ΜΟΝΟ ΜΕ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ ΘΑ ΟΡΘΟΠΟΔΗΣΟΥΝ ΟΙ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Η μετάβαση των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης από το μονοκομματικό και ολοκληρωτικό σύστημα σε πολυκομματικό δημοκρατικό και κοινοβουλευτικό καθεστώς αποτελεί πλέον γεγονός. Μία μετά την άλλη οδεύουν προς τη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών που καταγράφουν τις πολιτικές τάσεις και θα οδηγήσουν κατά κανόνα στο σχηματισμό κυβερνήσεων συνασπισμού.
Η εκτίμηση αυτή προκύπτει από την πανσπερμία των πολιτικών κομμάτων που συμμετέχουν στις εκλογές. Πρόκειται για απόλυτα φυσιολογικό φαινόμενο μετά από δεκαετίες κατάψυξης των πολιτικών δυνάμεων. Και δεν είναι καθόλου περίεργο ότι αναβιώνουν προπολεμικοί πολιτικοί σχηματισμοί και κόμματα με μακρά παράδοση, καθώς επίσης το ότι σημειώνονται ομαδοποιήσεις γύρω από πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα που έλκουν τα πρότυπά τους από τα αντίστοιχα δυτικά.
Μετά τις πρώτες εκλογές είναι βέβαιο ότι η ρευστότητα των πολιτικών σχηματισμών θα μειωθεί κι ότι το κομματικό σύστημα θα αποκτήσει σταδιακά κάποια σχετική σταθερότητα, διαμορφώνοντας τις κύριες πολιτικές δυνάμεις κάθε χώρας. Οι συγγένειες με τα δυτικά κόμματα και ρεύματα θα ενισχυθούν.
Η οικοδόμηση δημοκρατικών θεσμών και κοινωνίας των πολιτών, θα απαιτήσει χρόνο, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει οδός επιστροφής. Ακόμα και τα πλέον αρτηριοσκληρωτικά ΚΚ της Δύσης, αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα των εξελίξεων αυτών, μολονότι συχνά η καθυστερημένη προσχώρησή τους στην αποδοχή των δυτικών πολιτικών προτύπων και η ευλογία που παρέχουν στις αλλαγές αυτές συνοδεύονται από τις συνήθεις τοποθετήσεις περί «γραφειοκρατικών παραμορφώσεων» και τα παρόμοια του «σοσιαλιστικού μοντέλου».
«Απωλεσθείς παράδεισος»
Όμως πολλοί διανοούμενοι της Αριστεράς εξακολουθούν ακόμα να κλαυθμηρίζουν για τον «απω- λεσθέντα παράδεισο» των κοινωνικών κατακτήσεων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», μολονότι χαιρετίζουν τη μετάβαση στην πολιτική ελευθερία και τη δημοκρατία.
Κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να αποδείξει ποια ήταν η έκταση και η ποιότητα των «κατακτήσεων» αυτών σε σύγκριση με ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης και ποιες οι πηγές των μεγάλων κοινωνικών ανισοτήτων που επικρατούσαν. Τα στοιχεία που ήδη δημοσιεύονται στις χώρες αυτές (π.χ. τα 40 εκ. των Σοβιετικών πολιτών που ζούν κάτω από το όριο της φτώχειας, το επίπεδο των πραγματικών μισθών στην Ουγγαρία που βρίσκεται ακόμα στο 1973 κ.λπ), οι κοινωνιολογικές έρευνες και όσα προκόψουν από μελέτες που γίνονται σίγουρα, θα καταρρίψουν και αυτόν το μύθο.
Απομένουν τα επιχειρήματα περί πλήρους απασχολήσεως, ανύπαρκτης ανεργίας κ.λπ., που υποτίθεται ότι δείχνουν την «αποτελεσματικότητα» της διευθυνόμενης οικονομίας.
Πολλοί δεν μπορούν να κατανοήσουν γιατί εγκαταλείπεται «ο παράδεισος» αυτός για ένα σύστημα αγοράς του οποίου οι σκοτεινές και άσχημες πλευρές είναι γνωστές στη Δύση.
Η απάντηση είναι περισσότερο απλή απ’ ό,τι φαίνεται και τη δίνουν φυσικά οι ίδιοι οι λαοί των χωρών αυτών. Εάν επρόκειτο περί παραδείσου δεν θα ήταν πράγματι εύκολο να εγκαταλειφθεί. Αλλά ακόμα κι αν ήταν έτσι, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η πολιτική ελευθερία θα μπορούσε να εξαγοραστεί ή να συμψηφισθεί με επίπεδα ευημερίας που πόρω απέχουν απ’ αυτά της Δύσης. Υποτιμάται εδώ η δύναμη των ιδεών και της ελευθερίας που καταδίωκε τα καθεστώτα αυτά από τη σύστασή τους. Υποτιμάται η αυτονομία της πολιτικής σφαίρας και οι αξίες των δημοκρατικών πολιτικών αρχών σαν αδιαπραγμάτευτο πλαίσιο των σχέσεων του πολίτη με το κράτος, της κοινωνικής οργάνωσης και των κοινωνικών συγκρούσεων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κατάσταση της οικονομίας των χωρών αυτών είναι τόσο τραγική ώστε οι επιλογές που προσφέρονται να είναι πολύ περιορισμένες.
Ημίμετρα δεν μπορούν να αποδώσουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι χώρε^ που προσπάθησαν στο παρελθόν να εισάγουν σταδιακά θεσμούς της οικονομίας της αγοράς (π.χ. Ουγγαρία, Πολωνία, Γιουγκοσλαβία) βρίσκονται σήμερα σε δυσχερέστερη κατάσταση σε σύγκριση με τις άλλες. Αντιμετωπίζουν υπερπληθωρισμό και σοβαρή κρίση εξωτερικού χρέους. Οι δειλές μεταρρυθμίσεις που έκαναν απέτυχαν, διότι δεν μπόρεσαν να λειτουργήσουν στο πλαίσιο ενός διατεταγμένου οικονομικού συστήματος.
Κατά συνέπεια είναι αναγκασμένες τώρα να περάσουν με ένα άλμα στην αντίπερα όχθη, διότι κάθε άλλη προσπάθεια θα πέσει στο κενό. Το εγχείρημα αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο γιατί λείπουν παντελώς οι θεσμοί της ελεύθερης αγοράς (η επιχειρηματική δεξιότητα, το σύστημα τιμών, το τραπεζικό σύστημα, το μάρκετινγκ κ.λπ), ο δε ανταγωνισμός θα είναι σκληρός σε συνθήκες διεύρυνσης και ολοκλήρωσης της παγκόσμια αγοράς. Αναπόφευκτα, προτείνονται και θα επιβληθούν από τους διεθνείς πιστωτικούς οργανισμούς και τις δυτικές κυβερνήσεις σκληρά μέτρα λιτότητας και δημοσιονομικής πειθαρχίας ώστε να δαμαστεί ο πληθωρισμός, να επέλθει η αναγκαία νομισματική μεταρρύθμιση, να περιοριστεί το εξωτερικό χρέος (το οποίο ανέρχεται σε πάνω από 100 δισ. δολάρια), να περιοριστούν οι κρατικές επιχορηγήσεις κ.λπ. Μέτρα που θα συντείνουν στη δημιουργία και ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα και θα χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη. Η εθνική οικονομική αυτονομία αναπόφευκτα θα περιορισθεί.
Οι διορθωτικοί της αγοράς μηχανισμοί, όταν αυτή θ’ αρχίσει να αποδίδει, θα τεθούν σε κίνηση αργότερα, όταν επίσης ωριμάσουν και στο πολιτικό επίπεδο οι αντιλήψεις που δεν εμπιστεύονται όλα στον αυτοματισμό της και την αδυσώπητη ηθική της. Τότε θα επέλθει μια νέα ισορροπία στο οικονομικό τους σύστημα, μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού και θα καθοριστεί με μεγαλύτερη σαφήνεια ο ρόλος του κράτους, και οι συνιστώσες της μικτής οικονομίας.
Αλλά όλα αυτά αποτελούν υποθέσεις που δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν στο εγγύς μέλλον. Προκύπτουν όμως από το παλινδρομικά κύματα των οικονομικών συστημάτων της Δύσης.
Ο δρόμος της πολιτικής επανάστασης μπορεί να σημείωσε αυτόματη επιτυχία, αλλά ο δρόμος της οικονομικής ανάκαμψης και ανασυγκρότησης περνά αναγκαστικά από την «κοιλάδα των δακρύων». Είναι μία προοπτική που φαίνεται ανυπόφορη κι αβάσταχτη για πληθυσμούς που έχουν τόσα υποστεί μετά τον πόλεμο. Η μετάβαση από την κόλαση της καθημερινής ζωής σε δυτικούς τύπους καταναλωτικής κοινωνίας δε θα είναι καθόλου εύκολη.
Αυτή η χρονική και θεσμική ασυμμετρία μεταξύ πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης και ανάπτυξης δημιουργεί και τους μεγαλύτερους κινδύνους για την εδραίωση και σταθερότητα των νεοπαγών δημοκρατικών καθεστώτων στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Προσδοκίες
Έχουν καλλιεργηθεί μεγάλες προσδοκίες για άμεση βελτίωση της κατάστασης που δεν είναι καθόλου ρεαλιστικές. Χωρίς την οικονομική και πολιτική στήριξη της Δύσης οι χώρες αυτές δεν μπορεί να ορθοποδήσουν και να αποδείξουν χειροπιαστά τα αγαθά της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Λαϊκιστές πολιτικοί και κατεστημένα συμφέροντα που θίγονται σοβαρά από το άνοιγμα της κοινωνίας και της οικονομίας, μπορεί να εκμεταλλευθούν τη λαϊκή δυσαρέσκεια, που κινείται συνήθως με άλματα, και να επιβάλουν διάφορες αυταρχικές πολιτικές λύσεις. Νέες ανισότητες που θα δημιουργηθούν μπορεί να τροφοδοτήσουν κινήματα παλινόρθωσης ή ακροδεξιές λύσεις με τη βοήθεια κρατικών μηχανισμών ιδιαίτερα σε περιπτώσεις εθνικιστικής κινητοποίησης και συγκρούσεων.
Το χάσμα μεταξύ των πολιτικών προσδοκιών και της οικονομικής πραγματικότητας δεν μπορεί να γεφυρωθεί παρά μόνο από τη Δύση, μ’ ένα ίσως νέο σχέδιο Μάρσαλ στο οποίο η συμβολή της Ευρώπης θα είναι ουσιαστική και καθοριστική.
Επικρατεί η λανθασμένη εντύπωση ότι οι οικονομικές αναγκαιότητες υπαγορεύουν συνήθως τις αλλαγές στο πολιτικό επίπεδο και συγκεκριμένα ότι η οικονομία της αγοράς επιβάλλει εξ ορισμού τη δημοκρατική εξέλιξη. Η ιστορική εμπειρία διαψεύδει μια τέτοια σχέση. Ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε για διακόσια περίπου χρόνια χωρίς δημοκρατία. Οι ηγέτες της Κίνας επεθύμησαν τις αγορές και τον καπιταλισμό αλλά όχι τη δημοκρατία και κατέληξαν στη σφαγή της Τιεναμέν. Δεξιά αυταρχικά καθεστώτα και στρατιωτικές δικτατορίες διαχειρίζονται σήμερα καπιταλιστικές οικονομίες. Γιατί δεν θα μπορούσαν να κάνουν το ίδιο αριστερά ολοκληρωτικά καθεστώτα;
Η δημοκρατία και η ελευθερία αναπτύχθηκαν στις προηγμένες χώρες της Δύσης κι αποδείχτηκαν ικανότερες να συνάπτουν κοινωνικά συμβόλαια με τους πολίτες σε σχέση με τις δικτατορίες και τα παντός είδους ολοκληρωτικά και αυταρχικά καθεστώτα. Συμβόλαια που διατηρούν την ελευθερία ακόμη και σε συνθήκες οικονομικά και κοινωνικά δυσχερείς, τουλάχιστον για ορισμένες κατηγορίες πολιτών. Η αξία της κατάκτησης αυτής, που συνήθως λοιδορείται από ορισμένα τμήματα της Αριστεράς σαν «αστική» ή «μη ουσιαστική», συνειδητοποιείται συνήθως μόνο όταν απωλεσθεί.
Οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, αν βοηθηθούν, μπορεί να δημιουργήσουν τις συνθήκες για να απαντήσουν με το δικό τους τρόπο στο αιώνιο πρόβλημα του άριστού συνδυασμού μεταξύ πολιτικής ελευθερίας και οικονομικής ισότητας.