Τα πολιτισμικά προϊόντα σε κίνδυνο…

Η εθνική χρηματοδότηση και η κοινοτική παρεμβατική θα προστατεύσουν το πνευματικό έργο

Το πρόσφατο Φεστιβάλ Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη θα έπρεπε κανονικό να δώσει το έναυσμα για μια σοβαρή δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα τόσο για τις γενικότερες συνθήκες παραγωγής των «πολιτιστικών προϊόντων» και την κατάσταση της «πολιτιστικής βιομηχανίας» μας όσο και για την «ανταγωνιστικότητα» της στον ευρωπαϊκό οπτικοακουστικό χώρο.

Η εσωτερική πολιτική κατάσταση μονοπώλησε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης στο τελευταίο διάστημα και πιθανότατα δεν άφησε πολλά περιθώρια δημοσίου διαλόγου σ’ ένα τόσο σοβαρό θέμα, μολονότι τόσο οι ελληνικές επαγγελματικές οργανώσεις όσο και οι θέσεις που αναπτύχθηκαν στα αρμόδια κοινοτικά όργανα συνηγόρησαν ένθερμα υπέρ της προστασίας και ενίσχυσης των «πολιτιστικών προϊόντων» της Ευρώπης έναντι της συνθλιπτικής αμερικανικής επικυριαρχίας στον ευρωπαϊκό οπτικοακουστικό χώρο. Το έπος των δεινοσαύρων (Jurassic Park) του Spielberg που, καθώς φαίνεται, θα καταρρίψει κάθε ρεκόρ εισπράξεων, αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου.

Γιατί η μάχη μαίνεται ακόμη στις συνομιλίες της GATT (Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου) σχετικά με την «πολιτισμική εξαίρεση», την εξαίρεση δηλαδή του πολιτισμού από τις διαπραγματεύσεις ή την «πολιτισμική ιδιαιτερότητα», την ιδιαίτερη δηλαδή μεταχείριση των «πολιτιστικών προϊόντων» από τη συμφωνία μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής. Υποτίθεται ότι η λεγάμενη συμφωνία που είχαν συνάψει το δύο μέρη το Νοέμβριο του 1992 στο «Blair House» έχει καταληκτική ημερομηνία την 15η Δεκεμβρίου του τρέχοντος έτους. Ωστόσο, τα αγροτικό καθώς και τα πολιτιστικά προϊόντα αποτελούν το βασικό παράγοντα για την τελμάτωση των συνομιλιών λόγω των αντιρρήσεων κυρίως της Γαλλίας που υψώνει τη σημαία της προστασίας της εθνικής ταυτότητας και της εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς.

Η γαλλική άμυνα

Η γαλλική στάση δεν είναι καθόλου άνευ ερεισμάτων, πέραν των λόγων εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης και του κλονιζόμενου μεν αλλά υπαρκτού και πολιτικά ισχυρού αγροτικού πυλώνα της γαλλικής κουλτούρας.

Η αμερικανική διείσδυση στον ευρωπαϊκό οπτικοακουστικό χώρο έχει πάρει τρομακτικές και ίσως μη αναστρέψιμες πλέον διαστάσεις. Το μερίδιο του αμερικανικού κινηματογράφου στην ευρωπαϊκή αγορά, για παράδειγμα, υπερβαίνει κατά μέσον όρο το 70% με προεξέχουσες περιπτώσεις τη Βρετανία (93%), την Ιρλανδία (91,5%) και την Ελλάδα (88%) και με ασθμαίνουσα «εξαίρεση» τη Γαλλία (58,7%) που εξακολουθεί ακόμη να αντιστέκεται Στον τηλεοπτικό χώρο η ευρωπαϊκή παραγωγή καλύπτει μόνο το 40%-50% του τηλεοπτικού χρόνου.

Το ευρωπαϊκό οπτικοακουστικό εμπορικό έλλειμμα ανέρχεται σε 3,5 δισ. δολ. περίπου καθώς η ευρωπαϊκή παραγωγή ελάχιστα έχει διεισδύσει στον αμερικανικό χώρο για πολλούς και διάφορους λόγους. Αντίθετα, ο αμερικανικός κλάδος των οπτικοακουστικών είναι ο δεύτερος στον πίνακα των εξαγωγών. Μεγάλα συμφέροντα, λοιπόν, διακυβεύονται ενώ ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες μαζί με τη Γαλλία σε μια δράση οπισθοφυλακών μάλλον προσπαθούν τελικά να εμποδίσουν την πλήρη επικράτηση της αμερικανικής παραγωγής στην ευρωπαϊκή οπτικοακουστική αγορά.

Πέραν των εμπλεκόμενων συμφερόντων η πολιτισμική σύγκρουση των δύο ηπείρων, Ευρωπαϊκής Κοινότητος και ΗΠΑ, έχει ως υπόβαθρο δύο διαφορετικές αντιλήψεις περί των «πολιτιστικών προϊόντων»:

Η αμερικανική αντίληψη, που έχει αρκετούς οπαδούς και στην Ευρώπη, υποστηρίζει ότι η διακίνηση πρέπει να είναι ελεύθερη, σε καθεστώς ελεύθερης αγοράς κι ότι τα πολιτιστικά προϊόντα δε διαφέρουν σε τίποτα από τα άλλα προϊόντα. Αν το ευρωπαϊκό κοινό προτιμά το δικά τους «προϊόντα» δεν αντιλαμβάνονται γιατί δε θα πρέπει, οι καταναλωτές, να αφεθούν ελεύθεροι να κάνουν την επιλογή τους χωρίς απαγορεύσεις και περιορισμούς. Αν οι Ευρωπαίοι, λένε, έφτιαχναν «οπτικοακουστικό προϊόντα» εξίσου καλά όπως τα τυριά τους δε θα είχαν πρόβλημα.

Απέναντι στην αντίληψη αυτή που αφήνει τα πάντα στις αυτορυθμιστικές λειτουργίες της ελεύθερης αγοράς αντιπαραβάλλεται η αντίληψη ότι τα «δημιουργήματα του πνεύματος» δεν είναι «εμπορεύματα» κι ότι οι πολιτιστικές υπηρεσίες δεν είναι απλώς εμπορευματικές υπηρεσίες.

«Αυτό που διακυβεύεται», είπε πρόσφατα ο πρόεδρος Μιτεράν, «είναι η πολιτιστική ταυτότητα των εθνών μας, το δικαίωμα κάθε λαού να επιλέγει την κουλτούρα του, είναι η ελευθερία να δημιουργεί και να επιλέγει τις εικόνες του», καθώς μάλιστα στη σημερινή εποχή συνείδηση, φαντασία και γνώση διαμορφώνονται όλο και περισσότερο από την εικόνα. Πρόκειται δλαδή για ένα πεδίο «εικόνων» με πολύπλοκη διάρθρωση και με καθοριστικό ρόλο στην άρθρωση των ιστορικών εθνικών ταυτοτήτων και συλλογικών εθνικών φαντασιώσεων και μυθολογιών.

Προστασία και παρεμβατική πολιτική

Η έννοια της προστασία: των «έργων τον πολιτισμού» έχει πολλές μορφές: πρόσφατα το Συμβούλιο Εθνικών Συλλόγων αγόρασε το εικονιζόμενο άγαλμα τον Σαμψών, που αποδίδεται στον Τζιανμπολόνια (1560), το οποίο ήδη εκτίθεται στο Μουσείο Βικτωρίας και Αλβέρτου τον Λονδίνου. Το ίδιο συμβούλιο φρόντισε να «προστατεύσει» δεκάδες έργων τέχνης (των Ντεγκά, Πονσέν, Βελάσκεθ και Γκογκέν) από τον κίνδυνο «εξόδου» τους-λόγω επερχόμενων πλειστηριασμών- από τη χώρα.

Είναι βέβαιο ότι η ευρωπαϊκή ολιγωρία απέναντι στον εξαμερικανισμό της ευρωπαϊκής κουλτούρας μέσω της εισβολής των εικόνων έχει συντελέσει στη σημερινή κατάσταση.

Αργά, έστω, η όψιμη σθεναρή αντίδραση των Ευρωπαίων επαγγελματιών και ορισμένων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων συντελεί στην αφύπνιση από το βαθύ λήθαργο και την αδράνεια. Η Ευρώπη δεν έχει άλλο τρόπο αντίδρασης από την προστασία της παραγωγής μέσω γενναίων επιδοτήσεων και όρων χρηματοδότησης σε εθνικό επίπεδο (κι εδώ η Γαλλία εμφανίζει την πιο συγκροτημένη πολιτική) και μέσω του Ευρωπαϊκού Προγράμματος MEDIA, που δεν είναι τίποτα άλλο από μια παρεμβατική πολιτική με στόχο την ενίσχυση της ανεξάρτητης παραγωγής.

Κατά γενική εκτίμηση το πρόγραμμα έχει αποδώσει θετικά αποτελέσματα αλλά ταυτόχρονα αναγνωρίζεται ότι η παραγωγή των επιθυμητών αποτελεσμάτων δεν είναι δυνατή παρά μόνο έπειτα από μακρόχρονη παρέμβαση στο χώρο. ΓΓ αυτό αρκετές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, θα επιθυμούσαν τη χρονική επέκταση του προγράμματος και την αναδιάρθρωσή του ούτως ώστε να ανταποκριθεί καλύτερα στις ανάγκες των «μικρών» κυρίως χωρών. Διότι, ορισμένα από τα παράπονα των Ελλήνων επαγγελματιών σχετικά με τους στόχους και τη λειτουργία του προγράμματος είναι απολύτως δικαιολογημένα ενώ από την άλλη μεριά κανένα από τα 19 σχέδια δράσης (projects) δεν έχει έδρα του την Ελλάδα.

Η διαπίστωση ότι οι Έλληνες επαγγελματίες δεν έχουν αξιοποιήσει το πρόγραμμα αληθεύει μεν αλλά με τις αναγκαίες διευκρινίσεις. Οπ δηλαδή αρκετοί δημιουργοί και παραγωγοί κυρίως νέοι επέτυχαν να το αξιοποιήσουν σε σημαντικό βαθμό. Γιο παράδειγμα, δυο από τις τρεις ελληνικές ταινίες που συμμετέχουν στο διεθνές διαγωνιστικό μέρος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, η ταινία «Απ’ το χιόνι» του Σωτήρη Γκορίτσα και η ταινία «Λεύτερης Δημακόπουλος» του Περικλή Χούρσογλου έχουν χρηματοδοτηθεί από το Σχέδιο Δράσης του Προγράμματος MEDIA European Script Fund.

To πρόγραμμα διαθέτει σε κάθε χώρα γραφεία προώθησης και ενημέρωσης (MEDIA DESKS). Το ελληνικό MEDIA DESK ανήκει στη Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών και υπάγεται απ’ ευθείας στον γενικό γραμματέα.

Προβληματισμοί

Η εθνική χρηματοδότηση και η κοινοτική παρεμβατική πολιτική αποτελούν προς το παρόν τα μόνα μέσα για την προστασία της πολιτιστικής παραγωγής. ΚΓ αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις «μικρές» χώρες. Τη στιγμή που στην Κοινότητα άρχισε ήδη η συζήτηση για την αναθεώρηση της πολιτικής στον οπτικοακουστικό χώρο, συζήτηση που θα συμπυκνωθεί σε πρώτη φάση σε μια Πράσινη Βίβλο από τον αρμόδιο επίτροπο Πινέιρο, είναι ανάγκη να υπάρξει ενεργός συμμετοχή της Ελλάδας και ενεργός παρέμβαση.

Προστασία και παρεμβατισμός μπορούν να διαφυλάξουν κάποιο κομμάτι εθνικής κουλτούρας και ορισμένες πολιτισμικές και καλλιτεχνικές αξίες των έργων τέχνης, αξίες που σπανίως συμπίπτουν με τις εμπορικές αξίες. Ωστόσο, οι νέες τεχνολογίες, η καλωδιακή και δορυφορική τηλεόραση, αλλά κυρίως η ακατάσχετη και μη αναχαιτίσιμη διεθνοποίηση της παγκόσμιας αγοράς καθιστούν δύσκολη ακόμα και τη διατήρηση των μικρών αυτών νησίδων. Κι ακόμα, παρά τους ισχυρούς υποκείμενους οικονομικούς μηχανισμούς της κουλτούρας δεν είναι δυνατόν να ισχυριστεί κανείς σήμερα ότι οι «εθνικές κουλτούρες» μπορούν να ζουν σε διαρκή απομόνωση και σε ελεφάντινους πύργους από το φόβο «μιάσματος». Οι εθνικές κουλτούρες πρέπει να είναι ανοιχτές, να εκτίθενται σε διαρκή σύγκριση με διαφορετικές κουλτούρες, να ανανεώνονται και να εμπλουτίζονται διαρκώς, διότι έτσι μόνο εξελίσσονται και προσαρμόζονται στη διαρκή ροή της ζωής.