Η εκδίκηση του «αποστάτη» Κάουτσκυ

ΑΝΤΙΠΑΛΟΣ ΤΟΥ ΛΕΝΙΝ, ΚΑΤΗΓΓΕΙΛΕ ΠΡΩΤΟΣ ΤΟ ΑΝΤΙΑΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΤΩΝ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΩΝ

Ο Λένιν μιλάει στο πλήθος τις πρώτες ημέρες της επικράτησης του Μπολσεβικισμού στη Ρωσία. Ο πρώτος μεγάλος τον αντίπαλος, ο Κάοντσκυ άσκησε δριμεία κριτική υποστηρίζοντας ότι προϋπόθεση του σοσιαλισμού αποτελεί η δημοκρατία.

Όταν πέθανε ο Λένιν, ο ανταποκριτής της «Ισβέστια» στο Βερολίνο Πάνσκι-Σόλσκι ζήτησε από τον Καρλ Κάουτσκυ να γράψει ένα άρθρο για την πολιτική προσωπικότητα και προσφορά του σοβιετικού ηγέτη στην εφημερίδα της σοβιετικής κυβέρνησης. Αίτημα παράδοξο, λόγω της έντονης διαμάχης μεταξύ των δύο ανδρών, που όμως έγινε αποδεκτό.

Η «Ισβέστια» – δημοσίευσε το άρθρο του Κάουτσκυ με το σχόλιο ότι ακόμα κι ένας «ανοιχτός εχθρός του Λενινισμού», όπως ο Κάουτσκυ, παραδεχόταν το μεγάλο ανάστημα και την ευφυΐα του ηγέτη της «προλεταριακής επανάστασης».

Πράγματι, ο Κάουτσκυ δεν είχε καμία δυσκολία να αναγνωρίσει στον Λένιν τη «γιγάντια ιστορική μορφή», τις αρετές του ως επαναστάτη αλλά και πολιτικού, αλλά ταυτόχρονα του κατελόγιζε την αδυναμία του να κατανοήσει τη Δύση, μολονότι είχε ζήσει αρκετά χρόνια εκεί ως πρόσφυγας.

Του κατελόγιζε ακόμα την εκμετάλλευση της πολιτικής αδυναμίας των μαζών, εργατών και αγροτών, τους οποίους υπέταξε στη δικτατορία του κόμματος.

Ο Κάουτσκυ πίστευε ότι οι ίδιες αυτές «μάζες» ήταν πολύ καθυστερημένες και στερούντο πολιτικής και οργανωτικής πείρας ώστε να μπορέσουν να δημιουργήσουν και να εδραιώσουν μια νέα τάξη πραγμάτων στη Ρωσία, κι όταν τελικά ο Λένιν δεν ήταν παρά ένας «Μπίσμαρκ του προλεταριάτου». Και επεσήμανε την ιστορική αντίφαση του Λένιν που είχε οδηγήσει την προλεταριακή επανάσταση στη νίκη αλλά ταυτόχρονα την κατέστησε ανίκανη να καρποφορήσει.

Μολονότι γενναιόδωρος απέναντι στον Λένιν, ο Κάουτσκυ δεν έκανε παραχωρήσεις στις εκτιμήσεις του για το «πείραμα του Οκτώβρη». Γι αυτόν ο Μπολσεβικισμός είχε δημιουργήσει μια καταπιεστική μηχανή που καταβρόχθιζε τα παιδιά του, μια μηχανή που λειτουργούσε μ’ έναν και μοναδικό κανόνα: τη διευθέτηση των πολιτικών προβλημάτων με την οργανωμένη βία. Κι απ’ τη στιγμή που η μηχανή αυτή ανεδείχθη σε σύστημα, απέκτησε μια τεχνική ανεξαρτησία δική της: όσοι την ήλεγχαν θα μπορούσαν να κατακρεουργούν τους αρχικούς εμπνευστές της, κατά βούληση.

Μετά το 1918 ο Κάουτσκυ αφιέρωσε τη δραστηριότητά του κυρίως σε μια ιδεολογική σταυροφορία εναντίον του Μπολσεβικισμού γράφοντας πολλά βιβλία, φυλλάδια και άρθρα. Τις βασικές του θέσεις εναντίον του μπολσεβίκικου καθεστώτος που περιέχονται κυρίως στα βιβλία του Δημοκρατία ή Δικτατορία, Η Δικτατορία του Προλεταριάτου (1918) και Τρομοκρατία και Κομμουνισμός (1919), πολέμησαν με πάθος ο Λένιν (Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκυ 1918) και ο Τρότσκυ (Τρομοκρατία και Κομμουνισμός- 1920).

Στην άμεση ανταπάντησή του ο Λένιν δεν φείδεται κοσμητικών επιθέτων για να κατακεραυνώσει τον «αποστάτη». Κάουτσκυ, τον οποίον επανειλημμένα χαρακτηρίζει «λακέ της αστικής τάξης».1

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πολεμική του Λένιν και του Τρότσκυ εναντίον του Κάουτσκυ χρησιμοποιούσε την πολιτική γλώσσα της κομματικής διαπάλης και υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταδειχθεί η μοναδικότητα του ρωσικού πρότυπου επανάστασης με την απόλυτη δικτατορία του κόμματος.

Υπήρχε ακόμα η ιδιαίτερη δυσκολία εξοστρακισμού του Κάουτσκυ όχι μόνο γιατί ο ίδιος ο Λένιν, στην περίοδο της Δεύτερης Διεθνούς, τον είχε αναγορεύσει κορυφαίο θεωρητικό του μαρξισμού και τον πιο έγκυρο και νόμιμο θεωρητικό κληρονόμο του Μαρξ και του Εγκελς, αλλά και γιατί ο Κάουτσκυ ήταν επίσης γνωστός για τη θεωρητική του πόλη ενάντια στον ρεβιζιονισμό. Αντίπαλος, δηλαδή, δύσκολος.

Διαφορετικές αντιλήψεις

Κατά συνέπεια, δεν επρόκειτο στην ουσία για καμιά «αποστασία» ή «προδοσία» του Κάουτσκυ -ανεξάρτητα αν ο ίδιος είχε μετακινηθεί σε πιο μετριοπαθείς πολιτικές θέσεις- παραμένοντας ωστόσο σταθερά μέσα στο πλαίσιο των γενικών αντιλήψεών του για τη δημοκρατία, τον σοσιαλισμό και το κράτος -αλλά για σύγκρουση δύο διαφορετικών αντιλήψεων περί σοσιαλισμού.

Ακρογωνιαίος λίθος της κριτικής του Κάουτσκυ απέναντι στον Μπολσεβικισμό ήταν η δημοκρατία και η δημοκρατική μέθοδος με την έννοια του κοινοβουλευτισμού, του πολυκομματισμού, των πολιτικών και ατομικών ελευθεριών.

Ο σοσιαλισμός ήταν αδιανόητος χωρίς δημοκρατία, ουσιαστικά ανύπαρκτος. Ήταν όμως ταυτόσημος με τη δημοκρατική οργάνωση της κοινωνίας. Ο Κάουτσκυ πίστευε βαθιά στην ηθική – πολιτιστική παράδοση του φιλελεύθερου ουμανισμού και στους άρρηκτους δεσμούς μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης, σοσιαλισμού και δημοκρατίας.

«Όσο πιο καπιταλιστικό είναι το κράτος από τη μια μεριά», έγραφε, «κι όσο πιο δημοκρατικό από την άλλη, τόσο πιο κοντά βρίσκεται στο σοσιαλισμό. Όσο πιο δημοκρατικό είναι το κράτος, τόσο καλύτερα οργανωμένη και εκπαιδευμένη είναι η εργατική τάξη».

Η πρωτόπλαστη αμαρτία του Μπολσεβικισμού ήταν περισσότερο από μια πρόωρη γέννηση, ήταν έκτρωμα. Η δικτατορία της μειοψηφίας μπορούσε να επιβληθεί μόνο με γραφειοκρατικές και αστυνομικές μεθόδους. Το σύστημα της εξουσίας που διαμόρφωσαν οι Μπολσεβίκοι μετέβαλε αναπόφευκτα το προλεταριάτο σε «ένοπλη αριστοκρατία», ανίκανη να χειραφετήσει και τον εαυτό του και την κοινωνία. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα κάθε οργανωμένης και συστηματικής βίας για τον διακανονισμό των κοινωνικών σχέσεων ήταν μια καισαρική δομή που κατέληγε σε προσωπική δικτατορία.

Το πραξικόπημα του Οκτωβρίου

Οι οργανωμένοι Μπολσεβίκοι κατάφεραν να κατακτήσουν την εξουσία, με πραξικόπημα, αλλά μετά την κατάκτησή της η κοινωνική καθυστέρηση στράφηκε εναντίον τους. Έχοντας έρθει στην εξουσία χωρίς τη συναίνεση της πλειοψηφίας μπορούσαν τώρα να την κρατήσουν μόνο χρησιμοποιώντας τις πιο αντιδραστικές αστικές μεθόδους. Η βίαια κατάπνιξη κάθε αντιπολίτευσης απέβη κυβερνώσα αρχή. Ο Κάουτσκυ υποστήριξε ακόμα ότι η «ταξική δημοκρατία» ήταν ανέφικτη διότι η κατάργηση της δημοκρατίας για τις «εχθρικές τάξεις» οδήγησε στην οικοδόμηση ενός αυταρχικού μηχανισμού ελέγχων που αφορούσε πλέον τις ίδιες τις «πολιτικά προνομιούχες τάξεις», εφ’ όσον η διαφωνία θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν παραχώρηση απέναντι στον ταξικό εχθρό.

Ο Κάουτσκυ προέβλεψε τη δημιουργία ενός στρατιωτικού -γραφειοκρατικού μηχανισμού για την υπεράσπιση του πολιτικού μονοπωλίου του κόμματος. Το προλεταριάτο παρέδιδε έτσι την εξουσία στους επαγγελματίες της οργανωμένης βίας.

Υποστήριξε ακόμα ότι η στάση του απέναντι στη ρωσική επανάσταση είχε πολλά κοινά σημεία με την κριτική της Ρόζας Λούξεμπουργκ στο θέμα της δημοκρατίας, μολονότι η αντίληψη της Πολωνέζας επαναστάτριας ήταν «σοβιετική» και όχι κοινοβουλευτική, όπως η δική του.

Το 1919 ο Κάουτσκυ είχε κιόλας καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το καθεστώς στη Ρωσία, χτισμένο στα θεμέλια της δικτατορίας της κομματικής ηγεσίας, ήταν πολιτικά και οικονομικά πιο καταπιεστικό για την εργατική τάξη απ’ ό,τι το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Προέβλεψε επίσης τη χρεοκοπία της Κομμουνιστικής Διεθνούς και το 1931 διακήρυττε ότι ο μπολσεβικισμός ήταν χειρότερος από τον βοναπαρτισμό.

Χαρακτήρισε τον σταλινισμό σαν «αυθαιρεσία χωρίς όρια» στηριγμένη στο στρατό, τη γραφειοκρατία και την πολιτική αστυνομία. Αυτή η απόλυτη εξουσία είχε σαν νόμο την ανελέητη και διαρκή εκκαθάριση των ίδιων των γραμμών της.

Ο σταλινισμός δεν ήταν παρά μια προέκταση του λενινισμού. Έχτισε στα θεμέλιά του.

Πολιτική δημοκρατία

Για τον Κάουτσκυ η πολιτική δημοκρατία προσλάμβανε τον χαρακτήρα ενός αναγκαίου και αποφασιστικού όρου για την ανάπτυξη του σοσιαλισμού. Γι’ αυτό, όταν ο φασισμός έκανε την εμφάνισή του στην Ευρώπη, ο Κάουτσκυ επέμεινε ότι το πρωταρχικό και ανώτατο καθήκον του εργατικού κινήματος ήταν η επανάκτηση της πολιτικής δημοκρατίας.

Ήταν επίσης ο πρώτος που μίλησε για «νέα τάξη» στη Σοβιετική Ένωση πολύ πιο πριν από τον Rizzi, το Burnham ή τον Djilas, για ταξική καταπίεση που ήταν πολύ πιο οδηνηρή από τον καπιταλισμό στην «αστική – δημοκρατική μορφή του».

Σοσιαλισμός και δημοκρατία

Αλλά, εν κατακλείδι, η ουσία των απόψεων του Κάουτσκυ μπορεί να συνοψισθεί στη θέση περί της υποχρεωτικής σύνδεσης σοσιαλισμού και δημοκρατίας. Αυτό τον έφερε σε αντίθεση ακόμα και με τους Αυστρο-Μαρξιστές όπως τον Adler και τον Otto Bauer. Ο τελευταίος υποστήριξε τους «διαφορετικούς δρόμους προς τον σοσιαλισμό» στην Ανατολή και τη Δύση. Στο Συνέδριο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, που έγινε στη Βιέννη το 1931, ο Bauer παρουσίασε την ανάλυσή του για τους ποικίλους δρόμους προς τον σοσιαλισμό, υποστηρίζοντας κι αυτόν της βίας, της δικτατορίας και της τρομοκρατίας (με ιστορικό παράδειγμα βέβαια τη ρωσική επανάσταση) και ταυτόχρονα τον «δημοκρατικό δρόμο», σαν επιθυμητό για την Δύση.

Σφοδρά αντίθετος σ’ αυτήν την τοποθέτηση ήταν ο Κάουτσκυ. Δεν αποδεχόταν τη δυνατότητα διαφορετικών δρόμων προς τον σοσιαλισμό, μόνο διαφορετικών εφαρμογών της δημοκρατίας. Η δικτατορία καταστρέφει όχι μόνο την αντίδραση αλλά και την επανάσταση. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να εκφραστεί το προλεταριάτο είναι η δημοκρατία. Η βία συγχωρείται μόνο όταν πρόκειται να αποκτηθεί η χαμένη δημοκρατία. Υπάρχει μόνο ένας δρόμος προς τον σοσιαλισμό, αυτός της δημοκρατίας. Όταν ο δρόμος αυτός είναι κλειστός σε μας, πρέπει να τον ξανανοίξουμε πριν πάρουμε τον δρόμο για τον σοσιαλισμό, επιχειρηματολογούσε.

Τέτοιες απόψεις βέβαια δεν μπορούσαν να ευδοκιμήσουν στο εργατικό κίνημα της εποχής, που ποδηγετήθηκε από τα πιστά στην Γ’ Διεθνή Κομμουνιστικά Κόμματα. Ακόμα και σήμερα είναι αμφίβολο πόσοι γνωρίζουν το έργο του ή πόσοι θα ήταν διατεθειμένοι να προχωρήσουν πέρα από την «αποστασία» του.

Γεγονός όμως είναι ότι οι δικές του θεωρητικές προσεγγίσεις και πολιτικές αρχές αποτέλεσαν σιωπηρό την βάση πάνω στην οποία ορισμένα δυτικά ΚΚ επεξεργάστηκαν τον «δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό» ή υιοθέτησαν ευρωκομμουνιστικές θέσεις, στην προσπάθειά τους να I μετεξελιχθούν και να εκσυγχρονιστούν. Ο «αποστάτης» Κάουτσκυ παρέμεινε ο αφανής τους οδηγός και θεωρητικός τους σύμβουλος.

Η δικαίωση

Η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης αποτελεί βέβαια πανηγυρική επιβεβαίωση των θέσεων του Κάουτσκυ, μολονότι όσοι έχουν εναπομείνει στις χώρες αυτές, πιστοί σε κάποιο είδος δημοκρατικού σοσιαλισμού, είναι αμφίβολο αν θα ανατρέξουν στη δική του επιχειρηματολογία ή θα αναζητήσουν να εμπνευστούν από το έργο του.

Η ιδεολογική και πολιτική πάλη, διεξάγεται πάντα με τις ιστορικές προσλαμβάνουσες και την παράδοση κάθε χώρας. Ο Γκορμπατσώφ είναι υποχρεωμένος να αναζητήσει στις γραφές του Μαρξ και του Λένιν την δικαίωση «εκδημοκρατισμού» του συστήματος το οποίο κληρονόμησε.

Η εκδίκηση του «αποστάτη» Κάουτσκυ είναι η δικαίωση των θέσεων του για την τύχη της ρωσικής επανάστασης. Αν δεν φαίνεται και τόσο επίκαιρος σήμερα, είναι επειδή η άποψη για τον ένα και μοναδικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό, τον δρόμο της δημοκρατίας, αποτελεί πλέον αυτονόητη προϋπόθεση για κάθε πολιτική πρόταση «σοσιαλιστικού» περιεχομένου.

  1. Βλ. «Η Προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκυ» σε μετάφραση Λ. Μιχαήλ, έκδοση Δουκάτου, Αθήνα 1945. (Ίσως να είναι και η πρώτη έκδοση του έργου στην Ελλάδα).