Η Τέλεια Καταιγίδα: Το ΝΑΤΟ μετά την 11η Σεπτεμβρίου

Βασίλης Κασκαρέλης, Η Τέλεια Καταιγίδα: Το ΝΑΤΟ μετά την 11η Σεπτεμβρίου Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2017, σελ. 350.

Έχοντας διαβάσει αρκετά βιβλία διπλωματών και άλλων δημόσιων προσώπων από τη διαδρομή τους στα δημόσια πράγματα και τις υπηρεσίες τους προς το κράτος, δύσκολα μπορούσα να φανταστώ ότι η αφήγηση ενός επαγγελματία Έλληνα διπλωμάτη, του Βασίλη Κασκαρέλη, σχετικά με τη θητεία του σε μια από τις πιο σημαντικές θέσεις, όπως το ΝΑΤΟ, σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο πλήρη συνταρακτικών γεγονότων (2000-2004) παγκόσμιας σημασίας, θα μου προκαλούσε τόσο έντονο ενδιαφέρον, σχεδόν «συναρπαστικό».

Το βιβλίο του Β. Κασκαρέλη δεν αποτελεί μια απλή και πεζή εξιστόρηση της θητείας του και των θεμάτων εξωτερικής πολιτικής τα οποία χειρίστηκε. Αποτελεί ταυτόχρονα μια οξυδερκή ανάλυση των θεμάτων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που ακόμα παραμένουν άλυτα και μας ταλανίζουν. Η ανάλυση τοποθετείται όχι μόνο στο σύνηθες πλαίσιο ενός διεθνούς οργανισμού, στον οποίο η χώρα μας συμμετέχει ως ισότιμο μέλος, αλλά και εντός των συνταρακτικών ανακατατάξεων και αλλαγής ισορροπιών στη διεθνή σκηνή και στην εγγύτερη περιοχή μας που επέφερε η τρομοκρατική επίθεση κατά των διδύμων πύργων στη Νέα Υόρκη στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001, η 9/11, «εγκαινιάζοντας» με το φοβερό αυτό πάταγο και τον κουρνιαχτό της σκόνης τον 21ο αιώνα.

Καρδιά του βιβλίου αποτελούν η έγκαιρη διάγνωση και ανάλυση των αναπόφευκτων αμερικανικών αντιδράσεων, της μοναδικής υπερδύναμης, που κατέληξαν στις επεμβάσεις στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Παράλληλα, οι ανάγκες προσαρμογής της πολιτικής της Ευρώπης με έκδηλη την αδυναμία της όχι μόνο να δράσει αυτόνομα αλλά και αναχθεί σε δυναμικό, ισότιμο παγκόσμιο παίκτη. Επίσης, το πρόβλημα προσαρμογής της Ελλάδας στα νέα δεδομένα ούτως ώστε να εξυπηρετηθούν καλύτερα τα συμφέροντα της χώρας. Σημαντικό συμπλήρωμα οι ελληνοτουρκικές σχέσεις στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ (κεφ. τέταρτο). Την ανάλυση διαπερνά η έκδηλη αγωνία να μη μείνει η Ελλάδα «εκτός νυμφώνος».

Κατ’ αρχάς, έχει ενδιαφέρον να επισημάνει κανείς ότι ο ίδιος, μεταβαίνοντας στις Βρυξέλλες για να αναλάβει το πόστο του, θεωρούσε το ΝΑΤΟ ως «απολίθωμα του Ψυχρού Πολέμου», όπως γράφει στον πρόλογο του βιβλίου του. Περιττό να προσθέσω ότι οι απόψεις του μεταβλήθηκαν άρδην σε σύντομο χρονικό διάστημα. Δικαίως.

Δεν είναι δυνατόν να παραθέσει κανείς εδώ όλα τα «επεισόδια», που τόσο γλαφυρά αλλά και ψυχρά περιγράφει ο ίδιος ούτε να αναφερθεί στις απόψεις του σε καίρια θέματα. Ως επαγγελματίας διπλωμάτης ορθώς υποστηρίζει ότι στον τομέα αυτό μετράνε η γνώση, η διαπραγματευτική ικανότητα, η ψυχρή κι όχι συναισθηματική προσέγγιση και ανάλυση των ζητημάτων, οι προσωπικές σχέσεις, το πότε και σε ποιον μιλάς, τελικά περισσότερο οι εμπειρίες και η πρακτική, να γνωρίζει δηλαδή κανείς καλά «πρόσωπα, πράγματα, διαδικασίες», παρά οι θεωρητικές γνώσεις επί του αντικειμένου. Και μάλλον έχει δίκαιο, εν μέρει τουλάχιστον, εφόσον και διεθνώς υπάρχουν περιπτώσεις εξαιρετικών διπλωματών ακαδημαϊκής προέλευσης.

Ως οπαδός της ρεαλιστικής σχολής ο Κασκαρέλης είναι αρκούντως κυνικός και ψυχρός, μακράν κάθε ηθικολογίας, υποστηρίζοντας το αυτονόητο. Όπως γράφει: Είναι πολύ απλό: αν δεν δώσεις, δεν παίρνεις. Quid pro quo. Αυτό είναι το όνομα του παιγνιδιού. Δυστυχώς, δεν είναι επιτραπέζιο.

Ο Κασκαρέλης είναι επίσης σφόδρα επικριτικός απέναντι στις πολιτικές ηγεσίες που ενώ αντιλαμβάνονται τη διεθνή πραγματικότητα και τους συσχετισμούς εντούτοις, για μικροκομματικούς λόγους, δεν έχουν το θάρρος να πάρουν δύσκολες αποφάσεις. Δεν υποστηρίζουν και δεν υπερασπίζουν στο εσωτερικό τις αναγκαίες επιλογές που πρέπει κάθε φορά να κάνει η χώρα για να παραμένει σε κάποιο βαθμό υπολογίσιμος παίκτης εντός των συμμαχιών της αλλά και ευρύτερα. Η κοινή γνώμη μαστιγώνεται με απίθανους μύθους και δεν είναι σε θέση να αντιληφτεί πώς μπορεί να αξιοποιηθεί και να αναβαθμιστεί με μια μάχιμη πολυμερή διπλωματία το οιοδήποτε «ειδικό βάρος» της χώρας και το κύρος της, από τα οποία εξαρτώνται σχεδόν τα πάντα στις διεθνείς σχέσεις.

Δεν είναι περίεργο που θεωρεί «ανεξήγητη από λογικής πλευράς» την υποστήριξη άνευ όρων της κοινής γνώμης προς τη Σερβία, μιας χώρας ιστορικά ανταγωνιστικής προς την Ελλάδα (σελ. 96).

Αναφορικά με το ΝΑΤΟ, ας σημειώσουμε ότι η Ελλάδα εντάχτηκε το 1952. Ωστόσο, εσφαλμένα αποχώρησε από το στρατιωτικό του σκέλος επί κυβερνήσεως Κ. Καραμανλή τον Αύγουστο του 1974, ως αντίδραση απέναντι στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Επανήλθε, όμως, επί κυβερνήσεως Γ. Ράλλη τον Οκτώβριο του 1980 υπό τη σφοδρή αντίδραση του ΠΑΣΟΚ από τη θέση τότε της αξιωματικής αντιπολίτευσης αλλά και του ΚΚΕ.

Τα αισθήματα της κοινής γνώμης απέναντι στη Συμμαχία ήταν γνωστά και απολύτως εχθρικά, εντάθηκαν δε στην εποχή συνθημάτων τύπου «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο». ΤΟ ΝΑΤΟ υπήρξε πάντα κύριος στόχος της αριστερής και αριστερόστροφης προπαγάνδας. Οι κατάρες εναντίον του φυσικά πολλαπλασιάστηκαν κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας (1967-1974) και με τους βομβαρδισμούς κατά της Σερβίας το 1999.

Λίγο αργότερα, το ελληνικό φρενοκομείο εμπλουτίστηκε με νέο υλικό, λόγω της οικονομικής κρίσης του 2008, της χρεοκοπίας της χώρας και της αντιμνημονιακής παραφροσύνης και απάτης. Οκτώ χρόνια αργότερα είμαστε η μοναδική χώρα που βρίσκεται ακόμα σε Μνημόνια. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες για τις τάσεις της κοινής γνώμης 6 στους 10 πιστεύουν ότι η χώρα μας ζημιώθηκε από το ευρώ, το ήμισυ σχεδόν θέλει να φύγουμε και από την ΕΕ κι ας γέμισε η χώρα με εκατοντάδες δισεκατομμυρίων επιδοτήσεων, βοήθειας, δανείων και τα συναφή που τη μεταμόρφωσαν στην κυριολεξία διασφαλίζοντας τη δημοκρατία και την ευημερία των πολιτών και αναβαθμίζοντας την ασφάλεια και τη γεωπολιτική της θέση. Κανένα ρόλο δεν παίζει που είμαστε το πιο ευνοημένο κράτος-μέλος της Ένωσης από άποψη κατά κεφαλήν καθαρών εισροών του κοινοτικού προϋπολογισμού. Που το κατά κεφαλήν εισόδημα της χώρας τριπλασιάστηκε μέσα σε 30 χρόνια. Κι αυτό δεν έχει καμιά σημασία. Ούτε καμιά σημασία έχει ότι οι νέοι της πατρίδας μας που την εγκαταλείπουν κατά εκατοντάδες χιλιάδων για να βρουν μια καλύτερη τύχη στα «ξένα», δεν μεταβαίνουν στη Βενεζουέλα, την Κούβα ή την Ρωσία αλλά σε ευρωπαϊκές και άλλες προηγμένες δυτικές χώρες. Εντούτοις, ως περισσότερο φιλική χώρα θεωρείται η πατρίδα του «ξανθού γένους» με 43% και έπονται οι ΗΠΑ με 13% και η Γερμανία με 11%, ενώ από τους ηγέτες εκτιμάται περισσότερο ο Πούτιν με 39% και έπεται η Μέρκελ με 11%.

Δεν απέχουμε και πολύ, θα έλεγα, ίσως με κάποια δόση κάποιας μικρής υπερβολής, από τη δική μας «Τέλεια Καταιγίδα», την πλήρη κατάρρευση, το τελευταίο καρφί στο φέρετρο ενός αποτυχημένου κράτους. Είναι τραγικό να πιστεύουμε ότι ο κόσμος χωρίζεται σε «φιλέλληνες» και «ανθέλληνες». Αποτελεί αποκύημα της φαντασίας μας, αλλά και βολικό άλλοθι για τις πολιτικές ηγεσίες. Είναι μια πολύ εύκολη και «κατανοητή» από την κοινή γνώμη εξήγηση. Οι πολιτικές ηγεσίες με άνεση υποδαυλίζουν το αίσθημα ότι ως χώρα ήμαστε η μοναδική που κατέχει περίοπτη θέση στο λόφο της ηθικής ανωτερότητας και αθωότητας πυροβολώντας και καταγγέλλοντας αφ’ υψηλού όλους τους άλλους σε μια αέναη άσκηση εθνοκεντρικού ναρκισσισμού και ομφαλοσκόπησης. Αυτό, όμως, το βασικό συστατικό της εθνικής και πολιτικής μας κουλτούρας, εμποδίζει την ορθή στάθμιση των εθνικών μας συμφερόντων και κατά συνέπεια τη διεκδίκησή τους και οδηγεί στην άρνηση ακόμη κάποιας στοιχειώδους άσκησης αυτοκριτικής και αναστοχαστικής αυτογνωσίας που έχει πάντα ως αφετηρία τις πολιτικές ηγεσίες. Ακολουθείται, έτσι, η εύκολη και εύπιστη οδός της μετάθεσης ευθυνών στους «ξένους» και της κατασκευής «εχθρών του έθνους», άθλημα στο οποίο διαπρέπουμε συλλογικά, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, είτε πρόκειται για τους υπερατλαντικούς «φονιάδες των λαών» είτε για τη Μέρκελ, τον Σόιμπλε, το «ευρω-ιερατείο», τους εταίρους μας στην ΕΕ -που μεταβλήθηκαν εν μια νυκτί σε αιμοδιψείς τοκογλύφους- και κατά περίπτωση άλλους. Το τίμημα του στρουθοκαμηλισμού, για λόγους εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης, είναι συνήθως βαρύτατο. Η διαμόρφωση μιας τέτοιας κοινής γνώμης έρχεται μετά να αποτελέσει το κυριότερο εμπόδιο στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής.

Αδυναμία λήψης γρήγορων αποφάσεων, έλλειψη στρατηγικής και προληπτικών κινήσεων, αντιδράσεις εκ των υστέρων κι όχι ενεργές πρωτοβουλίες, επιμονή σε στείρες πολιτικές, αδράνεια, ερασιτεχνισμός, συμπλεγματική συμπεριφορά, χρόνιες και ανώφελες εκκρεμότητες χαρακτηρίζουν την ελληνική εξωτερική πολιτική. Η ευθύνη, φυσικά, ανήκει κατά κύριο λόγο στις πολιτικές ηγεσίες, στην έλλειψη ουσιαστικών μηχανισμών επεξεργασίας και σχεδιασμού πολιτικής καθώς και στον τρόπο λήψης των αποφάσεων.

(Παρενθετικά, εκτός ΝΑΤΟ, είναι φανερό ότι τόσο η ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ (1/1/2001) όσο και η διασφάλιση της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ (1/1/2004) «χωρίς την επίλυση του πολιτικού προβλήματος», καθώς και η στροφή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις (Σύνοδος Κορυφής Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι, Δεκ. 1999), για να δώσω ορισμένα ενδεικτικά αλλά χαρακτηριστικά παραδείγματα, δεν θα μπορούσαν να είχαν επιτευχθεί χωρίς σκέψη, γνώση, σχεδίασμά και ανάλογη διπλωματική προετοιμασία και κινήσεις).

Κατά συνέπεια, ο συγγραφέας θεωρεί ότι η σταθερή, σταδιακή εξαφάνιση της χώρας ακόμα και από το «ζωτικό της χώρο», τα Βαλκάνια, και η περιθωριοποίησή της αποτελούν συνέπεια της συμπεριφοράς αυτής και δεν εκπλήσσεται καθόλου για τη σημερινή κατάληξη.

Στον επίλογο του βιβλίου καταλήγει με μια πικρή εκτίμηση: «..η Αθήνα βυθίζεται κάθε μέρα και περισσότερο στην περιοχή της αβεβαιότητας και της κρίσης, με απρόβλεπτες λόγω της ρευστότητας των δεδομένων καταστροφικές συνέπειες».

Ασφαλώς το βιβλίο, γραμμένο με εμφανές πάθος για την καλύτερη υπηρέτηση των ελληνικών συμφερόντων και αγάπη για την πατρίδα, προβάλλει τις προσωπικές απόψεις και εκτιμήσεις του συγγραφέα και επιδιώκει τη δικαίωσή τους. Στηρίζεται εμφανώς σε σημειώσεις του από την πολυσχιδή και έντονη δραστηριότητα του ιδίου (και των συνεργατών του) και στις δικές του σκέψεις, αναλύσεις και εισηγήσεις, συχνά, καθώς υποστηρίζει, εις ώτα μη ακουόντων ή σε συνθήκες αδράνειας ή απόλυτης σιγής των αποδεκτών.

Είναι απόλυτα θεμιτή και κατανοητή μια τέτοια στάση. Καθόσον δεν είναι δυνατόν για τον αναγνώστη να έχει πρόσβαση σε όλα τα σχετικά έγγραφα ή τις γραπτές οδηγίες των υπηρεσιακών παραγόντων της Κεντρικής Υπηρεσίας του ΥΠΕΞ, άλλων υπουργείων και κρατικών υπηρεσιών ή των πολιτικών του προϊσταμένων της περιόδου εκείνης (οι προφορικές δεν καταγράφονται ούτε είναι δυνατόν να ελεγχθούν), η αντίκρουση των ισχυρισμών του δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο από αυτούς που γνωρίζουν. Επομένως, αυτοί φέρουν και το βάρος των αποδείξεων περί του εναντίου.

Πόσο μάλλον όταν σε πάρα πολλές περιπτώσεις, αν όχι στην πλειονότητά τους, φαίνεται να ισχύει ο κανόνας -δικλείδα ασφαλείας και αυτοπροστασίας- της πρότασης με την οποία τελειώνουν συνήθως όλα τα διπλωματικά έγγραφα-εισηγήσεις σοβαρών θεραπόντων της διπλωματικής πρακτικής προς την Κεντρική Υπηρεσία, κυρίως σε επείγουσες περιστάσεις:

«Πλην αντιθέτων οδηγιών προτίθεμαι μέχρι αύριο…».

Η τετριμμένη αυτή πρόταση τα λέει όλα και κατά τα γραφόμενα του Κασκα- ρέλη φαίνεται να ισχύει κατά κόρον στην περίπτωσή του.

Κατά συνέπεια, έχει κάθε λόγο να υποστηρίζει ότι τόσο ο ίδιος όσο και η Μόνιμη Αντιπροσωπεία στο ΝΑΤΟ αποτέλεσαν καθοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση πολιτικών και επέτυχαν πάρα πολλά και σημαντικά, δίνοντας στη χώρα «φωνή», αξιοπιστία και αξιόλογους ρόλους στην περιοχή της.

Υ.Γ: Ο συγγραφέας, που στη συνέχεια (2005-2009) υπηρέτησε ως επικεφαλής της Μόνιμης Ελληνικής Αντιπροσωπίας (ΜΕΑ) στις Βρυξέλλες και ως πρέσβης της χώρας μας στην Ουάσιγκτον (2009-2012), τερμάτισε δε τη διπλωματική του σταδιοδρομία ως γενικός γραμματέας του ΥΠΕΞ, έχει, ενδεχομένως, πολλά ακόμα να μας «αφηγηθεί».