Όταν μίλησαν τα Όπλα

50 χρόνια από το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967

Οι πρωταγωνιστές της εποχής -όπως πρόσφατα ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος- έχουν δώσει τη δική τους εκδοχή των γεγονότων, υποστηρίζοντας, φυσικά, τις θέσεις τους. Η σοβαρή δημοσιογραφική, ιστοριογραφική, θεωρητική και πολιτική έρευνα έχουν δώσει τις δικές τους. Η βιβλιογραφία είναι ήδη πλούσια. Δεν λείπουν, βέβαια, και ορισμένες ανόητες και άκρως επικίνδυνες ερμηνείες, που υποστηρίζουν ότι πρέπει να επικρατήσει το Κακό, να επέλθει η καταστροφή, για να προκύψει μετά το Καλό! Αποτελεί βαθύτατη προσβολή για όσους πραγματικά θυσιάστηκαν στον αντιδικτατορικό αγώνα. Διότι δεν είναι πάντα οι νεκροί «λευτεριάς λίπασμα»

Οι πρωτεργάτες του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου. Από αριστερά: Παττακός, Μακαρέζος και, σε πρώτο πλάνο δεξιά, ο Γεώργιος Παπαδόηουλος.

Έχουν περάσει 50 χρόνια από τις πρωινές ώρες εκείνης της Παρασκευής της 21ης Απριλίου του 1967, όταν τα άρματα μάχης Ξεκίνησαν από του Γουδή για να καταλάβουν την Αθήνα, καταλύοντας το τότε συνταγματικό και κοινοβουλευτικό καθεστώς. Το στρατιωτικό πραξικόπημα των συνταγματαρχών -της «μικρής χούντας» υπό τον Γ. Παπαδόπουλο-, επικαλούμενο κάποιον ανύπαρκτο «κομμουνιστικό κίνδυνο», προκατέλαβε εκείνο της «μεγάλης χούντας» της ηγεσίας του στρατού, το οποίο περίμενε το «πράσινο φως» από τα Ανάκτορα για να δράσει.

Οι εκλογές της 28ης Μαΐου φυσικά ματαιώθηκαν. Ο «πολιτικός κόσμος» βρέθηκε σύσσωμος σιδηροδέσμιος, να συζητεί τα αίτια και nς ευθύνες, ενώ χιλιάδες πολιτών συνελήφθησαν, φυλακίστηκαν και εκτοπίστηκαν σε τόπους εξορίας. Το πραξικόπημα επεκράτησε σχεδόν αναίμακτα. Καμιά «λαϊκή αντίσταση» δεν εκδηλώθηκε. Η Δημοκρατία μπήκε στον «γύψο» και η χώρα σε ένα σκοτεινό τούνελ για μια επταετία, από το οποίο εξήλθε μόνο με την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος, εξαιτίας της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974 και της αιματηρής κυπριακής τραγωδίας.

Από μια άποψη, το πραξικόπημα αποτέλεσε την τελευταία πράξη του εμφυλίου δράματος.

Το ατελές κοινοβουλευτικό καθεστώς ήταν αρκετά αδύναμο, αλλά όχι εντελώς ανίσχυρο για να αντισταθεί απέναντι στο μετεμφυλιακό «κράτος ασφάλειας», στους παρακρατικούς μηχανισμούς, στον Θρόνο, στον σχετικά αυτονομημένο και θεσμικά υπέρτερο στρατιωτικό μηχανισμό, λόγω της πλήρους εξάρτησής του από τους Αμερικανούς από κάθε άποψη, όπου μάλιστα ανθούσαν ποικίλοι και γνωστοί συνωμοτικοί μηχανισμοί, καθώς και στον «ξένο παράγοντα», ήτοι τον αμερικανικό, ο οποίος δεν έριξε, σαφώς, απερίφραστα και αποφασιστικά το βάρος του υπέρ κοινοβουλευτικών λύσεων.

21 Απριλίου 1968: Διαδήλωση διαμαρτυρίας στο Παρίσι, με αφορμή τη συμπλήρωση ενός χρόνου στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα. Φωτογραφία: Σιμός Τσαπνίδης.

Οι πρωταγωνιστές της εποχής-όπως  πρόσφατα ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος- έχουν δώσει τη δική ionς εκδοχή των γεγονότων, υποστηρίζοντας, φυσικά, της θέσεις τους. Η σοβαρή δημοσιογραφική, ιστοριογραφική, θεωρητική και πολιτική έρευνα έχουν δώσει τις δικές τους. Η βιβλιογραφία είναι ήδη πλούσια. Δεν λείπουν, βέβαια, και ορισμένες ανόητες και άκρως επικίνδυνες ερμηνείες, που υποστηρίζουν ότι πρέπει να επικρατήσει το Κακό, να επέλθει η καταστροφή, για να προκύψει μετά το Καλό! Αποτελεί βαθύτατη προσβολή για όσους πραγματικά θυσιάστηκαν στον αντιδικτατορικό αγώνα. Διότι δεν είναι πάντα οι νεκροί «λευτεριάς λίπασμα».

Τελικά, το πραξικόπημα ήταν αναμενόμενο, αλλά δεν ήταν αναπόφευκτο. Δεν πρέπει κανείς να υποτάσσεται στην τυραννία των τετελεσμένων ιστορικών γεγονότων και σε ανύπαρκτες ιστορικές νομοτέλειες. Υπήρχαν πολλά περιθώρια συνεννόησης των πολιτικών δυνάμεων της εποχής, ώστε να αποτραπεί η μοιραία κατολίσθηση προς την εκτροπή. Οι αναγκαίοι συμβιβασμοί καθυστέρησαν. Πολύ λίγο, πολύ αργά. Η εμπρηστική ρητορεία του Ανδρέα Παπανδρέου και σε ήσσονα βαθμό inς Αριστεράς, καθώς και οι αδιάλλακτες «αγωνιστικές» στάσεις και «αντιστασιακές» φαντασιώσεις φόβιζαν και υπονόμευαν συμβιβαστικές λύσεις.

Ούτε η ιδεολογία της Δεξιάς, η αντικομμουνιστική «εθνικοφροσύνη» και η επίσημη κρατική ιδεολογία ούτε η φιλοσοβιετική μέχρι μυελού οστέων Αριστερά που αναπολούσε τον «χαμένο παράδεισο» και ζούσε με το τραύμα της ήττας μπορούσαν να αποτελέσουν σοβαρά αναχώματα απέναντι στην εκτροπή. Σε συνθήκες Ψυχρού Πολέμου, η Αριστερά είχε επιλέξει στρατόπεδο και ήταν αδιανόητο να αποτελέσει μέρος κάποιας λύσης – πόσω μάλλον όταν ελάχιστη πίστη είχε στην «Αστική Δημοκρατία». Το δε φαινόμενο της «Αποστασίας», που απέβλεπε πολιτικά στον συμβιβασμό με τα Ανάκτορα, μεθοδεύτηκε άθλια και εξαχρείωσε ακόμα περισσότερο τα πολιτικά ήθη.

Η όλη πολιτική διαμάχη της εποχής, με αποκορύφωμα την πολιτική κρίση 1965-1967, αποσκοπούσε στον πολιτικό έλεγχο του Στρατού. Ο ίδιος φρόντισε να λύσει τη διαμάχη αυτή για τον εαυτό του.

Όλα αυτά δεν υποβαθμίζουν τους μεγάλους, πράγματι, και μαζικούς αγώνες της εποχής για τον εκδημοκρατισμό της χώρας. Παραμένουν πάντα κορυφαίο γεγονός της μεταπολεμικής πολιτικής Ιστορίας μας.

Και σε καμιά περίπτωση δεν είναι επιτρεπτό ή αποδεκτό να εξισώνονται οι θύτες με τα θύματα.

Στιγμιότυπο από τις κιτς γιορτές για την Πολεμική Αρετή των Ελλήνων, που διοργάνωνε το χουντικό καθεστώς στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Επρόκειτο για γιορτές του κούφιου πατριωτισμού, του νοβοπάν και του φελιζόλ!

Γεγονός αναμφισβήτητο είναι ότι το πραξικόπημα ανέκοψε ένα πολύπλευρο και τεράστιο κίνημα και κύμα εκδημοκρατισμού σε όλα τα επίπεδα, που συγκλόνισε τη χώρα, καθώς και μια εκπληκτική και δημιουργική άνθηση των γραμμάτων, των τεχνών, της εισαγωγής και της διακίνησης Δυτικών ρευμάτων σκέψης. Συνταρακτικές πολιτικές και πολιτιστικές πτυχές της συγκλονιστικής δεκαετίας του ’60 -που άφησε ανεξίτηλα χαρακτηριστικά στη μετέπειτα εποχή παγκοσμίου- είχαν διαθλαστικά τον αντίκτυπο τους σε μια Ελλάδα που προσπαθούσε να ξεπεράσει την καθυστέρηση και την απομόνωσή της.

Δεν είναι καθόλου υπερβολικό που γίνεται λόγος για «χαμένη άνοιξη».

Κάνοντας ένα μεγάλο άλμα στο σήμερα, ελπίζει κανείς ότι ο θυμός και η απογοήτευση σημαντικής μερίδας των πολιτών, λόγω της παταγώδους διάψευσης της εθνολαϊκιστικής απάτης και της κίβδηλης επαγγελίας μιας ιστορικά παρωχημένης και χρεοκοπημένης Αριστεράς, δεν θα αναλωθούν στην αναζήτηση χαρισματικών και «ισχυρών» ηγετών και νέων «εθνοσωτήρων» πόσης μορφής.

Διότι, τελικά, τα δημοκρατικά πολιτεύματα διατηρούνται και ανθούν μόνο όταν οι ώριμοι πολίτες είναι διατεθειμένοι να τα υπερασπίζουν και να τα νομιμοποιούν με τη συμμετοχή και τη δράση τους.