ΛΑΪΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΕΛΑΤΕΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΜΕ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ
«Εκλογές και κόμματα στη δεκαετία του ’80». Εκδοση της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης. Εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1990, σελ. 327.
Έπειτα από μια περίοδο αδράνειας, η Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης επανεμφανίζεται στον εκδοτικό χώρο μ’ έναν τόμο που έχει ως επίκεντρο τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 1989.
Αξιόλογα, πράγματι, επιτεύγματα έχουν σημειωθεί στο χώρο της πολιτικής επιστήμης, ιδιαίτερα στην εκλογική ανάλυση και την εκλογική κοινωνιολογία. Η ύπαρξη πλέον νέου επιστημονικού δυναμικού με τεχνική κατάρτιση και εξειδίκευση στους τομείς αυτούς, οι συστηματικές έρευνες και μετρήσεις από Ερευνητικά Κέντρα και εταιρείες δημοσκοπήσεων, με το πρωτογενές υλικό που παρέχουν φαίνεται ότι επέδρασαν καθοριστικά, δίνοντας αποφασιστική ώθηση στην ανάπτυξη των σχετικών μελετών.
Τα βήματα που συντελέστηκαν είναι εντυπωσιακότερα αν συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι έως τα τέλη της δεκαετίας του 70 μόνο δύο βιβλία, και αυτά ξένων συγγραφέων, είχαν αποπειραθεί με σχετική μάλλον επιτυχία να μελετήσουν το ελληνικό πολιτικό σύστημα: το κλασικό πλέον βιβλίο του Jean Meynaud «Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα», που πρωτοκυκλοφόρησε στα γαλλικά το 1965 και σε ελληνική μετάφραση το 1966, και το βιβλίο του Κ. Legg, «Politics in Modern Greece»; που κυκλοφόρησε το 1969 και δεν έχει μεταφραστεί μέχρι σήμερα, αν δεν κάνω λάθος. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας κυκλοφόρησαν αρκετά βιβλία και μελέτες στο εξωτερικό, χωρίς όμως κάποια συνολική θεώρηση του θέματος.
Ορθώς, λοιπόν, επισημαίνεται το κενό από τους Χρήστο Λυριντζή και Ηλία Νικολακόπουλο, που γράφουν την Εισαγωγή, παρουσιάζοντας τις εργασίες των 14 πολιτικών επιστημόνων που συμβάλλουν στον τόμο.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στο κομματικό σύστημα και την πολιτική κουλτούρα. Ο Ηλ. Κατσούλης, εξετάζοντας την παγίωση του κομματικού συστήματος, προτείνει ως προσφορότερη αναλυτική προσέγγιση την έννοια του λαϊκού – πολυσυλλεκτικού κόμματος και καταλήγει στην υπόθεση ότι, τηρουμένων ορισμένων όρων, πρέπει στο μέλλον να αναμένουμε συγκλίσεις στο νοητό χώρο του Κέντρου.
Ο Χρ. Λυριντζής προσπαθεί για μια ακόμη φορά να οροθετήσει εννοιολογικά το λαϊκισμό, όχι μόνο επειδή συνδέθηκε με τη φυσιογνωμία και την πρακτική του ΠΑ- ΣΟΚ αλλά και διότι η κατάχρησή του έχει προκαλέσει τρομερή σύγχυση. Η ανάλυση επεκτείνεται και στις σχέσεις λαϊκισμού – Τύπου.
Ο Ν. Δεμερτζής αντιμετωπίζει το εξαιρετικά δύσκολο θέμα της πολιτικής κουλτούρας, για το οποίο, αν εξαιρέσουμε τις εργασίες του Ν. Διαμαντούρου, ελάχιστα έχουν γραφεί, απ’ όσο γνωρίζω. Διατυπώνεται η άποψη ότι το μοντέλο «πρισματικής κοινωνίας» του Riggs μπορεί να εφαρμοστεί δημιουργικά στην ελληνική περίπτωση.
Την πολιτική συμπεριφορά των δύο φύλων αναλύει η Μάρω Παντελίδου-Μαλούτα σε μια πολύ ενδιαφέρουσα εργασία που προσκομίζει αρκετές θεωρητικές και εμπειρικές ενδείξεις για την κατάρριψη ορισμένων στερεότυπων αντιλήψεων σχετικά με τη γυναικεία πολιτική – εκλογική συμπεριφορά.
Ο Γ. Μαυρογορδάτος κλείνει το πρώτο μέρος μ’ ένα σύντομο σημείωμα, όπου στηρίζει την άποψη ότι λείπουν οι κοινωνικές προϋποθέσεις για το σχηματισμό συμμαχικών κυβερνήσεων.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου αποτελείται από δύο άρθρα. Στο πρώτο ο Π. Κοζάκος εξετάζει τους μηχανισμούς του πολιτικού ελέγχου της οικονομίας στην περίοδο 1979-89, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι όλα υποτάχτηκαν στις ανάγκες του εκλογικού ημερολογίου. Στο δεύτερο η Κ. Σπανού μελετά ένα πολύ πιο ορατό φαινόμενο: την εκλογική ενεργοποίηση των ενδοδιοικητικών πελατειακών μηχανισμών. Ο τίτλος δηλοί. Και στις δύο περιπτώσεις, οικονομία και διοίκηση λεηλατούνται από τις πελατειακές σχέσεις.
Το τρίτο μέρος κυριαρχείται από μελέτες για την εκλογική επιρροή των πολιτικών δυνάμεων. Ο Ηλ. Νικολακόπουλος εξετάζει την εμπέδωση του τρικομματισμού και τη διπολική μορφή Δεξιά/αντιδεξιά του πολιτικού ανταγωνισμού. Ο Δ. Κατσούδας αναφέρεται στην ιδεολογική και κοινωνικοπολιτική παράμετρο της ψήφου στις βουλευτικές εκλογές από το 1981 έως το 1989.
Ο Γ. Βούλγαρης, χρησιμοποιώντας την κλασική δεκαβάθμια κλίμακα Αριστερά- Δεξιά, εντοπίζει σημαντικότατες μετατοπίσεις και αλλαγές στο εκλογικό σώμα της Αριστεράς στην περίοδο 1985-89.
Ο Κλ. Ναυρίδης ασχολείται με την επίδραση της πολιτικής αφίσας στις εκλογές του 1989. Η Μ. Κομνηνού, επιχειρεί μία πρώτη προσέγγιση στο θέμα της ένταξης του Τύπου στις σημερινές κοινωνικές και πολιτικές συντεταγμένες και επισημαίνει τα προβλήματα που έχουν σχέση τόσο με την εσωτερική του διάρθρωση, όσο και με τον πολιτικό του ρόλο.
Ο Γ. Παπαδημητρίου υποστηρίζει ότι ο καθορισμός του εκλογικού συστήματος αποτελεί βασικό παράγοντα και σε ορισμένες συγκυρίες καταλύτη για το κομματικό, πολιτικό και κοινοβουλευτικό σύστημα της χώρας.
Τέλος, ο Α. Παντελής θεωρεί τα αναλογικά εκλογικά συστήματα εξ ορισμού υπεύθυνα για όλα τα δεινά του τόπου.
Δεν είναι φυσικά δυνατόν να γίνει οποιαδήποτε εκτενής κριτική παρουσίαση των μελετών του τόμου. Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι η σοβαρότητα και το επιστημονικό πνεύμα που διακρίνει την προσέγγιση των θεμάτων παράγουν τελικά αξιόλογα αποτελέσματα, παρέχοντας ευρύτερα πλαίσια κατανόησης του πολιτικού συστήματος και της εκλογικής συμπεριφοράς στη δεκαετία που πέρασε.