Κράτος και συντεχνιακές ιδέες

Η ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΗΓΕΣΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΙΝΗΘΕΙ ΧΩΡΙΣ ΔΕΣΜΕΥΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ

Το ανώτατο συνδικαλιστικό όργανο πρέπει να καθορίσει με σαφήνεια τη στάση τον απέναντι στα σημερινά προβλήματα χωρίς υπεκφυγές.

Το πολιτικό σύστημα που οικοδομήθηκε στα ερείπια του εμφυλίου πολέμου με τους πολιτικούς αποκλεισμούς που επέβαλε δεν επέτρεψε την απρόσκοπτη ανάπτυξη της κοινωνίας των πολιτών. Ασφυκτικός ήταν ο πολιτικός έλεγχος των εργατικών σωματείων, η περιοριστική νομοθεσία και οι συχνές ανατροπές της συνδικαλιστικής ηγεσίας μέσω δικαστικών αποφάσεων, πρακτική που εφαρμόστηκε μάλιστα μέχρι πρόσφατα.

Παρέμεινε επίσης και ενισχύθηκε ο πελατειακός χαρακτήρας του κράτους, μολονότι οι υποκείμενοι παράγοντες που τον συντηρούσαν και τον τροφοδοτούσαν, διαβρώθηκαν εν μέρει από την οικονομική ανάπτυξη και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου καθώς και τον ραγδαίο εξαστισμό και μετατοπίστηκαν σταδιακά, από το τοπικό και ατομικό επίπεδο στο κεντρικό της κομματικής γραφειοκρατίας με κυρίαρχα τα ιδεολογικοπολιτικά κριτήρια.

Κατά συνέπειαν, οι πρακτικές που αναπτύχθηκαν εντός από του πολιτικού συστήματος απέβλεπαν κυρίως στον προσεταιρισμό ορισμένων κοινωνικών στρωμάτων – στόχων με συμφωνίες εκ των άνω, υποβαθμίζοντας έτσι και εξασθενίζοντας τις αναγκαίες ενσωματικές διαστάσεις του συστήματος, που κατά κανόνα του προσδίδουν μεγαλύτερη συνοχή και ανθεκτικότητα.

Πέρα, όμως από την ατροφική οργάνωση και ανάπτυξη των οικονομικών συμφερόντων στον ιδιωτικό τομέα, η διόγκωση του κράτους είχε ως αποτέλεσμα την αντίστοιχη οργάνωση των συντεχνιακών συμφερόντων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπου η ασφάλεια της απασχόλησης είχε ως συνέπεια την υψηλή συνδικαλιστική πυκνότητα. Έτσι, κρατισμός και κορπορατιβισμός αναπτύχθηκαν παράλληλα και αποτέλεσαν αλληλοτροφοδοτούμενα φαινόμενα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.

Αυτή η έλλειψη θεσμικής συναίνεσης και ενσωμάτωσης εμφανίζεται σήμερα στον ιδεολογικό-πολιτικό λόγο με τη μορφή του εκσυγχρονισμού στον οποίο προβάλλονται ποικίλες αντιστάσεις οργανωμένων συντεχνιακών συμφερόντων, τα οποία θεωρούνται από τους εκσυγχρονιστές πάσης αποχρώσεως σοβαρό εμπόδιο για την πραγματοποίηση των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, στο πνεύμα των καιρών.

Είναι όμως να διευκρινιστεί η σχέση του κορπορατιβισμού με το πολιτικό σύστημα και να τοποθετηθεί το φαινόμενο σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο κατανόησης.

Κατ’ αρχήν ο κορπορατιβισμός μπορεί να θεωρηθεί σαν το σύστημα εκείνο οργάνωσης και εκπροσώπησης των συμφερόντων που αποσκοπεί να επηρεάσει την πολιτική διαδικασία και να συμμετάσχει στη διαμόρφωση και εφαρμογή των πολιτικών αποφάσεων, ασκώντας δηλαδή την ισχύ που ελκύει από τη βάση στο επίπεδο των σχέσεων με το κράτος, λειτουργώντας ως ομάδα πίεσης και συμφερόντων.

Πλουραλιστικές προσεγγίσεις δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο των ομάδων συμφερόντων στις σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες. Υποστηρίζουν ότι πολιτική και συμφέροντα συνιστούν αξεχώριστο πλέγμα σχέσεων και επιρροών, η αμοιβαία επίδρασή τους καθορίζει την έκβαση πολλών πολιτικών συγκρούσεων, ανοίγει ευρύτερους δρόμους πολιτικής συμμετοχής διασφαλίζοντας ταυτόχρονα μεγαλύτερη διασπορά στην κατανομή της πολιτικής ισχύος. Πρόκειται για μια συμπληρωματική της εκλογικής διαδικασίας, που επιβεβαιώνει την κατάτμηση, τη διαφοροποίηση και τη διασπορά των πολιτικών αποφάσεων, χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός ακραιφνούς μοντέλου φιλελεύθερης δημοκρατίας. Εννοείται ότι η προσέγγιση αυτή προϋποθέτει την αντίληψη περί ουδέτερου κράτους, το οποίο όμως δεν εμποδίζεται στις παρεμβάσεις του υπέρ ορισμένων κοινωνικών ομάδων.

Πέρα από τη γνωστή μαρξιστική κριτική των θέσεων αυτών, οι ανωτέρω απόψεις έχουν χάσει σημαντικό έδαφος τις τελευταίες δεκαετίες σε σχέση με εκείνες που υποστηρίζουν ότι ο κορπορατιβισμός εξηγεί καλύτερα, έστω και υπό του «ατελούς ανταγωνισμού», τη διαμόρφωση των πολιτικών αποφάσεων που προκύπτουν από τις διαπραγματεύσεις μεταξύ της κυβέρνησης και ολίγων ισχυρών ομάδων συμφερόντων.

Στον αντίποδα, βρίσκουμε απόψεις που υποστηρίζουν ότι ακριβώς η διαπλοκή των δικτύων αυτών προκαλεί τελικά πολιτική σκλήρυνση, χαμηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, περιορίζει την έκταση της διανομής του πλεονάσματος εκτός στενών συμμαχιών μεμονωμένων και κλειστών συμφερόντων εις βάρος ευρύτερων συνόλων και κατά συνέπειαν, μπλοκάρει την αλλαγή και την ανάπτυξη.

Η εμπειρία ορισμένων ευρωπαϊκών και σκανδιναβικών κρατών (π.χ. Γερμανία, Βρετανία, Αυστρία, Νορβηγία, Σουηδία) την τελευταία εικοσαετία δείχνει ότι ο κορπορατιβισμός, σαν μέθοδος ενσωμάτωσης των εργατικών σωματείων στο σύστημα, προωθήθηκε, υποστηρίχτηκε και εφαρμόστηκε με τυπικές και άτυπες μορφές από σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Η τριμερής συνεργασία εργατικών συνδικάτων, εργοδοτών και κράτους πήρε λίγο – πολύ οργανωμένες μορφές νομιμοποιώντας στρατηγικούς οικονομικούς και εισοδηματικούς στόχους και πολιτικές. Απέδωσε ορισμένα αποτελέσματα αλλά δημιούργησε και μπλοκαρίσματα. Οι κορπορατιστικές δομές έδειξαν μεγάλη ανθεκτικότητα.

Η ενσωμάτωση των εργατικών σωματείων στο σύστημα προϋποθέτει επίσης την αποδοχή από τη μεριά τους κριτηρίων ανάπτυξης και κέρδους εντός της καπιταλιστικής λογικής, πράγμα που καθορίζει τη φύση και την έκταση των μισθολογικών και άλλων διεκδικήσεων.

Οι μακροοικονομικές επιδόσεις και οι στόχοι του συστήματος αφορούν πλέον άμεσα τα συνδικάτα τα οποία συμμετέχουν ενεργά στη διαμόρφωσή τους. Ενσωμάτωση και θεσμοποίηση των συγκρούσεων επιφέρουν ουσιαστικές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις.

Συντεχνιακές δομές και ιδέες δέχτηκαν πλήγματα στην περασμένη δεκαετία με την άνοδο στην εξουσία συντηρητικών κυβερνήσεων που εφάρμοσαν νέες φιλελεύθερες συνταγές καπιταλιστικής ανάκαμψης και επεδίωξαν να σπάσουν τα συντεχνιακά συμφέροντα με επεμβάσεις και ρυθμίσεις στη νομοθεσία για την οργάνωση των συνδικάτων και στον τομέα της αγοράς εργασίας.

Η καθυστέρηση με την οποία προβάλλονται και προωθούνται παρόμοιες ή ταυτόσημες ιδέες στην Ελλάδα -όπως η προεκλογική πρόταση του ΠΑΣΟΚ περί κοινωνικού συμβολαίου που αντιγράφει σχεδόν τις ιδέες του βρετανικού Εργατικού Κόμματος της δεκαετίας του 1970 (!) ή οι δειλές ενώσεις φιλελευθεροποίησης στο οικονομικό σώμα που αποτολμά (!) η σημερινή κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας- αποκαλύπτουν τις ιδιομορφίες, στρεβλώσεις και δυσκαμψίες της ελληνικής περίπτωσης καθώς ταυτόχρονα ορισμένες ισχυρές τάσεις στο συνδικαλισμένο εργατικό κίνημα δεν έχουν ακόμα εγκαταλείψει την παλιά «ταξική» λογική και τις συντεχνιακές αντιλήψεις.

Η συνδικαλιτική ηγεσία, αντί να μέμφεται τα κόμματα της αντιπολίτευσης για χλιαρή και υποτονική υποστήριξη στις διεκδικήσεις και τους στόχους της, αντί να εκλιπαρεί την πολιτική τους κάλυψη θα έπρεπε να αναζητήσει ένα πιο αδέσμευτο και αυτόνομο ρόλο από τα πολιτικά κόμματα. Και θα έπρεπε να ξεκινήσει τις διαδικασίες εκείνες που θα της επιτρέψουν να καθορίσει με σαφήνεια τη στάση της απέναντι στα σημερινά προβλήματα χωρίς υπεκφυγές και έχοντας συνείδηση ότι αργά ή γρήγορα θα κληθεί να κάνει οριστικές επιλογές στην πράξη για το αν επιθυμεί να «εργαστεί» εντός του συστήματος.