ΜΙΑ ΜΕΤΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΑΔΑ
Είναι αμφίβολο αν ποτέ επιφυλάχτηκαν τόσα κοσμητικά επίθετα για οικονομικό νομοσχέδιο όσα γι’ αυτό του κ. Σουφλιά. Αλλά, ταυτόχρονα, δεν είναι και καθόλου περίεργο, καθώς το νομοσχέδιο αποσκοπεί να επιβάλει ένα πλαίσιο ρυθμίσεων το οποίο αναμένεται να επιφέρει ουσιαστικές αλλαγές στις σχέσεις των κοινωνικών ομάδων, καθώς δημιουργεί ανακατατάξεις και ένα νέο νομικό και πραγματικό περίγραμμα για τη διεξαγωγή των ανταγωνισμών.
Πέραν της συζήτησης περί των πλέον πρόσφορων μέσων οικονομικής πολιτικής για την αντιμετώπιση των οξυμένων μακροοικονομικών ανισορροπιών, είναι φανερό ότι αυτή τη φορά, σ’ αντίθεση με την περίοδο του οικονομικού σταθεροποιητικού προγράμματος της περιόδου 1985-87, ο ιδεολογικός πυρήνας του νομοσχεδίου είναι σαφής και εμφανής.
Τότε, η πραγματικότητα της αναγκαίας μονόπλευρης λιτότητας με τη δημοσιονομική πειθαρχία που εν μέρει επιχειρήθηκε να επιβληθεί, δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει μια νέα αντι-καταναλωτική αντίληψη ή τις συνθήκες για μια νέα ισορροπία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού. Το σταθεροποιητικό εγχείρημα κατέρρευσε μετ’ ου πολύ, υπό το βάρος της επικρατούσας κρατικιστικής και λαϊκιστικής ιδεολογίας. Εξανεμίσθηκαν, έτσι, όχι μόνο τα κέρδη μεγέθους αλλά και οι απόψεις που υπό τον μανδύα του εκσυγχρονισμού αποσκοπούσαν σε μια νέα ισορροπία δημόσιου και ιδιωτικού.
Τώρα, το νομοσχέδιο του κ. Σουφλιά, ενσωματώνει μια συγκεκριμένη ιδεολογική κατεύθυνση υπέρ του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Πρόκειται για μια μεταλλαγή της οικονομικής ιδεολογίας στην μεταπολεμική Ελλάδα, που η σημασία της δεν έχει πλήρως συνειδητοποιηθεί, ακόμα και σαν συμβολική χειρονομία. Όχι μόνο γιατί προέρχεται από έναν πολιτικό χώρο, ο οποίος εξέθρεψε και στήριξε ιδεολογικά και πολιτικά σε σημαντικό βαθμό το συντεχνιακό και πελατειακό κράτος επεκτείνοντας τα όριά του, αλλά γιατί συνάμα εκπηγάζει από την ανάγκη, από την οποία, ως γνωστόν, πείθονται ακόμα και οι θεοί.
Γιατί, καμιά ρητορική έξαρση ή αντιπολιτευτική φλυαρία, δεν μπορεί να αποκρύψει το γεγονός ότι οι αντιρρήσεις είναι κατ’ ουσίαν μεθοδολογικές. Διότι, δεν θα ήταν δυνατό να υποστηρίξει κανείς στα σοβαρά, ότι η σωτηρία θα μπορούσε να προέλθει από τον κρατικό τομέα, όταν ο ίδιος έχει κυριολεκτικά χρεοκοπήσει. Όταν η εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους θα απορροφήσει το 60% των δημοσίων εσόδων το 1991. Όταν το Δημόσιο αποστραγγίζει τον ιδιωτικό τομέα από αναγκαίους πιστωτικούς πόρους. Όταν το ποσοστό των δημοσίων δαπανών επί του ΑΕΠ είναι το υψηλότερο στην ΕΟΚ (αλλά με υπηρεσίες του δημόσιου τομέα και δαπάνες για υγεία και παιδεία χαμηλοτάτου συγκριτικά επιπέδου), ενώ το ποσοστό των κρατικών εσόδων επίσης το χαμηλότερο στην ΕΟΚ, η δε αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους 2 προς 1. Όταν οι μισθοί και συντάξεις καλύπτουν το 31% των συνολικών δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού και η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους το 33,5%, συνολικά δηλαδή το 64,5% των δαπανών, τι απομένει;
Υπολογίζεται ότι η υλοποίηση των ρυθμίσεων του νομοσχεδίου μπορεί να οδηγήσει στη μείωση του δημόσιου τομέα μέχρι και 20%, οπότε και πάλι θα καλύπτει πάνω από το 50% της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας.
Αποκρατικοποίηση, λιγότερο κράτος. Σοβαρές ενστάσεις δεν υπάρχουν. Πρόκειται για αίτημα γενικά αποδεκτό, εφ’ όσον όλες οι συνταγές που έχουν δοκιμασθεί έχουν αποτύχει ή εν πόση περιπτώσει δεν μπορούν πλέον ούτε ανάπτυξη να παράγουν, για να χρηματοδοτήσουν το κοινωνικό κράτος και να αναδιανείμουν το πλεόνασμα, ούτε να ανταποκριθούν στις σημερινές συνθήκες, που καθορίζει το διεθνές περιβάλλον.
Παρ’ όλα αυτά στην επιφάνεια η ιδεολογική διαμάχη πολώνεται μανιχαϊστικά μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, όπου εκατέρωθεν υποστηρίζονται με φανατισμό οι αποκλειστικές αρετές τους.
Από τη μια μεριά ορισμένοι συμπεριφέρονται σαν η αποκρατικοποίηση να σημαίνει και την κατάρρευση κάθε έννοιας του δημόσιου ή κάθε αντίληψη περί κράτους προνοίας – το οποίο έτσι κι αλλιώς πάντα εκμεταλλεύονται καλύτερα οι μεσαίες τάξεις. Είναι πρόθυμοι, επομένως, να υποστηρίξουν άκριτα οτιδήποτε φέρει την επωνυμία, ψευδώνυμη ή μη, του κρατικού.
Από την άλλη, ορισμένοι λάτρεις του ιδιωτικού συμπεριφέρονται πράγματι σαν τη γεροντοκόρη που ανακάλυψε τις χαρές του έρωτα. Αλλά και όσοι τις έχουν δοκιμάσει πριν φθάσουν στη φυσική γήρανση δεν φαίνεται να έχουν διδαχθεί ότι η σταυροφορία για τη συρρίκνωση των ορίων του κράτους δεν απέδωσε πλήρως τα αναμενόμενα, ούτε στη χώρα όπου εφαρμόστηκε μια ακραία μορφή νεο-φιλελευθερισμού, τη Βρεταννία της κ. Θάτσερ.
Είναι γεγονός, ότι ούτε ο Ρέηγκαν ούτε η κ. Θάτσερ κατάφεραν ουσιαστικά να μειώσουν τις δημόσιες δαπάνες. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι στις 7 μεγαλύτερες οικονομίες των χωρών του ΟΟΣΑ οι δημόσιες δαπάνες αυξήθηκαν από 29% του ΑΕΠ το 1960 σε 39% σήμερα, με έντονες αυξητικές πιέσεις.
Το θέμα είναι ότι η αύξηση των δημοσίων δαπανών μπορεί να προέλθει είτε από αυξημένο κρατικό δανεισμό -με σοβαρές συνέπειες στα επιτόκια και τον πληθωρισμό- είτε από την αύξηση των φόρων. Η πρώτη «μέθοδος» έχει σχεδόν εξαντληθεί στην περίπτωση της Ελλάδας, η δε δεύτερη είναι, για ορισμένες κρίσιμες κατηγορίες, εξαιρετικά δυσχερής καθ’ ότι αντιστέκονται σθεναρά στη δήθεν αφαίμαξή της. Την ίδια στιγμή απαιτείται από όλους περισσότερο και καλύτερο κοινωνικό κράτος.
Η αόρατος χειρ του Ανταμ Σμιθ επέτυχε, όπου συνέτρεξαν κι άλλες ευνοϊκές συνθήκες καπιταλιστικής ανάπτυξης, να δημιουργήσει τη σημερινή ευημερία και να απαλλάξει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού από την εξαθλίωση και τη φτώχεια. Η ορατή χειρ -η κρατική παρέμβαση- χρειάστηκε όχι μόνο για να δημιουργήσει το πλαίσιο δράσης της αοράτου, αλλά και για να προστατεύσει όσους οι συνθήκες και οι νόμοι της αγοράς έθεταν στο περιθώριο και για να προμηθεύσει ποσοτικά και ποιοτικά ισότιμα στους πολίτες υπηρεσίες αναγκαίες για τη διατήρηση και αντοχή του κοινωνικού συνόλου. Δεν εξάλειψε τις ταξικές διαφορές ούτε τροποποίησε εκ βάθρων τις κοινωνικές αφετηρίες.
Η ορατή χειρ χρειάζεται και σήμερα. Γιατί ουδείς, υποθέτω, θα ήθελε να οξυνθούν και στην Ελλάδα φαινόμενα περιθωρίου μαζικών διαστάσεων, μαζικές ομάδες underclass ή η περαιτέρω υποβάθμιση του περιβάλλοντος που συμβαδίζει με την αύξηση του πλούτου.
Πέρα, λοιπόν, από τις αντιστάσεις στον εκσυγχρονισμό, που αναπόφευκτα χρωματίζεται από τις πολιτικές δυνάμεις που τον επιβάλλουν, μια στείρα ιδεολογική διαμάχη μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού δεν θα οδηγούσε πουθενά. Αντίθετα, η πραγματική συζήτηση πρέπει να αφορά τους σκοπούς και τα όρια του σημερινού κράτους στις ελληνικές συνθήκες, την προαγωγή της συνολικής ευημερίας και τη συμβολή του δημόσιου και του ιδιωτικού σε μια κοινωνία χωρίς αποκρουστικά φαινόμενα.