύση, τουλάχιστον από την σκοπιά της ιστορικής δικαίωσης και της σταδιακής υιοθέτησης δυτικών θεσμών και ιδεών, επικρατεί σκεπτικισμός και ανησυχία και προ παντός αβεβαιότητα.
Πρόκειται κατ’ αρχήν για μια φυσική ροπή που είναι παραγωγό της παρατεταμένης αλλαγής. Ο άρρυθμος και άνισος βηματισμός της, η ρευστότητα προσώπων και πραγμάτων, τροφοδοτεί την αστάθεια και κλονίζει τα μέχρι τώρα δεδομένα των εκτιμήσεων για τις δυνατότητες πολιτικής αυτοεξέλιξης των κοινωνιών αυτών. Ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος επικροτεί τις αλλαγές, αλλά ταυτόχρονα τρέφει και βαθύτατη δυσπιστία και επιφυλακτικότητα απέναντι στα μεγάλα σχέδια για την αλλαγή του κόσμου που ο ίδιος έχει πλέον δοκιμάσει και προσπεράσει.
Ο δυτικός άνθρωπος παραμένει σήμερα συγκρατημένος στην έκφρασή του, μετριοπαθής στους στόχους του, περιορισμένος στις επιδιώξεις του, πιο ρεαλιστής.
Στο παρελθόν, η αλλαγή ήταν στενά συνυφασμένη με την προβλεψιμότητα, την βεβαιότητα και την πρόοδο. Υπήρχε εδραιωμένη η πεποίθηση ότι θα μπορούσαμε να γνωρίσουμε και να καταλάβουμε τον μετασχηματισμό του κόσμου, τα μέσα και τους σκοπούς. Μετά όμως από την εμπειρία του 20ου αιώνα, τους παγκόσμιους πολέμους, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα κρεματόρια, τα γκουλάγκ, τα πυρηνικά όπλα και την καταστροφή του περιβάλλοντος, δεν είναι πλέον εύκολο να είναι κανείς σίγουρος ποια συγκεκριμένα μέσα οδηγούν σε ποιους πραγματικούς σκοπούς ή αν οι σημερινές λύσεις που παρουσιάζονται σαν πανάκεια δεν μετατρέπονται σε δυσεπίλυτα προβλήματα του αύριο.
Τον περασμένο αιώνα οι κυρίαρχες πολιτικές φιλοσοφίες και της Αριστεράς και της Δεξιάς εκκινούσαν από την κοινή αφετηρία μονοδιάστατων αντιλήψεων για την αλλαγή του κόσμου, από την επαναστατική πίστη σε μια δέσμη αρχών καθολικής ισχύος και αντλούσαν δύναμη από μια αίσθηση περί του ιστορικά αναγκαίου και αναπότρεπτου. Για την Αριστερά η πίστη στην πρόοδο επηρεαζόταν βαθειά από μια τυφλή αισιοδοξία για τις δυνατότητες της επιστήμης και από μεσσιανικές απόψεις που υπόσχονταν, με την επικράτηση του σοσιαλισμού, την εξάλειψη παντός κινδύνου. Κοινή ακόμα με τον καπιταλισμό υπήρξε η πίστη στις απεριόριστες δυνατότητες της ανθρωπότητας για έναν κόσμο αφθονίας υλικών αγαθών.
Σήμερα οι βεβαιότητες αυτές έχουν εκλείψει και η πρόοδος θεωρείται περισσότερο σαν μια διαδικασία συσσώρευσης προβλημάτων παρά μια φωτεινή υπόσχεση για το μέλλον. Με δυσκολία και περίσκεψη σύρονται οι Ευρωπαίοι σε νέες ιδέες και μεγάλα σχέδια, όπως η ενωμένη Ευρώπη και είναι έτοιμοι να επιστρατεύσουν κάθε είδους αντανακλαστικά σαν αυτοάμυνα.
Αντίθετα στην Ανατολική Ευρώπη υπάρχει αυτή τη στιγμή ο ενθουσιασμός και η έξαρση των μεγάλων και ιστορικών λαϊκών κινητοποιήσεων, η συνείδηση ότι κλείνει μια ολόκληρη εποχή, η ελπίδα ότι οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις θα οδηγήσουν και σε μια πιο αποτελεσματική κοινωνική και οικονομική οργάνωση.
Θα μπορέσουν οι επαναστατικές αυτές αλλαγές να «συγκινήσουν» και να μετακινήσουν τις σταθερές της επικρατούσας δυτικής ιδεολογίας; Μήπως θα μπορούσαν τουλάχιστον να υπονομεύσουν ιδεολογικά και ψυχολογικά την αβεβαιότητα δημιουργώντας μια νέα αντίληψη για τη συλλογικότητα; Είναι δυνατόν να πυροδοτήσουν νέες σκέψεις και προσεγγίσεις στα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας, τη συνειδητοποίηση ότι πέρα από την υλική ευημερία και το σταθερό πολιτικό καθεστώς, τις ελευθερίες και τις κοινωνικές κατακτήσεις, οι προκλήσεις του μέλλοντος είναι πολύ σοβαρές για να αντιμετωπιστούν ατομικά ή σε εθνικό επίπεδο; Κι αντίστοιχα αυτή η φρενήρης φυγή προς τα εμπρός στην Ανατολική Ευρώπη μπορεί να αγνοήσει τις σκοτεινές πλευρές της δυτικής ανάπτυξης;
Το άνοιγμα των κοινωνιών αυτών και η έκρηξη της ελευθερίας θα δημιουργήσουν σταδιακά το απαραίτητο υπόβαθρο για μία αλληλοτροφοδότηση του προβληματισμού πάνω στους προσανατολισμούς της σύγχρονης κοινωνίας. Οι κάτοικοι της Ανατολικής Ευρώπης που αποκαθίστανται στα δικαιώματά τους ως πολίτες ασφαλώς δικαιούνται να θέσουν τις δικές τους προτεραιότητες οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, να επιδιώξουν τη βελτίωση του χαμηλού τους βιοτικού επιπέδου και να εδραιώσουν το πολιτικό τους σύστημα. Δικαιολογούνται ίσως να κωφεύσουν επί τους παρόντος σ’ ορισμένες δυτικές σειρήνες που προειδοποιούν για τις επιπτώσεις μιας άκρατης οικονομικής ιδεολογίας, που δίνει έμφαση σε επιλεγμένους ποσοτικούς δείκτες ανεξάρτητα από την ποιότητα και το κοινωνικό κόστος. Και δικαιούνται ακόμα να εκλάβουν ως υποκριτικές τις παραινέσεις για συγκράτηση των προσδοκιών τους όταν πλέον όλοι γνωρίζουν ότι υπολείπονται κατά πολύ των επενδύσεων και κατακτήσεων της Δύσης.
Ωστόσο, παρά την ασύμμετρη ανάπτυξη των ιδεολογιών οι αλλοεπιδράσεις θα υπάρξουν και ενδεχόμενα θα οδηγήσουν σε συγκλίνουσες απόψεις για τους ποιοτικούς στόχους της ανάπτυξης και τον επαναπροσδιορισμό του περιεχομένου της προόδου.
Στη Δύση, η δεκαετία που σβήνει χαρακτηρίστηκε από την επικράτηση νεο-φιλελεύθερων και νεο-συντηρητικών κυβερνήσεων και ιδεών. Απελευθέρωση της οικονομίας, ελεύθερη αγορά, λιγότερο κράτος -και ενίοτε λιγότεροι φόροι- πίστη στο άτομο και στις δυνατότητές του, άφησαν τη σφραγίδα τους μαζί με μια αδικαιολόγητη απέχθεια απέναντι σ’ ό, τιδήποτε έχει να κάνει με το «δημόσιο». Υπήρξε μια έξαρση του καταναλωτισμού με νέα πρότυπα, διαμορφώθηκε μια νέα κοινωνική συμπεριφορά, δημιουργήθηκε μια νέα ιδεολογία γρήγορης κοινωνικής ανόδου και προσωπικής έκφρασης. Η οργάνωση της παραγωγής υπέστη θεμελιώδεις αλλαγές.
Η τάση την επόμενη δεκαετία ενδέχεται να είναι προς την κατεύθυνση μιας νέας ισορροπίας που ενσωματώνοντας τα θετικά στοιχεία της περιόδου αυτής θα δημιουργήσει καινούργιες αντιλήψεις και αιτήματα για τους χώρους της προστατευόμενης ατομικής και συλλογικής ελευθερίας, των ατομικών και συλλογικών αγαθών, μια νέα ισορροπία μεταξύ του ατομικού και του δημόσιου- συλλογικού.
Το πέρασμα στην ιδεολογική επικοινωνία θα δημιουργήσει και τις συνθήκες για έναν πιο ουσιαστικό διάλογο μεταξύ Ανατολής και Δύσης με ευρύτερο πλέον πεδίο κοινών δεδομένων και συμπτώσεων.
Η δημοκρατία αντιμετώπισε με επιτυχία την ιστορική πρόκληση του κομμουνισμού που τελικά δεν αποτέλεσε «τη λύση του αινίγματος της ιστορίας», όπως πίστεψε ο Μαρξ. Έχει όμως η Δύση τις ιδέες εκείνες για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που γέννησαν την πρόκληση του κομμουνισμού; Είναι η σοσιαλδημοκρατική ιδεολογία επαρκές s υποκατάστατο;