Είναι ίσως αδύνατο να ταξινομήσει κανείς συστηματικά την ευρύτατη φιλολογία για το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 και το στρατιωτικό καθεστώς χωρίς να περιπέσει σε αδικίες και υπεραπλουστεύσεις. Υπάρχουν άλλωστε ορισμένα βιβλία πολιτικής ανάλυσης που αναφέρονται στη μεταπολεμική περίοδο τα οποία χωρίς να αναφέρονται άμεσα στο πραξικόπημα, εν τούτοις περιέχουν πολύτιμα εμπειρικά στοιχεία και διακρίνονται από υψηλό βαθμό ανάλυσης.
Τα περισσότερα, βέβαια, γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της επταετούς «παρένθεσης» και μετέπειτα. Κάθε πηγή έχει τη δική της αξία και χρησιμότητα: από τα δελτία των αντιστασιακών οργανώσεων στο εξωτερικό, τις παράνομες εφημερίδες και τα φυλλάδια που εκδίδονταν στην Ελλάδα, τις προσωπικές μαρτυρίες με τα προσωπικά βιώματα, τις δίκες, τα απομνημονεύματα, τις συνεντεύξεις, τις πιο συνολικές αναλύσεις, τις αποφάσεις των πολιτικών κομμάτων, τη δημοσιογραφική καταγραφή των γεγονότων ως το αρχειακό υλικό κλπ., κλπ.
Η δυσκολία έγκειται στην οργάνωση του τεράστιου αυτού υλικού, στις μεθόδους αξιοποίησής του και στην καθυπόταξή του σε διάφορα ερμηνευτικά ή πιο συγκροτημένα θεωρητικά σχήματα όταν, βέβαια, πρόκειται για έργα που φιλοδοξούν να δώσουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα του θέματος από άποψη καταγραφής, διασύνδεσης και αλληλουχίας «γεγονότων» και εξελίξεων, καθώς και μη κοινότοπες ή τετριμμένες πολιτικές ερμηνείες.
Κατά συνέπεια, για τα πιο φιλόδοξα θεωρητικοπολιτικά έργα σημασία δεν έχει μόνο η ιδιοποίηση του υλικού αυτού σύμφωνα με τις προδιαγραφές του θεωρητικού σχήματος, αλλά κατά πόσο το σχήμα αυτό είναι σε θέση να προσφέρει έννοιες, εννοιολογικά εργαλεία για την περαιτέρω προώθηση της εμπειρικής έρευνας. Από αυτή την άποψη θα διέκρινα τις θεωρητικές προσπάθειες του Νίκου Μουζέλη για ολιστική προσέγγιση και αυτονόμηση της πολιτικής σφαίρας καθώς και του Θάνου Βερέμη για τη γνώση του στρατιωτικού μηχανισμού και την αναλυτική του διεισδυτικότητα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και άλλα αξιόλογα έργα. Δεν θα είχε νόημα να μνημονευτούν όλες οι τάσεις στη σχετική φιλολογία και να ταξινομηθούν με πολιτικά και θεωρητικά κριτήρια.
Διότι το ερώτημα που προκύπτει σήμερα για όσους αποπειραθούν να προσεγγίσουν εκ νέου την άνοδο και την πτώση της χούντας είναι αν τα διαθέσιμα στοιχεία και οι πηγές είναι επαρκείς και αν χρειαζόμαστε πληρέστερες και καλύτερα επεξεργασμένες θεωρίες που ενδεχομένως θα μας οδηγούσαν σε νέες ρηξικέλευθες ερμηνείες.
Ως προς το πρώτο σκέλος είναι βέβαιο ότι αναφορικά με την προδικτατορική περίοδο υπάρχουν σημαντικά κενά: η πολιτική της Αριστεράς, όπως τότε εκφραζόταν με την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ) αλλά και με την εξόριστη ηγεσία του ΚΚΕ, δεν έχει μελετηθεί διεξοδικά και εμπειρικά, μολονότι έχουν κατατεθεί αρκετές πολιτικές απόψεις, είτε προσωπικές είτε κομματικού συλλογικού χαρακτήρα- η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ (η υποτιθέμενη «δημοκρατική οργάνωση μέσα στον στρατό» προσκείμενη στον Ανδρέα Παπανδρέου) για την οποία δεν έχουμε επαρκή στοιχειοθέτηση ούτε για άλλες οργανώσεις όπως ο ΙΔΕΑ- οι απόψεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή για την περίοδο 1963-67 και κυρίως για την έξοδο από την παρατεταμένη πολιτική κρίση του 1965-67 δεν μας είναι γνωστές (να υπάρχουν άραγε στοιχεία στα αρχεία του Ιδρύματος Καραμανλή;)· το φαινόμενο της λεγάμενης «αποστασίας», πέρα από τις απόψεις που εξέφρασαν πολύ αργότερα οι πρωταγωνιστές της, δεν έχει ακόμη πλήρως διερευνηθεί και σταθμιστεί- ο ρόλος του ξένου παράγοντα, κυρίως του αμερικανικού, στο πραξικόπημα, παρά τους ισχυρισμούς που έχουν διατυπωθεί, δεν είναι γνωστός- οι κινήσεις του τότε βασιλέα για το πραξικόπημα των «στρατηγών» του, όσο και για την πραγματική έκταση της επιρροής του θρόνου στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις- οι πολιτικοί συμβιβασμοί και οι συμφωνίες κορυφής μεταξύ Π. Κανελλόπουλου και Γεωργίου Παπανδρέου, σε όλες τις πτυχές τους, για να επισημάνω ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις.
Για το καθεστώς της στρατιωτικής δικτατορίας, μολονότι δεν μας λείπει η χρονολογική καταγραφή των γεγονότων, δεν έχουν μελετηθεί σε εύρος οι σχέσεις του με τα διάφορα κέντρα της αμερικανικής πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος- το βασιλικό αντιπραξικόπημα του Δεκεμβρίου 1967 προκαλεί διάφορα αναπάντητα ερωτηματικά ως προς τον σχεδίασμά, τα κίνητρα και τους στόχους του- ο διαβόητος «φάκελος της Κύπρου» ποτέ δεν άνοιξε, όπως ζητούσε σύσσωμη η αντιπολίτευση στη δεκαετία του 70, για να τονίσω και πάλι ορισμένες κρίσιμες πτυχές.
Πέραν τούτων υπάρχει και το ανεξάντλητο θέμα των ξένων αρχείων, των βρετανικών – που «ανοίγουν μετά από 30 χρόνια με κατακρατήσεις 50 και 100 χρόνων των «άκρως απόρρητων» φακέλων, που αφορούν κυρίως κρίσεις για σημαντικά δημόσια πρόσωπα εν ζωή -, των αμερικανικών αλλά και των ρωσικών, και για την περίοδο πριν από το πραξικόπημα και για την επταετία. Θα ήταν άκρως ενδιαφέρον να γνωρίσουμε τουλάχιστον τις πολιτικές κρίσεις και αναλύσεις των συμβουλευτικών φορέων των κρατών αυτών στην Ελλάδα και τις προτάσεις τους επί του πρακτέου σε συνδυασμό με την πολιτική που πραγματικά ακολούθησαν οι διάφορες κυβερνήσεις τους. Φυσικά, δεν είναι ποτέ δυνατόν να γνωρίσουμε «τα πάντα».
Ο ερανισμός αυτός απλώς θέλει να υποδείξει ορισμένους τομείς όπου περαιτέρω έρευνα, εμπειρική στοιχειοθέτηση και ανάλυση θα είχαν πολλά να προσθέσουν στα όσα γνωρίζουμε. Ίσως μάλιστα μας βοηθούσαν να ξεφύγουμε ακόμη περισσότερο από μυθοπλαστικές προδιαθέσεις και τάσεις και να διαμορφώσουμε πιο νηφάλιες και ισόρροπες απόψεις για την εποχή.
Στο θεωρητικό πεδίο θα υποστήριζα συνοπτικά ότι θα πρέπει να επεξεργαστούμε θεωρητικές προτάσεις και εννοιολογικά εργαλεία ώστε να φτάσουμε σε μια καλύτερη ισορροπία μεταξύ δομικών παραγόντων και ατομικών και συλλογικών φορέων δράσης αναφορικά με την έκβαση κρίσιμων κοινωνικοπολιτικών συγκρούσεων. Η παραγνώριση της αναγκαιότητας μιας τέτοιας ισορροπίας και η ανατροπή της οδηγεί μαρξισπκές, μαρξίζουσες και άλλες προσεγγίσεις είτε σε μονοδιάστατες ερμηνείες είτε, το συνηθέστερο, σε εκτρωματικές αναγωγιστικές απόψεις που δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν.
Τόσο η συνεπής θεωρητική οργάνωση των υπαρχόντων «στοιχείων» όσο και η ανακάλυψη καινούργιων – πέραν των μαρτυριών ή άλλων εγγράφων στοιχείων που μπορεί να γίνουν στο μέλλον διαθέσιμα – απαιτούν πλέον και την επίπονη προσπάθεια του ερευνητή – δημοσιογράφου (investigative journalism) και την αέναη αναζήτηση και εργώδη εμμονή του ιστορικού. Ίσως έτσι, με την απόσταση πλέον του χρόνου και το πλεονέκτημα της άνεσης που προσφέρει η αναδρομική «οργάνωση» των γεγονότων, γίνει δυνατός ο περιορισμός παραγωγής αυθαίρετων κρίσεων και συμπερασμάτων.
Και ίσως, το σημαντικότερο, μια νέα προσπάθεια προς αυτές τις κατευθύνσεις για την πιo κρίσιμη περίοδο – καμπή στη μεταπολεμική μας ιστορία συντελέσει στην αποτίναξη του καταθλιπτικού βάρους του ιστορικά τετελεσμένου γεγονότος: Ο γέγονεν γέγονεν, ως απόλυτης υποταγής σε κάποια δήθεν ιστορική νομοτέλεια. Μια τέτοια υποταγή σε «σιδηρούς νόμους» της ιστορίας δεν μας επιτρέπει να εντοπίσουμε τη σχετική ισχύ και εμβέλεια όλων των δυνατοτήτων μιας πολιτικής συγκυρίας ή κατάστασης κρίσης και να επισημάνουμε τους όρους κάτω από τους οποίους εκβάσεις συμπυκνωμένων πολιτικών συγκρούσεων με επιταχυνόμενο ιστορικό βηματισμό θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικές. Γινόμαστε έτσι αιχμάλωτοι των περιστασιακών στοιχείων και μαρτυριών της ιστορίας.
Ωστόσο, εν κατακλείδι, η αποφυγή και άρνηση του «αναπόφευκτου» δεν σημαίνει εξ ορισμού και «επιστημονικότερες» προσεγγίσεις, καθ’ όσον η καθαρή προσήλωση στα «γεγονότα» της πολιτικής διαδικασίας χωρίς αξιακές παραδοχές οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στον πολιτικό ευνουχισμό, χωρίς να προσθέτει το ελάχιστο ούτε στις γνώσεις μας ούτε στις αξιολογήσεις μας.