Το Ποτάμι είναι ένα νέο πολιτικό κίνημα για τη δικαιοσύνη, την εργασία, την παιδεία. Μόλις προ ολίγου γιόρτασε τα πρώτα του γενέθλια. Προέκυψε από την τολμηρή πρωτοβουλία του Σταύρου Θεοδωράκη κι όπως αποδείχτηκε εκ των πραγμάτων η παρουσία του κάλυψε ένα σημαντικό κενό στο πολιτικό φάσμα. Γι’ αυτό και στις Ευρωεκλογές του 2014, έχοντας ολίγους μόνο μήνες παρουσίας, κατέγραψε ένα σημαντικό ποσοστό, άνω του 6%. Διέψευσε δε στη συνέχεια όσους σκοπίμως, αλαζονικώς και με ελαφρά τη καρδία το εξέλαβαν ως πρόσκαιρο φαινόμενο.
Η συνεργασία του με τη Δράση και τους ΜΕΤΑρρυθμιστές του Σπύρου Λυκούδη του προσέδωσε νέα δυναμική. Ενίσχυσε τον πολιτικό του φιλελευθερισμό, τον ευρωπαϊκό του προσανατολισμό, αλλά και το κοινωνικό και μεταρρυθμιστικό του προφίλ με τις καλύτερες παραδόσεις και την εμπειρία της ελληνικής ανανεωτικής Αριστεράς. Γι’ αυτό κι έδωσε τη μάχη των βουλευτικών εκλογών του περασμένου Ιανουαρίου με μεγάλη επιτυχία σε συνθήκες ακραίας πόλωσης και εθνικολαϊκιστικής υστερίας και πάλι με ποσοστό άνω του 6%. Ήταν ένα μήνυμα ανθεκτικότητας, διάρκειας και έμπρακτης ενθάρρυνσης.
Η πρώτη του παρουσία στη Βουλή είναι πέρα από κάθε αμφιβολία πολύ σημαντική και δημιουργεί θετικότατες εντυπώσεις. Η Κοινοβουλευτική Ομάδα παράγει, με την υποκείμενη επιστημονική και πολιτική στήριξη, αξιόλογο έργο και σοβαρή πολιτική. Ασκεί εποικοδομητική και υπεύθυνη αντιπολίτευση. Αναλαμβάνει την ευθύνη της υποβολής συγκεκριμένων προτάσεων. Τα μέλη της δεν φωνασκούν, ούτε στη Βουλή ούτε στα media, αλλά συζητούν, επιχειρηματολογούν και ασκούν αυστηρή κριτική όπου χρειάζεται. Δεν μασούν τα λόγια τους. Υπερασπίζονται τα συμφέροντα των αδυνάτων, των ανέργων, των χειμαζόμενων μικρο-μεσαίων στρωμάτων, του ιδιωτικού τομέα και επιχειρηματολογούν από τη σκοπιά ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού και επιτελικού κράτους απέναντι στον επικρατούντα κρατισμό και την τυραννία των κρατικών συντεχνιών. Επεξεργάζονται συνεχώς λύσεις για τα σοβαρά προβλήματα της χώρας για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Υιοθετούν τη σκοπιά του δημόσιου και εθνικού συμφέροντος που αποτελεί και την καθοριστική προτεραιότητα του κινήματος.
Το Ποτάμι δεν φέρει πολιτικά βάρη. Έχει τάχιστα αποκτήσει αξιοζήλευτη πολιτική ενότητα. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά γύρω του για τα συμβαίνοντα σε άλλα κόμματα, συμπεριλαμβανομένου και του κυβερνητικού, ως μέτρο σύγκρισης. Η πολιτική του ωρίμανση είναι ραγδαία κι αυτό αντανακλάται στην αυτοπεποίθησή του αλλά και στην εμπιστοσύνη των πολιτών, που σύμφωνα με όλες σχεδόν τις μετεκλογικές δημοσκοπήσεις το φέρουν σταθερά τρίτο κόμμα με τάσεις ανόδου, παρά την επικοινωνιακή επικυριαρχία των κυβερνητικών spin doctors. Ελκύει νέες και παραγωγικές ηλικίες. Ερευνά και ανιχνεύει νέους πολιτικούς δρόμους. Διαθέτει σοβαρό και αξιόλογο επιστημονικό δυναμικό.
Ωστόσο, όλα αυτά δεν αρκούν για να το εδραιώσουν στην πολιτική σκηνή και να του προσδώσουν το αναγκαίο πολιτικό βάρος ώστε να αποτελέσει τον κυριότερο άξονα συσπείρωσης στον κρίσιμο μεσαίο χώρο. Δεν πρόκειται μόνο για το χώρο της «λογικής». Λανθασμένα πιστεύεται ότι ο χώρος αυτός στερείται ιδεολογικού και πολιτικού χρώματος. Αντίθετα, συγκροτείται από συγκεκριμένα συμφέροντα και ιδεολογικο-πολιτικές αναφορές. Δεν είναι κάποιο αόριστο και ασαφές «κέντρο» αλλά τόπος συνάντησης και σύνθεσης ιδεολογικών και πολιτικών ρευμάτων που απωθούνται από δογματισμούς και επικίνδυνες ακρότητες. Ούτε η τομή Αριστερά – Δεξιά έχει εκλείψει, μολονότι έχει αμβλυνθεί, για λόγους που δεν μπορώ να υπεισέλθω εδώ. Η διάκριση υπάρχει, είναι ζωντανή, προσλαμβάνει πολλές μορφές και αποχρώσεις και δεν πρέπει να αγνοείται.
Το Ποτάμι έχει εμφανείς ιδεολογικές και πολιτικές αδυναμίες, σύμφυτες της μικρής του ηλικίας αλλά και της διαδικασίας ωρίμανσής του. Γι’ αυτό και η συσπείρωση της εκλογικής του βάσης είναι χαμηλή και ρευστή, μολονότι αναπληρώνει τη διαφορά με άλλες εισροές, σημαντικό επίτευγμα. Του παρουσιάζεται σήμερα μοναδική ευκαιρία πολιτικών ανοιγμάτων προς το μεσαίο χώρο. Έχει άμεση και απόλυτη ανάγκη, για την προοπτική του, να δημιουργήσει μόνιμους, σταθερούς και ευέλικτους οργανωτικούς και πολιτικούς αρμούς με τα παραγωγικά και επαγγελματικά στρώματα, με τους Δήμους και τις Περιφέρειες, με τους χώρους της τέχνης, του πνεύματος και της επιστήμης. Να αρθρωθεί πολιτικά με τα κρίσιμα και δημιουργικά εκείνα στρώματα της κοινωνίας που μπορούν να βγάλουν τη χώρα από τα πολλαπλά της αδιέξοδα.
Η ευκαιρία είναι μοναδική για την υποδοχή φιλικά προσκείμενων δυνάμεων στον περιβάλλοντα χώρο, έτοιμων να συμβάλουν από τη βάση μέχρι την κορυφή και να δώσουν νέα ώθηση στο κίνημα. Ως προς αυτό, όμως, χρειάζεται η δημιουργία πολυεπίπεδων δομών υποδοχής που θα επιτρέψουν τη δημιουργική πολιτική συμμετοχή και κινητοποίηση, αποτελεσματικούς μηχανισμούς λήψης αποφάσεων και λογοδοσίας και επιτελικά πολιτικά όργανα. Αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να καμφθούν οι αμφιβολίες και να εξουδετερωθεί η στάση αναμονής φίλιων στην ουσία δυνάμεων που επί του παρόντος αδρανούν ή αναζητούν άλλες λύσεις. Ως προς αυτό η πρόθεση διοργάνωσης και διεξαγωγής Συνεδρίου το φθινόπωρο ή σε στιγμή που θα το επιτρέψουν οι πολιτικές συνθήκες, αποτελεί ουσιαστικό βήμα προς την ορθή κατεύθυνση.
Την ευκαιρία δεν προσφέρει μόνο η διαφαινόμενη διαθεσιμότητα της βάσης. Την επιβάλλει η εμφανής πραγματικότητα όχι μόνο της δεδηλωμένης αποστροφής των πολιτών προς το παλιό πολιτικό κατεστημένο αλλά και η τραγωδία του περιφερόμενου στα τηλεπαράθυρα της «ολιγαρχίας» θιάσου της σημερινής αλλοπρόσαλης κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΟ-ΑΝΕΛ εθνικολαϊκιστών. Είναι ανίκανη να κυβερνήσει. Διακρίνεται από ολοκληρωτική νοοτροπία κι είναι βαθιά αντι-μεταρρυθμιστική σε όλα τα μέτωπα. Οικοδομεί τη δική της διαπλοκή και το δικό της κομματικό κράτος υπό τη σκέπη και το χειροκρότημα των κρατικών συντεχνιών.
Κι αυτός είναι ένας επιπρόσθετος λόγος για το Ποτάμι να προσπαθεί συνεχώς να αποσαφηνίζει το πολιτικό του στίγμα και να προσδίδει στον πολιτικό του λόγο και σχεδιασμό στρατηγικό βάθος. Επί παραδείγματι, έχει απόλυτα δίκαιο η Αγγελική Σπανού να υποστηρίζει στη στήλη αυτή ότι οι μεταρρυθμίσεις έχουν αξιακή φόρτιση, διότι, πράγματι, δεν νοούνται χωρίς πρόσημο το οποίο και παρέχει τα στοιχεία για την ταυτότητά τους. Δεν είναι ιδεολογικά και πολιτικά ουδέτερες. Προσέτι, χωρίς κοινωνικές συμμαχίες, χωρίς ιδεολογική και πολιτική προετοιμασία στα κοινωνικά στρώματα που τις αφορούν, οι μεταρρυθμίσεις συνήθως αποτυγχάνουν ακόμη κι αν επιβάλλονται εκ των άνω με «πολιτική βούληση». Δεν είναι θέμα κάποιων «καλών» υπουργών.
Θα πρόσθετα δε ότι, στο πολιτικό πεδίο, θα πρέπει άμεσα να αποσαφηνιστεί η πολιτική ως προς το κυβερνών κόμμα, διότι, καλώς ή κακώς, ορισμένες φορές δημιουργείται η εσφαλμένη εντύπωση, με κίνδυνο να εδραιωθεί, ότι το Ποτάμι είναι «διαθέσιμο». Συντελούν ως προς αυτό και διάφορες άκριτες δηλώσεις ευρωπαϊκών παραγόντων. Γενικότερα, δεν υπάρχει καμία απολύτως ανάγκη να δίνεται η εντύπωση ότι ο κ. Τσίπρας μπορεί να αναδειχθεί ως ηγέτης μιας νέας (φαντασιακής) «Κεντροαριστερής» ανασύνθεσης. Ματαιοπονία.
Ενώ, στην πραγματικότητα, τίποτα το κοινό δεν μπορεί να υπάρχει με το σημερινό συνονθύλευμα του κυβερνώντος κόμματος. Η δήθεν «μαχητική» και «σκληρή» διαπραγμάτευσή με τους «εχθρούς» εταίρους μας ενίσχυσε το αντι-ευρωπαϊκό ρεύμα. Η δειλή στάση της αυτοπροσδιοριζόμενης ως φιλοευρωπαϊκής τάσης στη συνεδρίαση της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ το περασμένο Σαββατοκύριακο, απρόθυμης να υπερασπιστεί στην ουσία τον αδιαπραγμάτευτο ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας έναντι των επιθέσεων των διαφόρων αντι-ευρωπαϊκών και δραχμικών τάσεων, καθώς και η κυβερνητική πρακτική, που διαρρηγνύει τον θεσμικό ιστό που συνδέει τη χώρα με την Ευρώπη, αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Η διολίσθηση και απομάκρυνση από τις ευρωπαϊκές αξίες και πρακτικές είναι ορατές δια γυμνού οφθαλμού. Οι παραδοσιακές συμμαχίες της χώρας που της διασφάλισαν σταθερότητα, κύρος, επιρροή, ασφάλεια και ευημερία κλονίζονται.
Δεν πρέπει να συγχέεται η αποφασιστική, ορθή και υπεύθυνη στάση του Σταύρου Θεοδωράκη και του Ποταμιού να στηρίξει μια ενδεχόμενη συμφωνία, ώστε η χώρα να αποφύγει τον όλεθρο, με τις δυνατότητες εφαρμογής προγράμματος μεταρρυθμίσεων από κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ.
Ο «ρεαλισμός» των φιλοευρωπαϊστών του ΣΥΡΙΖΑ μόνο με την πολιτική τους επιβίωση σχετίζεται, όχι με κάποια φιλο-ευρωπαϊκή «στροφή». Σε τελευταία ανάλυση το βάρος της απόδειξης περί του εναντίου το φέρει ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ και ο αρχηγός του. Διότι ο κ. Τσίπρας έχει μετατρέψει το πρόβλημα της δικής του πολιτικής επιβίωσης σε πρόβλημα επιβίωσης της χώρας. Αναζητεί «εσωτερικούς εχθρούς» κι όχι ευρύτερες και δυνατές συναινέσεις για να ξεφύγει από τον αυτοεγκλωβισμό του. Δεν έχει παρά να επιλέξει και να αναλάβει τις ευθύνες του ενώπιον της χώρας τις τύχες της οποίας του ανατέθηκε να διαχειριστεί. Καμία χείρα βοηθείας δεν μπορεί να του προσφερθεί και μάλιστα άνευ όρων εάν δεν την επιθυμεί ο ίδιος.
Ενδιαφέρουν, βέβαια, απολύτως οι περιστασιακοί ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ που βρίσκονται σε στάση αναμονής, ελπίζοντας και προσδοκώντας πλέον τα ελάχιστα, διότι δεν επιθυμούν το παλιό και φθαρμένο. Επ’ αυτού, όμως, θα χρειαστεί να επανέλθουμε