Οι Αμερικανοί φαίνεται ότι πρόσφατα ανακάλυψαν τη δύναμη των ιδεών. Αυτό ισχυρίζονται τουλάχιστον οι ίδιοι όταν με αρκετή δόση αυτοσαρκασμού αναφέρουν ότι η τάση του να έχει κανείς ιδέες στην Ουάσιγκτον έτεινε στο παρελθόν να περιορίζεται στην επιλογή βορειοϊταλικού εστιατορίου.
Πέρσι επικράτησε μια απαισιόδοξη μάλλον διάθεση μετά τη ζοφερή εικόνα για την παραμονή της αμερικανικής αυτοκρατορίας που σχημάτιζε κανείς διαβάζοντας το βιβλίο «Η Άνοδος και η Πτώση των Μεγάλων Δυνάμεων» του Paul Kennedy, καθηγητή Ιστορίας στο Yale, (το βιβλίο παρουσίασα στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 8.5.88).
Εφέτος η διάθεση είναι τελείως διαφορετική. Ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε το καλοκαίρι στο τριμηνιαίο περιοδικό National Interest έχει προκαλέσει τεράστιο ενδιαφέρον όχι τόσο για την πρωτοτυπία των ιδεών του όσο κυρίως για τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει.
Πρόκειται για το άρθρο του Francis Fukuyama με τίτλο «Το τέλος της Ιστορίας;» αποσπάσματα του οποίου δημοσίευσε το «Βήμα της Κυριακής» στις 24/9. Το γεγονός ότι ο Fukuyama, ετών 36, είναι υποδιευθυντής οργανισμού «δεξαμενής εγκεφάλων» του State Department για τον σχεδίασμά πολιτικής, προκάλεσε ποικίλα σχόλια μολονότι το άρθρο γράφτηκε όταν ακόμα εργαζόταν στην Rand Corporation, ένα Ινστιτούτο που ιδρύθηκε από το Πεντάγωνο στην Καλιφόρνια για να μελετήσει και να «σκεφθεί» το απίστευτο, τον πυρηνικό πόλεμο. Το άρθρο δέχτηκε επίσης επιθέσεις τόσο από τη Δεξιά όσο κι από την Αριστερά.
Ο εκδότης του National Interest και θεωρούμενος ως πατήρ του νεο-συντηρητισμού Irving Kristol, έγραψε: «Δεν πιστεύω ούτε μια λέξη απ’ όλ’ αυτά». Το νέο τεύχος του περιοδικού βρίθει άρθρων που εκφράζουν σοβαρές διαφωνίες με τις βασικές θέσεις του Fukuyama. Ωστόσο, μια σελίδα στο Newsweek δεν είναι μικρό πράγμα 1 ενώ επικεφαλίδα σε σημείωμα του Richard Bernstein στην εφημερίδα New York Times αποκαλούσε το άρθρο του Fukuyama «θεωρία που θέτει τέρμα σ’ όλες τις θεωρίες».
Βασική θέση του Fukuyama είναι ότι η ιδεολογική πάλη έχει ξεπεραστεί σαν πηγή των συγκρούσεων στην ανθρώπινη κοινωνία. Το «τέλος της ιστορίας» επέρχεται με τον θρίαμβο της Δύσης και της Δυτικής ιδέας, με την οικουμενική επικράτηση του φιλελεύθερου και δημοκρατικού πολιτεύματος σαν οριστική μορφή ανθρώπινης διακυβέρνησης.
Ο Fukuyama υποστηρίζει ότι η δυτική κοινωνία αντιμετώπισε με επιτυχία δύο μεγάλες προκλήσεις που διεκδίκησαν ανταγωνιστικά την εναλλακτική οργάνωση της κοινωνίας: το φασισμό και τον κομμουνισμό. Η φασιστική ιδέα καταστράφηκε με την αποτυχία της. Η κομμουνιστική ιδέα, που αποτέλεσε και τη σοβαρότερη πρόκληση, υποχώρησε καθώς αμβλύθηκαν οι ταξικές διαφορές στις αναπτυγμένες δυτικές κοινωνίες και οι πολίτες τους κατέληξαν, στην συντριπτική κοινωνίες και οι πολίτες τους κατέληξαν, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, στο συμπέρασμα ότι η κοινωνία στην οποία ζουν και η πολιτική της οργάνωση, παρά τις ατέλειές της, δεν είναι κάτι που οπωσδήποτε πρέπει να ξεπεραστεί. Η κρίση του κομμουνιστικού συστήματος στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και η κατάρρευση ή ελεγχόμενη μετεξέλιξη των πολιτικών τους συστημάτων με βάση τα δυτικά πρότυπα κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης επιβεβαιώνουν την υπεροχή του δυτικού φιλελεύθερου συστήματος.
Οι υλιστικές θεωρίες οικονομικής ανάπτυξης είναι ανεπαρκείς. Οι ρίζες της οικονομικής συμπεριφοράς βρίσκονται στο πεδίο της συνείδησης και της κουλτούρας και ο οικονομικός ντετερμινισμός του Μαρξ είναι εξ ίσου χρεωκοπημένος με τη σχολή του «ντερμινιστικού ματεριαλισμού της Wall Street Journal».
Το «τέλος της Ιστορίας» πλησιάζει εφ’ όσον οι «αντιφάσεις» λύνονται στο πλαίσιο του συστήματος, κι εφ’ όσον δεν μπόρεσαν να επιλυθούν με κάποιες άλλες εναλλακτικές πολιτικοοικονομικές δομές. Η ολοκληρωτική εξαφάνιση των ιδεολογιών δεν είναι βέβαια δυνατή. Η φανατική θρησκευτική ιδεολογία ιδιαίτερα με την θεσμική μορφή του θεοκρατικού κράτους καθώς και ο εθνικισμός παρουσιάζονται σαν απειλές και πηγές σύγκρουσης αλλά δευτερεύουσας, περιφερειακής σημασίας. Ο Τρίτος Κόσμος θα εξακολουθήσει να αποτελεί πεδίο συγκρούσεων αλλά όχι καθοριστικής σημασίας για τις χώρες που αντιπροσωπεύουν τελικά το μεγαλύτερο ποσοστό της παγκόσμιας πολιτικής. Οι συνέπειες της υποχώρησης ή της τάσης εγκατάλειψης του ιδεολογικού στοιχείου στις εξωτερικές σχέσεις οδηγεί και στην εξάλειψη των πολέμων. Ο θάνατος των ιδεολογιών εξαλείφει την παγκόσμια ιδεολογική σύγκρουση. Χωρίς, αυτήν την «πηγή σύγκρουσης» η Ιστορία ακινητοποιείται, χάνει την ατμομηχανή της, την κινητήρια δύναμή της.
Ο Fukuyama δεν συνειδητοποιεί ότι όσο ανεπαρκής είναι η αντίληψη του Μαρξ περί «ταξικής πάλης» σαν κινητήριας δύναμης των ιστορικών και κοινωνικοπολιτικών αλλαγών, ιδιαίτερα στην υλιστική διάσταση της έννοιας, άλλο τόσο ανεπαρκής είναι και ο Ιδεαλισμός του Γερμανού φιλόσοφου Hegel που υποστήριξε ότι οι αντιφάσεις που κινούν την Ιστορία ανήκουν πρωταρχικά στο βασίλειο της ανθρώπινης συνείδησης, στο επίπεδο των ιδεών. Παραγνωρίζεται το γεγονός ότι οι ιδεολογίες μπορεί μεν να μην παρουσιάζουν ρασιοναλιστικές αντιστοιχίες με τις υλικές συνθήκες, μπορεί να μην καθορίζονται ούτε να προσδιορίζονται «σε τελευταία ανάλυση» από την υλική βάση της κοινωνίας, δεν είναι όμως και τελείως ανεξάρτητες και αιωρούμενες. Και το κυριότερο, δεν μπορούν να αποτελέσουν ασφαλή οδηγό «σύλληψης» της υλικότητας της κοινωνίας η οποία θέτει περιορισμούς και όρια στην ανθρώπινη ατομική ή συλλογική δράση. Περιορισμοί και όρια τα οποία μπορούν να αγνοηθούν μόνο με σοβαρό τίμημα.
Ο μαρξισμός ενδεχομένως δεν πέθανε. Παραμένει ατελές μεν αλλά σημαντικό εργαλείο ανάλυσης των κοινωνιών του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Απέτυχε σαν ιδεολογία και κατέρρευσε γιατί στην ουσία δεν είχε πολιτική θεωρία και θεωρία για το κράτος και γιατί όσοι προσπάθησαν να οργανώσουν πολιτικά συστήματα με βάση τις υποτιθέμενες θεωρητικές του αρχές οδήγησαν σε γκουλάγκ, σε μονοκομματικά ολοκληρωτικά κράτη.
Και ο κ. Γ. Α. Παπανδρέου έσπευσε με τη σειρά του να αμφισβητήσει τη νίκη του φιλελευθερισμού. Βέβαια, η ανάπτυξη του καπιταλισμού συντελείται κάτω από ποικιλία πολιτικών καθεστώτων. Αυτό δείχνει η ιστορική εμπειρία. Αλλά δεν θα συναντήσει κανείς έλλειψη των βασικών αρχών της πολιτικής δημοκρατίας σε χώρες του αναπτυγμένου «οικονομικού φιλελευθερισμού». Αντίθετα, δεν υπάρχει ούτε μία περίπτωση χώρας με «διατεταγμένη οικονομία», η οποία να συνυπάρχει με καθεστώς πολιτικής δημοκρατίας. Μήπως θα έπρεπε να αναθεωρηθούν ορισμένες απόψεις και θεωρητικές στάσεις που απορρίπτουν εκ προοιμίου τη σχέση των θεσμών της ελεύθερης αγοράς με το δημοκρατικό πολιτικό καθεστώς;
Το άρθρο του Fukuyama θίγει ρητώς ή σιωπηλώς πολλά θέματα με τα οποία ελπίζω να καταπιαστώ σε άλλα σημειώματα. Αφορούν την παραγωγή και αναπαραγωγή νέων αντιφάσεων στις δυτικές κοινωνίες και την οργάνωση της ιδεολογικής και πολιτικής σύγκρουσης και διαμάχης γύρω από αυτά. Αφορούν εκτιμήσεις για τις εξελίξεις στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, που κάθε άλλο παρά αμετάστρεπτες είναι, μολονότι εύχεται κανείς την οριστική εδραίωση του προσανατολισμού τους. Αφορούν, επίσης, τα πολιτικά καθεστώτα του «αναπτυσσόμενου καπιταλισμού» και άλλες συγκρούσεις στο διεθνή και «εσωτερικό» χώρο που ο Fukuyama υποβαθμίζει.
Ωστόσο, η αξία του άρθρου του βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι διαπραγματεύεται τα «μεγάλα θέματα» που έχουν καίρια σημασία. Πριν από το «τέλος της ιστορίας», υπάρχουν πλήθος εκκρεμοτήτων και πηγών σύγκρουσης που θα αναβάλλουν διαρκώς το «τέλος» της.
Ο Fukuyama θλίβεται για την περίοδο που νομίζει πως έρχεται, περίοδο νηνεμίας και πλήξης αιώνων, εφόσον η έκλειψη της ιδεολογικής σύγκρουσης αφαιρεί τα στοιχεία της τόλμης, του κουράγιου, της φαντασίας και του ιδεαλισμού και οδηγεί κατά συνέπεια, στην πνευματική νωθρότητα. Προβλέπει συνάμα, το τέλος της τέχνης και της φιλοσοφίας και φαντάζεται τον εαυτό του να περιπατεί έμπλεος ανίας και νοσταλγίας «για την ιστορία» στα διάφορα μουσεία, όπου θα έχει εγκλωβιστεί η «ανθρώπινη ιστορία». Και τελικά, αντλεί τη μόνο αισιόδοξη νότα από το γεγονός ότι η θολή εικόνα πλήξης, την οποία ο ίδιος σχημάτισε και προβάλλει θα αποτελέσει και το διεργετικό για να πυροδοτήσει μια «νέα έναρξη της Ιστορίας».
Αν η Ουτοπία του Fukuyama περιέχει το δίλημμα πλήξη ή σύγκρουση, συμπεριλαμβανομένου και του πολέμου, τότε η επιλογή των ανθρώπων είναι προφανής. Σ’ οποιαδήποτε άλλη περίπτωση δεν πρόκειται να πλήξουμε.