Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ
Το συνέδριο της Παγκόσμιας Ψυχιατρικής Ένωσης που συνήλθε τον περασμένο μήνα στην Αθήνα έφερε και πάλι στην επιφάνεια το πρόβλημα της πολιτικής χρήσης της ψυχιατρικής, λόγω της διαμάχης πάνω στο θέμα της επανένταξης ή μη των Σοβιετικών στην Ένωση.
Οι Σοβιετικοί είχαν αποχωρήσει το 1983 εν όψει βεβαίας εκδίωξής τους λόγω της πολιτικής και πρακτικής του εγκλεισμού σε ψυχιατρικά ιδρύματα ως «ψυχικά αρρώστων», ατόμων που η μοναδική τους ασθένεια ή «τρέλλα» ήταν η ανυποχώρητη και ενοχλητική πολιτική διαφωνία και αντίθεσή τους απέναντι στο καθεστώς.
Έπειτα από έντονες διαμάχες και παρασκηνιακές ενέργειες οι Σοβιετικοί έγιναν και πάλι δεκτοί στην Παγκόσμια Ένωση υπό ορισμένους όρους. Μεταξύ άλλων υποχρεώθηκαν να παραδεχθούν δημοσίως ότι σε προγενέστερες πολιτικές συνθήκες έγινε πράγματι κατάχρηση της ψυχιατρικής για πολιτικούς σκοπούς. Οι υποστηρικτές της επανένταξης επεσήμαναν ορισμένα θετικά βήματα που έχουν γίνει επί Γκορμπατσώφ. Ωστόσο, υπήρξαν έντονες αντιδράσεις από την Ανεξάρτητη Ψυχιατρική Ένωση των Σοβιετικών -έγινε και αυτή δεκτή στην Παγκόσμια Ένωση- με το επιχείρημα ότι έτσι χάθηκε ένας από τους ισχυρότερους μοχλούς πίεσης απέναντι στο σοβιετικό ψυχιατρικό κατεστημένο.
Ο υποχρεωτικός εγκλεισμός ατόμων σε ψυχιατρικά ιδρύματα για τις πολιτικές τους απόψεις, στη βάση ότι είναι «ψυχικά ασθενείς», έχει μακρά ιστορία στη Σοβιετική Ένωση. Διαβόητο είναι το Ψυχιατρικό Ινστιτούτο Serbsky. Ο εξίσου γνωστός δρ Μορόζωφ, που το διευθύνει εδώ και 30 χρόνια, παραμένει ακόμα στη θέση του. Οι καταχρήσεις έγιναν γνωστές στη δεκαετία του ’60 από τη μεγάλη δημοσιότητα που δόθηκε στη Δύση στο βιβλίο «Θάλαμος 7» αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Βάλερυ Ταρσίς. Η περίπτωση του Μπουκόφσκι, καθώς και άλλων εγκλείστων σε ψυχιατρικά ιδρύματα για τα πολιτικά τους φρονήματα, οδήγησε σε μεγαλύτερη επίγνωση του θέματος ενώ αποκαλυπτική ήταν σχετική έκθεση της οργάνωσης «Διεθνής Αμνηστία» το 1975.
Το πρόβλημα της πολιτικής χρήσης της ψυχιατρικής στη Σοβ. Ένωση έχει συγκεκριμένο, απτό χαρακτήρα. Σε καμιά άλλη χώρα η κατάχρηση της ψυχιατρικής για πολιτικούς σκοπούς δεν πήρε τέτοια έκταση, δεν ήταν τόσο συστηματική και δεν αποτέλεσε έκφραση επίσημης κυβερνητικής πολιτικής. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σοβαρότατη ευθύνη φέρουν επίσης οι επαγγελματικές οργανώσεις των Σοβιετικών ψυχιάτρων, η ηγεσία και τα άτομα που δέχτηκαν να παίξουν το ρόλο του διώκτη και δεσμοφύλακα των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος, που μετέβαλαν τη θεραπεία σε πραγματική τιμωρία και τα ψυχιατρικά ιδρύματα σε πραγματικές φυλακές για τα θύματά τους.
Σε ποιο βαθμό όμως «ευθύνεται» γι’ αυτήν την κατάσταση η ίδια η ψυχιατρική; Σε ποιο βαθμό η συγκρότηση της ίδιας ως επιστήμης αφήνει τέτοιες εννοιολογικές ασάφειες που μπορεί να ανοίξουν το δρόμο για μη ιατρικές χρήσεις; Το γεγονός ότι τα «σύνορα» της ψυχιατρικής δεν είναι αυστηρώς καθορισμένα την καθιστούν αξαιρετικά ευάλωτη απέναντι στους επίδοξους καταχραστές της. Δεν υπάρχει ομοφωνία ή έστω γενική συμφωνία για τον ορισμό της «ψυχικής νόσου», ούτε συναίνεση για τον βαθμό επικινδυνότητας του ασθενούς που να απαιτεί υποχρεωτική, χωρίς τη θέληση και συγκατάθεσή του, νοσηλεία ή εγκλεισμό σε ίδρυμα.
Ορισμένοι ψυχίατροι έχουν υποστηρίξει ότι η «ψυχική νόσος» είναι ένας μύθος: οι άνθρωποι έχουν απλώς προβλήματα. Κατά συνέπεια, τα κριτήρια δεν είναι κλινικά – ιατρικά, αλλά κοινωνικά και ηθικά. Διάφοροι εκπρόσωποι της «ριζοσπαστικής ψυχιατρικής» (Liefer, Laing, Szasz), έχουν επίσης υποστηρίξει ότι η ψυχιατρική αποτελεί μέρος του κατεστημένου που έχει ως αποστολή τη διατήρηση του status quo, της επικρατούσας κοινωνικής και πολιτικής τάξης πραγμάτων. Ο ψυχίατρος καλείται τουλάχιστον να νομιμοποιήσει αν όχι να δημιουργήσει ένα πλαίσιο «ομαλότητας» που να ταιριάζει στις στάσεις, συμπεριφορές και αξίες που επικρατούν στην κοινωνία.
Η έννοια της «προσαρμογής στην κοινωνία» που κατέχει κεντρική θέση στην ψυχιατρική ως κριτήριο «ψυχικής υγείας», επικρίνεται επίσης σφοδρά απ’ αυτούς που υποστηρίζουν ότι τελικά η «ψυχική νόσος» έχει τις ρίζες της στις οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές ανισότητες και κατά συνέπεια ο ρόλος και η επέμβαση των ψυχιάτρων σ’ αυτούς τους τομείς πρέπει να είναι πιο ενεργός.
Οι κίνδυνοι που μπορεί να προκύψουν από τέτοιες αντιλήψεις περί ψυχιατρικής γίνονται ακόμα μεγαλύτεροι όταν η πολιτική ιδεολογία καταλαμβάνει επίσημα κεντρική θέση στο σύστημα και ως δόγμα και ως πρακτικό εργαλείο κοινωνικού και πολιτικού ελέγχου, όπως στη Σοβιετική Ένωση. Οι Σοβιετικοί γιατροί ομνύουν να τηρούν «τις αρχές της κομμουνιστικής ηθικής» ενώ στο παρελθόν τουλάχιστο εκατοντάδες ωρών της επαγγελματικής τους εκπαίδευσης αφιερώνονταν σε σπουδές σχετιζόμενες με τον «μαρξισμό – λενινισμό». Το βήμα για τον χαρακτηρισμό της πολιτικής διαφωνίας ως «ψυχικής νόσου» δεν ήταν δύσκολο να γίνει. Φράσεις όπως «παρανοϊκές αυταπάτες για μεταρρύθμιση της κοινωνίας ή την αναδιοργάνωση του κρατικού μηχανισμού», ή «υπερεκτιμά την προσωπικότητά του», ή «χαμηλός βαθμός προσαρμογής στο κοινωνικό περιβάλλον» βρίθουν στις εκθέσεις των Σοβιετικών γιατρών με βάση τις οποίες οι διαφωνούντες ενεκλείοντο στα διάφορα ιδρύματα ως «ψυχικά ασθενείς», πολύ συχνά δε με τη διάγνωση της σχιζοφρένειας.
Έτσι η πολιτική διαφωνία εταυτίζετο με ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά. Ασφαλώς οι διαφωνούντες θα έπρεπε να είναι «τρελλοί», ή σχιζοφρενείς για να τα βάζουν με το καθεστώς. Το έδαφος για τέτοιες διαγνώσεις προετοιμάζεται και από τη θεωρία. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ρώσου καθηγητή Snezhnevsky ο οποίος υιοθετώντας μια ευρύτερη έννοια της σχιζοφρένειας -της οποίας οι αιτίες, παρά τις εκτεταμένες έρευνες που έχουν γίνει, παραμένουν σκοτεινές- διέκρινε και κατέταξε σε κατηγορίες ορισμένες μορφές της. Στη «συνεχή μορφή» για παράδειγμα, ο «ασθενής» μπορεί να εκφράζει μεγαλόσχημες ιδέες για την αλλαγή του κόσμου! Έτσι το όραμα της κοινωνικής αλλαγής κατατάσσεται στις μορφές σχιζοφρένειας!
Είναι γεγονός ότι σήμερα ο ψυχίατρος έχει βγει πλέον έξω από τους τοίχους του ασύλου και απασχολείται και σε άλλους κρατικούς θεσμούς (στο στρατό, στις φυλακές, στη δικαιοσύνη, στο σύστημα υγείας). Περιπτώσεις σύγκρουσης καθηκόντων μεταξύ των συμφερόντων του ασθενούς που πρέπει να υπηρετεί και των συμφερόντων του οργανισμού ή του ιδρύματος από το οποίο εξαρτάται η απασχόλησή του ανακύπτουν συχνά. Πρόκειται για ηθικά διλήμματα με έντονο χαρακτήρα γιατί στην ουσία αφορούν την ελευθερία του ανθρώπου. Η στέρησή της, επειδή η άσκησή της καθίσταται «επικίνδυνη για το κοινωνικό σύνολο» πρέπει τουλάχιστο να ανταλλάσσεται με ένα ουσιαστικό και κατοχυρωμένο «δικαίωμα νοσηλείας και θεραπείας».