Ο ΦΑΥΛΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΩΝΕΙΑΣ
Αναμένεται ότι η κυβέρνηση θα καταθέσει στη Βουλή νομοσχέδιο που θα επιφέρει ορισμένες αλλαγές στη Δημόσια Διοίκηση και ότι θα επιδιώξει την ταχεία ψήφισή του. Η έκταση των διορθωτικών ή ριζικών επεμβάσεων στο ασθενούν σώμα της Δ.Δ. δεν είναι γνωστή. Ωστόσο, εύχεται κανείς η κυβέρνηση να δράσει σύντομα διότι, πράγματι, η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο.
Συστατικό στοιχείο της παθολογίας της Δ.Δ. αποτελεί το υπεράριθμο των υπαλλήλων. Σε μια τυπική δημόσια υπηρεσία, οι μισοί τουλάχιστον υπάλληλοι είναι στην ουσία άεργοι και υποαπασχολούμενοι, όσο ευφάνταστη ηγεσία κι αν υπάρχει στην εξεύρεση νέων γραφειοκρατικών διαδικασιών ενασχόλησης. Κανείς βέβαια διευθυντής δε διαννοείται να αναφέρει εγγράφως ότι στο χώρο αρμοδιότητάς του απασχολεί υπεράριθμους υπαλλήλους, πρώτον διότι το μέγεθος της υπηρεσίας θεωρείται ενισχυτικό του κύρους του διευθυντή, δεύτερον διότι ελέγχονται περισσότεροι ανθρώπινοι και υλικοί πόροι και τρίτον διότι συντεχνιακά συμφέροντα πιέζουν να αποδείξουν ότι «όλοι χρειάζονται», θεωρώντας ιερό χρέος τους την υπεράσπιση της απασχόλησης. Έτσι, γραφειοκρατική και συντεχνιακή λογική συγκαλύπτουν το μέγεθος της μόνιμης αεργίας και υποαπασχόλησης.
Το υπόλοιπο ήμισυ των υπαλλήλων χωρίζεται σε δύο βασικές κατηγορίες:
α) στους αναγκαστικά άεργους και υποαπασχολούμενος και
β) τους υποχρεωτικά εργαζόμενους (ενδιάμεσες κατηγορίες, διασταυρώσεις και αποχρώσεις είναι πάντα δυνατές, αλλά δεν αλλοιώνουν τη βασική διάκριση). Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν όσοι υπάλληλοι παραμερίζονται σαν «μη συνεργάσιμοι» πολιτικά μη έμπιστοι κ.λπ. και ρίχνονται στον καιάδα της ανυπαρξίας από το νέο κόμμα που αναλαμβάνει την εξουσία. Αρχίζουν τότε οι μετακινήσεις γραφείων, γραφομηχανών και άλλων επίπλων καθώς και υπάλληλων, συνήθως από τα άνω δώματα προς τα κάτω. Τους αντικαθιστούν πρώην άεργοι υπάλληλοι, οπαδοί του κόμματος που ήταν προ ολίγου στην αντιπολίτευση, που μεταπίπτουν τώρα στη δεύτερη κατηγορία των αναγκαστικά εργαζομένων. Κάποιο έργο αρχίζει να παράγεται και διότι θεωρείται ότι το κόμμα θα πρέπει να τύχει της δέουσας υποστήριξης από την κρατική μηχανή και με την προσδοκία βελτίωσης της υπηρεσιακής κατάστασης, προσδοκίας σύμφωνης με τις αξίες και τα κριτήρια ανόδου που επικρατούν στην κρατική γραφειοκρατική οργάνωση.
Όσοι υπάλληλοι περνούν εναλλάξ στην αντιπολίτευση οργανώνονται, συσπειρώνονται, συνδικαλίζονται και αναμένουν την ανατροπή της κατάστασης για να πάρουν «εκδίκηση». Ρόδα είναι και γυρίζει. Έτσι στην πραγματικότητα ένα ελάχιστο ποσοστό υπαλλήλων εργάζεται και αποδίδει. Ποιος ευθύνεται γι’ αυτόν τον φαύλο κύκλο;
Είναι φανερό ότι την πολιτική ευθύνη φέρουν αποκλειστικά τα πολιτικά κόμματα, που όταν ανέρχονται στην εξουσία επιδιώκουν να διευρύνουν αντί να μειώσουν την έκταση της πατρωνείας. Κάθε υπουργός προσπαθεί να εδραιώσει την πολιτική του βάση στον συγκεκριμένο χώρο κυβερνητικής ευθύνης που αναλαμβάνει και να αποκτήσει προσβάσεις και διακλαδώσεις στους άλλους χώρους, εφ’ όσον το σύστημα της πολιτικής πελατείας σ’ αυτό το επίπεδο λειτουργεί με την αρχή της ανταποδοτικότητας μεταξύ των υπουργικών φέουδων.
Πέρα από τις θέσεις απασχόλησης που μπορούν να εξασφαλισθούν ή να διευρυνθούν, ο κάθε υπουργός διαθέτει τεράστια μέσα επίδρασης πάνω στο ανθρώπινο δυναμικό του υπουργείου του. Ο πολιτικός έλεγχος του διοικητικού μηχανισμού εξασφαλίζεται από τα πάνω προς τα κάτω με τις τοποθετήσεις στις διάφορες διοικητικές βαθμίδες πολιτικά «έμπιστων» προσώπων, τα οποία με τη σειρά τους φροντίζουν να δημιουργήσουν τον δικό τους κύκλο «εμπίστων».
Προνόμια και μικροπρονόμια, μισθολογικά ή άλλα, που συνδέονται με τις θέσεις αυτές, αποτελούν «τα λάφυρα της εξουσίας».
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι η Δημόσια Υπηρεσία θεωρείται από την πολιτική ηγεσία πρωταρχικά σαν χώρος απασχόλησης, πολιτικής πελατείας και κοινωνικής πολιτικής, όχι σαν χώρος επαγγελματικής καριέρας, όπου επαγγελματίες αναλαμβάνουν την εκτέλεση της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής στον τομέα τους.
Εννοείται ότι ουδείς κρίνεται από τα προσόντα του, τις ικανότητές του, την εργατικότητα και παραγωγικότητά του, τη δημιουργική του έμπνευση, τις προτάσεις του κ.λπ., με κριτήρια δηλαδή που εφαρμόζονται σε δομές επαγγέλματος. Η αξιοκρατία, την οποία όλα τα κόμματα επαγγέλλονται ουδένα όμως εφαρμόζει όταν έρχεται στην εξουσία, είναι φυσικά ανύπαρκτη και πολιτικά ύποπτη. Όλοι όμως υποκρίνονται, μολονότι την υπερθεματίζουν: οι υπουργοί με την άσκηση της πατρωνείας και οι υποψήφιοι δημόσιοι υπάλληλοι που συνωστίζονται στους προθαλάμους των πολιτικών γραφείων, επιδιώκοντας την απασχόληση στο Δημόσιο. Η κοινή γνώμη καταγγέλλει την γραφειοκρατία την οποία ταυτόχρονα επιδιώκει, αενάως τροφοδοτεί και λατρεύει.
Τέλος, οι ίδιοι οι υπάλληλοι γνωρίζοντες τους κανόνες του παιγνιδιού, κλείνουν τον αδιάσπαστο φαύλο κύκλο: προσκολλώνται στα κόμματα, στις παρατάξεις, περιμένοντας την ανταμοιβή του αύριο, εφ’ όσον τίποτα άλλο από τα υπόλοιπα δεν μετράει στην υπηρεσιακή τους ανέλιξη.
Μεταβάλλονται σε πραγματικούς πολιτικούς χαμαιλέοντας. Χαμηλό ηθικό, ανύπαρκτη παραγωγικότητα, κυνισμός, απογοήτευση, κλειστοί ορίζοντες, συμπληρώνουν την εικόνα.
Την κατάσταση αυτή υποδαυλίζει, συντηρεί και θωπεύει ο λαϊκίστικός και δημαγωγικός συνδικαλισμός, που εκφράζει βέβαια και την πλειοψηφία των χαμηλόβαθμων υπαλλήλων.
Διερωτάται λοιπόν κανείς: μια κρατικοδίκαιη κοινωνία δεν έχει και τη Δημόσια Διοίκηση που της αξίζει; Δεν αντανακλά τις αξίες και τις προσδοκίες της;