Η Ευρώπη δοκιμάστηκε, τα τελευταία χρόνια, από τις λαϊκιστικές δυνάμεις που επιδίωξαν να γυρίσουν την πολιτική ένωση των κρατών της στο αιματηρό παρελθόν των εθνικιστικών διαιρέσεων. Το αποτελεσματικό αντίδοτο απέναντι στην επάνοδο αυτών των αναχρονισμών είναι ο ευρωπατριωτισμός, λέει ο Δημήτρης Τσιόδρας, που προσεγγίζει θεωρητικά αλλά προπάντων πολιτικά το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Τι είναι ο ευρωπατριωτισμός; Η λύση της παραχώρησης λελογισμένης και συμφωνημένης εθνικής κυριαρχίας σε μια Ενωμένη Ευρώπη των πολιτών και της συλλογικής ευθύνης για το κοινό πεπρωμένο.
Δημήτρης Τσιόδρας, Ενρωπατριωτισμός ή εθνοκεντρισμού Οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί, οι εξωτερικές απειλές και τα όρια της συνεργασίας στην ΕΕ, Μίνωας, Αθήνα 2017, 276 σελ.
Η αγωνία για μια σειρά από κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις σε κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στον εκτροχιασμό της και την απαρχή της σταδιακής της διάλυσης εάν ετ κρατούσαν οι δυνάμεις του δεξιού και του αριστερού λαϊκισμού, παρήλθε. Στην Αυστρία, την Ολλανδία και, πιο πρόσφατα, στη Γαλλία, αριστεροί και δεξιοί λαϊκιστές ηττήθηκαν, παρά τις άγριες και αναίσχυντες προσδοκίες της εγχώριας συριζαίικης «Αριστεράς», σύμφωνα με την αντίληψη ότι από το χειρότερο, έστω και φασιστικό, μπορεί να προκόψει κάτι καλύτερο, «αριστερό». Για να «τιμωρηθούν» οι «ελίτ», η «τρόικα εσωτερικού» και οι «Ευρωλιγούρηδες» που «τόλμησαν» να καταστήσουν τη χώρα στη μεταπολίτευση μια από τις πιο ευημερούσες του κόσμου, παρά τα λάθη και τις διαχρονικές παθογένειες.
Στις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία ο Μακράν επικράτησε και στις βουλευτικές που επακολούθησαν κατάφερε να οικοδομήσει μια νέα πλειοψηφία που του επιτρέπει να κυβερνήσει και να εφαρμόσει το πρόγραμμά του.
Οι λαϊκιστές αναχαιτίστηκαν με επιτυχία, επιβάλλοντας, όμως, έστω και εν μέρει, την πολιτική τους ατζέντα. Κι αυτό, εξακολουθεί να αποτελεί πηγή ανησυχίας καθώς τα προβλήματα που τροφοδοτούν τις λαϊκιστικές φυγόκεντρες δυνάμεις και παρασύρουν τους εκλογείς σε ακραίες λύσεις, διαλυτικές της Ένωσης, εξακολουθούν να αναζητούν λύσεις. Μόνο η επιτυχημένη αντιμετώπισή τους μπορεί να δημιουργήσει μια νέα πολιτική βάση
νομιμοποίησης της Ένωσης και μια νέα συναίνεση για τις κατευθύνσεις που πρέπει να ακολουθήσει, εάν θέλει να παραμείνει ζωντανή και σημαντικός παίκτης παγκόσμια σε μια εποχή εμφανών ριζικών γεωπολιτικών αναδιατάξεων και ανακατανομής ισχύος.
Η Ιταλία, βέβαια, εξακολουθεί να παράγει ανησυχία, σε αντίθεση με τις επερχόμενες εκλογές στη Γερμανία, όπου οι δύο μεγάλες πολιτικές οικογένειες, οι Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ και οι Σοσιαλδημοκράτες του Σουλτς, δεν απειλούνται σοβαρά από ακραίες λαϊκιστικές δυνάμεις. Έχουν σταθερό ευρωπαϊκό προσανατολισμό και μακρά παράδοση κυβερνητικής συνεργασίας καθώς και επίγνωση των ευθυνών και του ηγετικού ρόλου που εκ των πραγμάτων (αλλά μάλλον απρόθυμα) καλείται να παίξει σήμερα η Γερμανία.
ΓΑΛΛΟΓΕΡΜΑΝΙΚΟΣ ΑΞΟΝΑΣ
Η εκλογή του Μακράν στην προεδρία της γαλλικής Δημοκρατίας και η άνετη κοινοβουλευτική του πλειοψηφία, έχουν ανατροφοδοτήσει με νέα δυναμική τον γαλλογερμανικό άξονα, την πραγματική και αναντικατάστατη ατμομηχανή της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αναμένεται ότι μετά το πέρας των γερμανικών εκλογών και το σχηματισμό νέας κυβέρνησης η λειτουργία του άξονα και η συμφωνία για την κατεύθυνση της ΕΕ θα προσλάβουν πιο συγκεκριμένη μορφή.
Είναι μια από τις εύστοχες, αν και αυτονόητες για τους ευρωπαϊστές, σημαντικές επισημάνσεις που κάνει ο Δημήτρης Τσιόδρας, δημοσιογράφος με μακρά επαγγελματική θητεία και σήμερα εκπρόσωπος Τύπου του Ποταμιού, στο σημαντικό βιβλίο του Ευρωπατριωτισμός ή Εθνοκεντρισμοί που εκδόθηκε πρόσφατα (Μάρτιος 2017), θέλοντας να συμβάλει σε ευρωπαϊκό και εγχώριο επίπεδο στη συζήτηση για το μέλλον της ΕΕ.
Πράγματι, η συζήτηση σε επίσημο επίπεδο άρχισε με τη Λευκή Βίβλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με υπογραφή Γιούνγκερ (1/3) και με τη Διακήρυξη της Ρώμης (25/3) στα 60 χρόνια από την ίδρυση της Ένωσης. Ακολούθησαν κι άλλες παρεμβάσεις, μάλλον για να δοκιμαστεί η θερμοκρασία των υδάτων. Η συζήτηση σε επίπεδο κοινωνίας των πολιτών έχει αρχίσει στην ουσία προ πολλού, μαίνεται και αναμένεται να ενταθεί μέχρις ότου έρθει η ώρα των σημαντικών αποφάσεων. Ευλόγως, διότι συνειδητοποιείται πλέον ο ορατός κίνδυνος, κεντρόφυγες λαϊκιστικές δυνάμεις της Αριστεράς και της Δεξιάς, καθώς και η διμέτωπη επίθεση από Τραμπ και Πούτιν, να οδηγήσουν σταδιακά στην αποδυνάμωση της ΕΕ και, τελικά, στο μαρασμό και τη διάλυσή της.
Ευρωπαϊστής μέχρι μυελού οστέων, αλλά με την αναγκαία κριτική ματιά και αγωνία, ο Τσιόδρας έχει πλήρη επίγνωση των σημερινών προβλημάτων που ταλανίζουν την Ένωση και της κρίσιμης καμπής στην οποία βρίσκεται, αντιμέτωπη με πολύπλευρες προκλήσεις σε μια νέα εποχή σημαντικής μετατόπισης οικονομικής και γεωπολιτικής ισχύος σε παγκόσμιο επίπεδο.
Κι απ’ αυτή και μόνο την άποψη το βιβλίο του Τσιόδρα είναι εξαιρετικά επίκαιρο, εξόχως εύστοχο και πολλαπλά χρήσιμο.
Η ανάλυσή του συνδυάζει και εμπλέκει τρεις βασικές προσεγγίσεις: τη θεωρητική, προσφεύγοντας στις κυρίαρχες απόψεις περί διεθνών σχέσεων, την ιστορική και τη σύγχρονη πολιτική.
Ως προς την πρώτη, επιστρατεύει από τη μια μεριά τις θεωρίες των ρεαλιστών (realists), που τονίζουν την αναπόφευκτη ανταγωνιστική φύση των κρατικών σχέσεων στη διεθνή σκηνή, επομένως την αναγκαιότητα της εθνικής κυριαρχίας. Από την άλλη, αντιπαραθέτει τις θεωρητικές προσεγγίσεις των φιλελεύθερων (liberals) που πιστεύουν στη «διαρκή ειρήνη» του Καντ.
Ως προς τη δεύτερη, η ιστορική προσέγγιση ανατρέχει στις διαδρομές και τις περιπέτειες της «ευρωπαϊκής ιδέας», από τα πρώτα «όχι» για την κοινή άμυνα και ασφάλεια, την πολιτική της «κενής καρέκλας», τις αντιθέσεις για το κοινό νόμισμα (ΟΝΕ), τις διευρύνσεις της Ένωσης αντί της περαιτέρω εμβάθυνσής της. Οι επισημάνσεις περί της διεύρυνσης πριν από την αναγκαία εμβάθυνση αποκτά σήμερα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς διαπιστώνεται η απροθυμία ορισμένων χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ (π.χ. Ουγγαρία, Πολωνία) όχι μόνο για περαιτέρω ενοποίηση αλλά ακόμα και για συμμόρφωση με ειλημμένες κοινές πολιτικές. Μετά τη λαίλαπα του σοβιετικού κομμουνισμού, ορισμένα κράτη παλινδρομούν σε εθνικιστικά σπήλαια και δυσκολεύονται να υιοθετήσουν τις κοινές ευρωπαϊκές και δημοκρατικές αξίες, διολισθαίνοντας σε αυταρχικές πρακτικές.
Ως προς την τρίτη, η προσοχή επικεντρώνεται στα καίρια σύγχρονα προβλήματα, από τις θέσεις των πολιτικών δυνάμεων, το «γερμανικό ζήτημα», τη ρωσική απειλή, το μεταναστευτικό, τα προβλήματα των πολυπολιτισμικών κοινωνιών, την παγκοσμιοποίηση, την κινεζική πρόκληση, την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού και του αντι-ευρωπαϊσμού, το Brexit και τον Τραμπ μέχρι τα διάφορα «σενάρια» της μελλοντικής πορείας της ΕΕ.
Τη «δύσκολη στροφή μιας όμορφης διαδρομής», όπως γράφει χαρακτηριστικά.
Η ΦΥΓΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΜΠΡΟΣ
Οι θεωρητικές αναλύσεις και επισημάνσεις είναι φυσικά πάντα χρήσιμες διότι, σε αρκετές περιπτώσεις, παρέχουν το πλαίσιο κατανόησης της πολιτικής συζήτησης και διαμάχης, μολονότι η αναζήτηση του εθνικού συμφέροντος αλλά και η σύζευξή του με το ευρωπαϊκό αποτελεί έναν πιο πρακτικό οδηγό για σημαντικές αποφάσεις που επηρεάζουν ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Γι αυτό, από άποψη επιχειρηματολογίας, η προσέγγιση τον συγγραφέα είναι κατ’ εξοχήν πολιτική.
Ο ίδιος είναι πεπεισμένος ότι η μόνη οδός διαφυγής είναι «η φυγή προς τα εμπρός» (avance en fuite), για να μην επιστρέψουν τα φαντάσματα ενός αιματηρού παρελθόντος. Το αποτελεσματικό αντίδοτο απέναντι στην επάνοδο των φαντασμάτων αυτών, των αδυσώπητων και καταστροφικών εθνοκεντρισμών, είναι ο ευρωπατριωτισμός. Είναι η λύση της παραχώρησης λελογισμένης και συμφωνημένης εθνικής κυριαρχίας σε μια Ενωμένη Ευρώπη των πολιτών και της συλλογικής ευθύνης για το κοινό πεπρωμένο.
Είναι η λυδία λίθος που θα δοκιμάσει τη μελλοντική πορεία της Ένωσης. Είναι το κρίσιμο δίλημμα, καθώς η ΕΕ στέκεται στο σταυροδρόμι καθοριστικών αποφάσεων.
Πρόκειται για μια θαρραλέα, δημόσια πολιτική στάση που ελάχιστοι τολμούν να υιοθετήσουν εν μέσω του αντι-ευρωπαϊκού και του αντι-δυτικού παροξυσμού που έχει καλλιεργήσει και συνεχίζει να καλλιεργεί ο εγχώριος αριστεροδεξιός εθνολαϊκισμός.
Φυσικά, η διαμόρφωση μιας ενρω-πατριωτικής ταυτότητας, που άνετα μπορεί να συνυπάρχει με τις εθνικές ταυτότητες και με τις ιδιομορφίες των κρατών-μελών, χρειάζεται όχι μόνο έναν δημόσιο ευρωπαϊκό δήμο αλλά και ένα προωθητικό όραμα για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στο ευρωπαϊκό εγχείρημα και να οικοδομηθεί η αναγκαία συναίνεση για την περαιτέρω ενοποιητική διαδικασία. Η απόσυρση στον γυάλινο πύργο των εθνοκεντρισμών θα πλήξει θανάσιμα και την Ένωση και τα επί μέρους κράτη. Χαμένοι θα είναι όλοι.
Ο φόβος ή η απελπισία είτε απέναντι σε έναν ισχυρό αντίπαλο, όπως η σοβιετική αυτοκρατορία στο παρελθόν είτε απέναντι στη σημερινή παγκοσμιοποίηση που επιβάλλει επώδυνες οικονομικές αλλαγές, δημιουργούν ανεργία και μεγάλες ανισότητες και στο εσωτερικό των κρατών και μεταξύ τους καλλιεργούν ένα εμφανές κλίμα ανασφάλειας που αποτυπώνεται σε ακραίες εκλογικές επιλογές. Τεράστια ανασφάλεια δημιουργούν επίσης είτε οι ασύμμετρες απειλές της τρομοκρατίας είτε ακόμα τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα που δύσκολα μπορούν να ελεγχθούν. Όλα αυτά, όμως, δεν μπορούν να αποτελούν πλέον το μόνο κίνητρο προωθητικής συλλογικής δράσης ή συγκολλητικής ουσίας μιας Ένωσης, χωρίς σκοπό, χωρίς έρμα, απλό διαχειριστή δύσκολων καταστάσεων.
Χρειάζεται ένας θετικός, ρεαλιστικός, εφικτός, πειστικός ορίζοντας. Τη στιγμή δε που το «όραμα» μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης δε φαίνεται να συγκινεί ή να έχει σήμερα πολλούς οπαδούς η προ- ωθητική ενοποιητική διαδικασία απαιτεί πράγματι «όραμα, ηγεσία και γενναίες πολιτικές αποφάσεις» προς εφικτές κατευθύνσεις που θα αντιμετωπίζουν όμως τα σημερινά προβλήματα.
Σε όλα τα ανωτέρω η ανάλυση του συγγραφέα είναι απόλυτα διαυγής. Οι θέσεις του ευρωπαϊκές που χαρακτηρίζονται από ιστορικό και πολιτικό βάθος. Ο πολιτικός του ορίζοντας ενορατικός και οραματικός συνάμα. Τα επιχειρήματα ισχυρά.
ΟΛΕΘΡΙΟΣ Ο ΑΝΤΙΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣ
Όσοι υποδαυλίζουν τον αντι-ευρωπαϊσμό και πιστεύουν ότι μπορεί να αποτελέσει την εκλογική τους βάση για την παραμονή τους στην εξουσία διαπράττουν βαρύτατο πολιτικό έγκλημα με ανυπολόγιστες ιστορικές συνέπειες για την ασφάλεια και ευημερία της χώρας μας. Η εθνική τύφλωση και η μαζική παράνοια έχουν στο παρελθόν οδηγήσει τη χώρα σε καταστροφή, με τη «λαϊκή συγκατάθεση». Ο μαζοχισμός δεν είναι άγνωστος ως πολιτική ασθένεια. Η ενδεχόμενη μαζική αυτοχειρία αποτελεί πολιτικό παραλογισμό, αλλά έχει και τους φυσικούς και ηθικούς πολιτικούς αυτουργούς της.
Πρόκειται για ένα εξαιρετικά καλογραμμένο βιβλίο, με στέρεα, σαφή και ισχυρή επιχειρηματολογία και εμφανή αγωνία για το μέλλον της Ευρώπης.
Συνδυάζει δέσμη αναλυτικών εργαλείων με επιτυχία. Υιοθετώντας, μετά από σοβαρή ανάλυση, πολιτικές θέσεις, ο συγγραφέας έχει πλήρη επίγνωση των δυσκολιών αλλά και της πολιτικής πρόκλησης που έχουν να αντιμετωπίσουν οι πολιτικές δυνάμεις που βλέπουν τον εαυτό τους αλλά και τη χώρα τους ως αναπόσπαστο μέρος του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Η ενεργός και αταλάντευτη συμμετοχή της χώρας μας στη διαμόρφωση της νέας ευρωπαϊκής πορείας, η παραμονή της στον σκληρό πυρήνα της Ένωσης αποτελεί πρόβλημα επιβίωσης, πρόβλημα ανάπτυξης και διασφάλισης της ευημερίας και της ασφάλειας. Πρόβλημα οικοδόμησης και πορείας της χώρας πάνω σε κοινές ευρωπαϊκές αξίες και συμπεφωνημένους κοινούς στόχους, όχι κάποιου άλλου ανύπαρκτου σύμπαντος ή υπαρκτού τύπου Βενεζουέλας.
Το βιβλίο δεν συμβάλλει μόνο στην «ακαδημαϊκή» συζήτηση. Μπορεί άνετα να γίνει κατανοητό από ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Διότι, με σαφήνεια συντελεί στην κατανόηση των σημερινών προβλημάτων και προκλήσεων, στη σαφή απεικόνιση των επιλογών τόσο της ΕΕ όσο και της χώρας μας, αλλά και στην απαραίτητη αυτοσυνειδησία και αυτεπίγνωση. Περιέχει ένα πλούσιο οπλοστάσιο πολιτικής επιχειρηματολογίας, αλλά και αξιών και οράματος ενός κοινού μέλλοντος που πρέπει να οικοδομηθεί με μεγάλη πολιτική προσπάθεια στο παρόν.
Κι αυτό είναι ένα από τα πολλά πλεονεκτήματα και τις αρετές του.
Θα ανατρέξουμε σ’ αυτό ξανά όταν οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις θα αναγκαστούν να συζητήσουν δημόσια και να πάρουν θέση πάνω στο θέμα των κατευθύνσεων της Ένωσης, που κατά τα φαινόμενα θα αποτελέσει στο τέλος διαδικασία συμπόρευσης των προθύμων.