Μνήμη Νίκου Πουλαντζά

Δέκα χρόνια μετά τον απροσδόκητο θάνατο του Νίκου Πουλαντζά, το κενό που άφησε στη μαρξιστική πολιτική θεωρία είναι ακόμα δυσαναπλήρωτο, αν πρόκειται ποτέ βέβαια να καλυφθεί εφ’ εξής, τη στιγμή που οι επαναστατικές αλλαγές στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης θα πρέπει λογικά να έχουν θρυμματίσει και τα τελευταία υπολείμματα απήχησης και κύρους της «μαρξιστικής-λενινιστικής» πολιτικής θεωρίας.

Το πολιτικό και πνευματικό κλίμα ήταν βεβαίως εντελώς διαφορετικό στην εποχή που συγκροτήθηκε και αναδείχθηκε η δεσπόζουσα επιστημονική φυσιογνωμία του Νίκου Πουλαντζά στον χώρο της μαρξιστικής θεωρίας, αποκτώντας μετέπειτα σημαντικές θεωρητικές και πολιτικές προεκτάσεις, πέρα από τον χώρο της Γαλλίας. Θα ήταν μάταιη εδώ κάθε απόπειρα σοβαρής αποτίμησης της θεωρητικής του προσφοράς.

Διότι και εκτενής είναι και διακυμάνσεις σημείωσε στη χρονική της τροχιά και αρκετά σύνθετη παρουσιάζεται ώστε να απαιτεί μια ιδιαίτερη εξοικείωση με ορισμένες έννοιες για να γίνει ευρύτερα αντιληπτή και κατανοητή ως προς τις πολιτικές της τουλάχιστον συνέπειες. Ας αρκεστούμε λοιπόν σ’ ορισμένες σκόρπιες παρατηρήσεις, που ελπίζω να επισημάνουν μερικές ουσιαστικές πτυχές της σκέψης και της προσφοράς του.

Θεωρητικά θεμέλια

To θεωρητικό έργο τον Πουλάντζά απετέλεσε ακρογωνιαίο λίθο και στήριγμα τον «ενρωκομμοννισμον» και της ανανέωσης των κομμουνιστικών κομμάτων στη Δντική Ενρώπη.

Ήταν κατ’ αρχήν ο Νίκος Πουλαντζάς γέννημα θρέμμα των σύγχρονων γαλλικών ρευμάτων σκέψης της εποχής εκείνης. Το έργο του είναι αδύνατον να «διαβαστεί» χωρίς επίγνωση του στρουκτουραλισμού και της ψυχανάλυσης, από όπου και τα δάνεια σε έννοιες είναι αρκετά μεγάλα, αλλά κυρίως χωρίς αναφορά στη θεωρητική προβληματική του Γάλλου φιλόσοφου Luis Althusser που με αφετηρία του το έργο του «Για τον Μαρξ» επέβαλε μια τελείως διαφορετική, «επιστημολογικά αντι-ουμα- νιστική» ανάγνωση του «Κεφαλαίου», τότε πολεμήθηκε και παρεξηγήθηκε πολύ.

Πάνω σ’ αυτά τα θεωρητικά θεμέλια έχτισε ο Πουλαντζάς προσπαθώντας να οικοδομήσει μια περιοχική (regional) θεωρία του «πολιτικού στοιχείου» και να ανασυγκροτήσει εκ βάθρων την ανύπαρκτη – εκτός από την παράδοση του λενινισμού – μαρξιστική πολιτική θεωρία.

Και είχε αυτή η προσπάθεια διττό σκοπό:

α) να καταπολεμήσει στον ακαδημαϊκό χώρο το κυρίαρχο επιστημολογικό «παράδειγμα» του λειτουργισμού (functionalism) που είχε καταφέρει να παράγει ένα άκρως συνεκτικό και συνεπές εννοιολογικό σώμα για τη μελέτη των πολιτικών συστημάτων π.χ. τα έργα του G. Α1- mod, Κ. Deuthc, D. Apter, S. Huntington, P. Nettle, S. Eisenstadt – ο Πουλαντζάς όχι μόνο ήταν βαθύς γνώστης των έργων αυτών, όχι μόνο αναγνώριζε την αξία τους, αλλά και μεμφόταν τους Γάλλους για επαρχιωτισμό, επειδή αγοούσαν στην ουσία αυτή την προβληματική – και

β) να δημιουργήσει μια θεωρητική και πολιτική δίοδο ανάμεσα στην παράδοση του Σταλινισμού, τη σταλινική κρατικολατρεία, την οποία καταπολέμησε με όλες του τις δυνάμεις, και την παράδοση της σοσιαλδημοκρατίας, καθ’ όλα επίσης κρατικολατρικής, αλλά φυσικά όχι βεβαρημένης με ολοκληρωματισμούς, γκουλάγκ και ταξικές γενοκτονές. Ήταν, κατά συνέπειαν, φυσικό να εστιάσει την ανάλυσή του στις κοινωνικές τάξεις και το κράτος, να εξετάσει τις σχέσεις τους για να καταλήξει σε μια αντίληψη για την εξουσία ως σχέση, ως συσχετισμό δυνάμεων, ως «συμπύκνιυση» ταξικών συσχετισμών μέσα στο κράτος. Ο Πουλαντζάς κατάφερε επίσης να ενσωματώσει δημιουργικά στο θειυρητικό του Corpus ορισμένες βασικές έννοιες και αντιλήψεις της προβληματικής του Γκράμσι. Τις αντιλήψεις του, για παράδειγμα, για τις περιπτώσεις καθεστώτων «εκτάκτου ανάγκης» και τις αναλύσεις του για τα διάφορα είδη κρίσης και ισορροπίας των κοινωνικο-πολιτικών δυνάμεων από τα οποία προκύπτουν, την έννοια της ηγεμονίας και το «συγκρότημα της εξουσίας». θεωρητικά η προσπάθεια του Πουλαντζά να λύσει τον «γόρδιο δεσμό» της μαρξιστικής θεωρίας, τον υποβαθμιστικό αναγωγισμό της reductionism, την άποψη δηλαδή περί προτεραιότητας της οικονομικής βάσης έναντι των άλλων «επιπέδων -του εποικοδομήματος του κλασικού μαρξισμού- απέτυχε. Ο ίδιος παραδεχόταν ότι αν αφαιρέσει κανείς το ότι η οικονομία είναι «σε τελευταία ανάλυση» η προσδιοριστική των άλλων σφαιρών, τότε ο μαρξισμός μένει μετέωρος.

Κοινωνική δομή

Παρά τη μεγάλη αυτονομία που απέδωσε στο «πολιτικό στοιχείο» ενός καπιταλιστικού κοινωνικού μετασχηματισμού, ο Πουλαντζάς δεν κατάφερε να διαρρήξει το οικονομικό κέλυφος. Ενώ προσπάθησε να αποφύγει την εργαλειακή αντίληψη για το κράτος -το κράτος ως «διαχειριστική επιτροπή της αστικής τάξης»- υποστηρίζοντας ότι έχει ανάγκη από κάποια αυτονομία απέναντι στα ιδιαίτερα καπιταλιστικά συμφέροντα, επειδή ακριβώς έχει ως αποστολή τη συνολική αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δεν αποφεύγει τελικά την αντίληψη ότι αποτελεί αρένα ταξικών ανταγωνισμών. Έτσι, μολονότι απορρίπτεται η αντίληψη του καπιταλιστικού κράτους ως ένα εργαλείο – αντικείμενο ή ως υποκείμενο, εν τούτοις παραμένουν εκτός θεωρητικής ανάλυσης οι οργανωτικές και θεσμικές πραγματικότητες που παρεμβαίνουν μεταξύ των κοινωνικών τάξεων και του κράτους.

Ο Πουλαντζάς, βέβαια, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η δική του αντίληψη υπογραμμίζει ότι οι ταξικές πρακτικές καθορίζονται από τη συνολική «δομική μήτρα», που συνίσταται από πολύπλοκες αρθρώσεις των οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών δομών. Αλλά και αυτή η θέση, πέρα από τη δομική της τελεολογία που συνεπάγεται, αφήνει άλυτο το πρόβλημα της θεωρητικοποίησης των πρακτικών που ο πρωταρχικός τους προσδιορισμός δεν προέρχεται από τη σφαίρα της οικονομίας ή τον ταξικό χώρο. Και ακόμα η «σχετική αυτονομία» της πολιτικής σφαίρας δεν αφήνει περιθώρια για τη θεωρητική σύλληψη των ιδιαίτερα πολιτικών δομών και αντιφάσεων. Η μαρξιστική πολιτική θεωρία παραμένει γυμνή από έννοιες που να προέρχονται από την ίδια την πολιτική σφαίρα.

Το ότι ο Πουλαντζάς απέτυχε να λύσει τα προβλήματα της μαρξιστικής θεωρίας, δεν σημαίνει ότι η παρουσία του και το έργο του παρέμειναν περιθιοριακά. Αντίθετα, βοήθησαν στην αναζωογόνηση της μαρξιστικής προβληματικής, κέρδισαν σημαντικές θέσεις στον ακαδημαϊκό χώρο, σαν αντίπαλο δέος του λειτουργισμού και διαμόρφωσαν μια ολόκληρη γενιά πολιτικών κοινωνιολόγων. Το έργο του Πουλαντζά είναι αναπόσπαστα δεμένο με τη μαρξιστική άνοιξη που γνώρισαν τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια στην περασμένη δεκαετία. τη δεκαετία του 70, την εποχή μετά τον γαλλικό Μάη του 1968. Η θεωρητική του αυστηρότητα και η πολιτική επιχειρηματολογία που προέκυπτε από τις σχετικές αναλύσεις, άνοιξαν δρόμους για καινούργιους προβληματισμούς. Γι’ αυτό, η πολιτική συμβολή του Πουλαντζά στην εποχή του είναι μεγαλύτερη απ’ όσο γίνεται συνήθως παραδεκτό. Γιατί άνοιξε θεωρητικούς ορίζοντες μ’ έναν αυστηρό τρόπο και έθεσε επί τάπητος πολιτικά προβλήματα, που αφορούσαν βέβαια τον δρόμο προς τον σοσιαλισμό και το πολιτικό καθεστώς του σοσιαλισμού. Συνέβαλε στο να διαμορφωθούν νέες αντιλήψεις για τον ρόλο του κράτους, τις δυνατότητες επίδρασης των «λαϊκών δυνάμεων», τη δραστικότητα των λαϊκών και κοινωνικών κινημάτων και τους χώρους παρέμβασής τους.

Οι αναλύσεις του

Το θεωρητικό έργο του Πουλαντζά αποτέλεσε ακρογωνιαίο λίθο και στήριγμα του «ευρωκομμουνισμού» και της ανανέωσης των κομμουνιστικών κομμάτων στη Δυτική Ευρώπη. Μολονότι ο ίδιος ατύχησε μάλλον όταν καταπιάστηκε με την ανάλυση συγκεκριμένων περιπτώσεων, εν τούτοις οι αναλύσεις του για τον φασισμό και τη δικτατορία και τις διάφορες μορφές καθεστώτων «εκτάκτου ανάγκης» άντεξαν στον χρόνο, βοήθησαν πολύ τους προβληματισμούς και ενέπνευσαν την πρακτική των αντιστασιακών δυνάμεων κατά της δικτατορίας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα και σ’ άλλες χώρες.

Στο τελευταίο του βιβλίο «L’ etat, le pouvoir, le socialisme», o Πουλαντζάς παραδέχεται ότι η ιστορία δεν έχει δώσει προς το παρόν εμπειρικά παραδείγματα δημοκρατικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό, τον οποίο ο ίδιος με πάθος υποστήριζε. Απλώς, έραφε, έδωσε αρνητικά παραείγματα προς αποφυγήν και σφάλματα προς διόρθωσιν, πράγματα που δεν είναι βέβαια καθολου αμελητέα. Μέσα στην πληθώρα των αναπάντητων ερωτημάτων, τις θεωρητικές ασάφειες και ιστορικές αβεβαιότητες, ο Πουλαντζάς για ένα πράγμα μόνο ήταν σίγουρος: ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα είναι σοσιαλισμός. Και χωρίς να υποτιμά στην εποχή του, τις δυσκολίες, συνιστούσε την ανάληψη των κινδύνων. Στο κάτω κάτω έγραφε, οι «κίνδυνοι» ενός τέτοιου εγχειρήματος είναι προτιμότερος από το να σφαγιάσουμε τους άλλους για να καταλήξουμε κι εμείς μετά θύματα μιας κάποιας Επιτροπής Δημόσιας Σωτηρίας ή κάποιου δικτάτορα του Προλεταριάτου. Κίνδυνοι, τέλειωνε το βιβλίο του, του δημοκρατικού σοσιαλισμού, που μπορεί κανείς να αποωύγει μόνο αν σταθεί ήρεμος και βαδίσει σταθερά κάτω από την αιγίδα και τη φερεγγυότητα της προηγμένης φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία… κατέληγε στο βιβλίο του ο Πουλαντζάς, βάζοντας ο ίδιος τ’ αποσιωπητικά. Ιστορία που δυστυχώς δεν πρόλαβε να γράψει ο ίδιος.