Μαργαρίτα Δρίτσα, Βιομηχανία και Τράπεζες στην Ελλάδα τον Μεσοπολέμου, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1990, σελ. 600.
Μια μελέτη για την περίοδο του μεσοπολέμου, που παρέχει άφθονα στατιστικά στοιχεία και οικονομικές πληροφορίες
Η οικονομική ιστορία στην Ελλάδα μόλις πρόσφατα γνώρισε κάποια σχετική άνθηση. Πρωτεργάτες, ιστορικοί με σπουδές στην Ευρώπη που μέσω της Διεύθυνσης Προγράμματος Ερευνών και της Επιτροπής Ιστορίας της Εθνικής Τραπέζης και με την ενεργό συμπαράσταση και ενθάρρυνση των διοικήσεων της κατάφεραν να σχεδιάσουν και να δώσουν πνοή σε έρευνες, αξιοποιώντας το πολύτιμο ιστορικό αρχείο της Τραπέζης. Η δουλειά υποδομής και τα ερευνητικά προγράμματα έχουν παράγει μέχρι σήμερα αξιόλογες μελέτες, που εύχεται κανείς να συνεχιστούν διότι συμβάλλουν ανυπολόγιστο στην κατανόηση της ιστορικής εξέλιξης και διαμόρφωσης της οικονομικής δομής της χώρας και του ρόλου που διαδραμάτισαν βασικοί θεσμοί, όπως η Εθνική Τράπεζα.
Η εργασία της Μαργαρίτας Δρίτσα διαμορφώθηκε στο πλαίσιο αυτών των προσπαθειών με επιλογή της περιόδου του μεσοπολέμου και με επίκεντρο το ρόλο των τραπεζών στην ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας. Μολονότι αφετηρία και κέντρο προβληματισμού της μελέτης αποτελεί η Εθνική Τράπεζα -με έμφαση στη δράση και, στρατηγική της. στην πιστωτική της πολιτική προς τη βιομηχανία και ιδιαίτερα προς ορισμένους κλάδους της- εν τούτοις επιχειρείται ευρύτερα η διερεύνηση του προτύπου ανάπτυξης που επικράτησε στην Ελλάδα στο μεσοπόλεμο. Επισημαίνονται επίσης οι μηχανισμοί, τα θεσμικά και εθιμικά πλαίσια που προώθησαν ή ανέστειλαν τη βιομηχανική ανάπτυξη τόσο μέσω των επενδύσεων όσο και μέσω κοινωνικών διαδικασιών.
Η μελέτη αξιοποιεί το αρχείο εταιριών της Τραπέζης και εντάσσει τα προβλήματα ανάπτυξης της βιομηχανίας και τις σχέσεις της με τις τράπεζες και στο διεθνές περιβάλλον όσο και στην ελληνική συγκυρία. Πρόκειται για συνεκτίμηση παραγόντων που είναι ουσιαστικοί στο να επισημανθούν οι επιδράσεις που ασκήθηκαν στη μορφολογική διάπλαση της βιομηχανίας.
Από την έρευνα, η οποία παρέχει άφθονα στατιστικά στοιχεία και χρησιμοποιεί βρετανικές και γαλλικές πηγές για την άντληση οικονομικών πληροφοριών, προκύπτει ότι στο μεσοπόλεμο επεκράτησαν τελικά οι δυνάμεις της αδράνειας μάλλον παρά ο επιθυμητός εκσυγχρόνισες, που παρέμεινε ανεκπλήρωτο αίτημα. Η κατανομή ίων διαθέσιμων πόρων δεν επέτρεψε την πραγματική απογείωση (take off) της ελληνικής βιομηχανίας και τον τεχνολογικό της εκσυγχρονισμό. Από την άλλη μεριά, οι τραπεζικοί θεσμοί δεν έδειξαν την προσαρμοστικότητα εκείνη που χρειαζόταν η βιομηχανία ούτε επέδειξαν τον απαιτούμενο δυναμισμό. Συνέπλευσαν μάλλον με τις επιλογές της πολιτικής ηγεσίας κι απ’ αυτήν την άποψη με κανένα τρόπο δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας σαφούς και συγκροτημένης κρατικής πολιτικής για τη βιομηχανία που εμφανώς απουσίαζε. Κατά συνέπεια, τα σοβαρά προβλήματα ανισορροπίας παραπέμφθηκαν προς επίλυση σε ενθετότερο χρόνο.
Ένα δείγμα της διαφοράς μεταξύ επιφάνειας και πραγματικότητας ίσως δίνει μια παρατήρηση ξένων που αναφέρει η Δρίτσα στο βιβλίο της (σελ. 97) για την οικονομική κατάσταση της δεκαετίας του 1920 και η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να μεταφερθεί σχεδόν αυτούσια στις μέρες μας: «Το χρήμα φαίνεται μάλλον άφθονο», αναφέρεται σχετικά, «και οι πολυτελείς δαπάνες είναι ο κανόνας σε όλες τις τάξεις… αυτοκίνητα κυκλοφορούν κατά εκατοντάδες ακόμα και στις επαρχίες και τα νησιά… οι κινηματογράφοι και τα καφενεία αυξάνονται σε αριθμό και πολυτέλεια και η χώρα γενικώς εμφανίζει όλα τα σημάδια της ευημερίας». Και να φανταστεί κανείς ότι πρόκειται για την Ελλάδα των προσφύγων, αμέσως μετά την μικρασιατική τραγωδία.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει το κεφάλαιο του βιβλίου για τους πρόσφυγες. Η Δρίτσα ανατρέπει την επικρατούσα άποψη ότι οι πρόσφυγες συντέλεσαν αποφασιστικά στη δημιουργία εργατικής τάξης και τη συνειδητοποίησή της. Τα στοιχεία που παραθέτει και η ανάλυσή τους δείχνουν ότι οι πολιτικές επιλογές επιδίωξαν και επέτυχαν κυρίως τη δημιουργία μικροϊδιοκτητών και στη γεωργία και στη «βιομηχανία». Το βάρος της κρατικής πολιτικής έπεσε δηλαδή στον αγροτικό τομέα. Εκεί, η μεγαλύτερη σαφήνεια στόχων και μέτρων επέτρεψαν τη θετική προσφορά των προσφύγων. Όπως θετική υπήρξε και η συμβολή τους σε άλλους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. π.χ. το εμπόριο.
Βέβαια, πολλοί πρόσφυγες συγκεντρώθηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα, των οποίων ο πληθυσμός διογκώθηκε. Αλλά η αποκατάστασή τους περιορίστηκε κυρίως στην επίλυση του στεγαστικού προβλήματος παρά στα διάφορα επαγγέλματα της εποχής. Αντίθετα, ο συνωστισμός που παρατηρήθηκε σ’ αυτά ήταν αρκετά εμφανής. «Οι περιορισμένες υπηρέτριες στην Κηφισιά», έγραφε τότε ο πρόεδρος της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, «ανήκαν στους πρόσφυγες». Δεν υπήρχαν, βλέπετε, τότε Φιλιππινέζος.