Η χούντα των συνταγματαρχών

ΠΡΟΚΑΛΕΣΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΘΙΖΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

Το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 μπορεί να φαίνεται σήμερα κάπως απόμακρο, μια κι έχουν περάσει 23 ολόκληρα χρόνια από την εκδήλωση και επιτυχή επιβολή του, δεν παύει όμως να διατηρεί αμείωτη τη σημασία του σαν μια θλιβερή και επώδυνη παρένθεση στην πολιτική ιστορία της χώρας, μετά τον εμφύλιο, με επιπτώσεις που είναι ακόμα και σήμερα αισθητές.

Διότι ανέκοψε μια φάση δυναμικής πολιτικής και πολιτιστικής ανάπτυξης, μ’ όλες τις αντιφάσεις και τις σκληρές αντιπαραθέσεις που περιέκλειε, εκμαύλισε συνειδήσεις και απέκοψε την Ελλάδα απ’ τις πρώτες επαφές της με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Πέρα απ’ την κατάλυση του δημοκρατικού και κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, τη στέρηση των πολιτικών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα βασανιστήρια και την καταπίεση, η επτάχρονη παρένθεση του στρατιωτικού καθεστώτος επέφερε δεινό πλήγμα στην πολιτική εξέλιξη της χώρας, που υπέστη πραγματική καθίζηση.

Βεβαίως, δεν έχει επέλθει ακόμη το πλήρωμα του χρόνου, ώστε τα γεγονότα εκείνα, ο ρόλος των προσώπων και η συμπεριφορά των κομμάτων να συζητηθούν και να εκτιμηθούν νηφάλια, διότι ακόμη ελλοχεύουν στο πολιτικό υποσυνείδητο και ανακινούνται, οσάκις θεωρείται χρήσιμο πολιτικά να κεντριστούν εξαρτημένα ανακλαστικά ή να ανασκαλευθεί επιλεκτικά η πολιτική μνήμη για λαϊκιστική κατανάλωση. Όταν κατακαθήσει για τα καλά η σκόνη των γεγονότων εκείνων και εκλείψουν οι αιτίες που τα εμπλέκουν σήμερα, άμεσα ή έμμεσα στην πολιτική διαμάχη, τότε θα είναι πιο εύκολος ο ήρεμος απολογισμός και οι ψύχραιμες κρίσεις.

Μια άλλη πτυχή που συνήθως παραλείπεται ν’ αναφερθεί στα ετήσια επετειακά μηνύματα των κομμάτων, αφορά τις προσπάθειες τότε των δύο μεγάλων κομμάτων, της ΕΡΕ και της Ένωσης Κέντρου με ηγέτες τον Π. Κανελλόπουλο και Γ. Παπανδρέου, αντίστοιχα, να έρθουν σε κάποια συνεννόηση την ύστατη πλέον στιγμή για ν’ αποτρέψουν την επέλευση του στρατιωτικού πραξικοπήματος. Και πραγματικά, σύμφωνα με όσα στοιχεία έχουν δει το φως της δημοσιότητας μέχρι σήμερα κι όσα έχει γράψει ο Π. Κανελλόπουλος, χωρίς να έχει διαψευσθεί από την άλλη πλευρά, οι δύο αρχηγοί είχαν δεσμευθεί για τις μετεκλογικές εξελίξεις -ανεξάρτητα από τ’ αποτελέσματα των εκλογών του Μαΐου που φυσικά ουδέποτε έγιναν- σε θέματα που θα επέτρεπαν την εκτόνωση των πολιτικών παθών και την ομαλή διακυβέρνηση της χώρας. Τέτοιες ήταν όμως ο αλληλοτροφοδοτούμενος φανατισμός και οι πολιτικές διαιρέσεις ώστε οι δύο αρχηγοί δεν ετόλμησαν να δημοσιοποιήσουν τη συμφωνία τους αυτή. Την κράτησαν μυστική για τον φόβο των Ιουδαίων, εκείνων που θα έσπευδαν αυτοστιγμή να καταδικάσουν κάθε συνεργασία και συνεννόηση μεταξύ των κομμάτων για την ορθή λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών του πολιτεύματος και την αποτροπή της δικτατορίας, σαν προδοσία.

Πολιτικές ευθύνες

Η παρατεταμένη πολιτική κρίση της περιόδου 1965 – 1967 είχε ασφαλώς πολλές διεξόδους. Τίποτα δεν προδιέγραφε την επικράτηση τελικά της δικτατορικής λύσης. Χωρίς κανείς να εξισώνει φυσικά το θύμα με τον θύτη, αν τα πράγματα έφθασαν εκεί που έφθασαν, αν το στρατιωτικό πραξικόπημα επεβλήθη με σχετική ευκολία χωρίς λαϊκή αντίσταση, στην οποία αφελώς πολλοί είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους, μεγάλη ευθύνη φέρουν τα πολιτικά κόμματα της εποχής, συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της Αριστεράς. Πρόκειται για ένα ακόμη σοβαρό θέμα -η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης- το οποίο δεν έχει ακόμη τοποθετηθεί στις σωστές διαστάσεις του. Η απλουστευτική νομοτέλεια, μαρξιστικής εμπνεύσεως, που επικρατεί στην ερμηνεία του στρατιωτικού πραξικοπήματος, συγκαλύπτει την πολιτική ευθύνη. Αλώστε, βολεύει πολλούς.

Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας αλλά και μετά έγιναν αρκετές μελέτες, κυρίως στο εξωτερικό, σε μια προσπάθεια να τεθεί μέσα σε συγκεκριμένα θεωρητικά και πολιτικά πλαίσια το πραξικόπημα της 21.4.67 και ο ρόλος των στρατιωτικών στην πολιτική ζωή της χώρας. Είναι φυσιολογικό, οι προσεγγίσεις να διαφέρουν, γιατί υιοθετούν άλλες κριτικά άλλες τελείως άκριτα, διάφορα θεωρητικά ερμηνευτικά σχήματα. Η φιλολογία των στρατιωτικών επεμβάσεων και των καθεστώτων που προκύπτουν απ’ αυτές, καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα έντονα στη δεκαετία του 1960 για να ερμηνευθεί η ενδημική διάσταση του φαινομένου στα κράτη της Αφρικής και της Ασίας που προήλθαν από την κατάλυση ή κατάρρευση της αποκιοκρατίας. Ενδημικό άλλωστε, ήταν το φαινόμενο και στις χώρες της Λατινικής Αμερικής.

Δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι πολιτικοί επιστήμονες και μελετητές της «στρατιωτικής κοινωνιολογίας» που, γενικά και αφηρημένα, απέδωσαν στις νέες στρατιωτικές ελίπ εκσυγχρονιστικές ιδιότητες που τελικά δεν είχαν. Η θεωρητική και πολιτική επένδυση στον υποτιθέμενο εκσυγχρονιστικό ρόλο των στρατιωτικών -σαν πραγματική ενσάρκωση του εκσυγχρονιστικού πνεύματος- δεν απέδωσε.

Ορισμένες απόπειρες να μελετηθεί η ελληνική περίπτωση με βάση τις θεωρίες περί του εκσυγχρονιστικού ρόλου των  στρατιωτικών, κατέληξαν σε αφελή μάλλον συμπεράσματα ιδιαίτερα μάλιστα εκείνες, όπως του GEORGE KOUVERTARIS, οι οποίες θεώρησαν αναγκαίο να ενσωματώσουν στην προβληματική και έρευνά τους και κάποιο ιδιότυπο ιθαγενές στοιχείο, όπως το «σύνδρομο παλικάρι-φιλότιμοι»1 το οποίο κατείχε τους εγχώριους πραξικοπηματίες.

Η σχετική βιβλιογραφία για το στρατιωτικό πραξικόπημα του Απριλίου στην Ελλάδα και το στρατιωτικό καθεστώς καταγράφεται, ταξινομείται και παρουσιάζεται σε μία πολύ χρήσιμη, εύχρηστη και ορθά σχολιασμένη διδακτική έκδοση2, του Θάνου Βερέμη.

Η «λύση» της κρίσης

Τα τεθωρακισμένα που κατέλνσαν τη δημοκρατία το 1967 απέκοχραν την Ελλάδα από τις πρώτες επαφές της με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα.

Ωστόσο, κάθε απόπειρα ερμηνείας δεν μπορεί να αγνοήσει τη θεσμική θέση του στρατού στο κρατικό σύστημα που οικοδομείται πάνω στα ερείπια του εμφυλίου πολέμου, τις κοινωνικές αλλαγές και τις μεγάλες πολιτικές κινητοποιήσεις και συγκρούσεις του ’60. Στην οξύτατη πολιτική κρίση της περιόδου 1965-67 τα πολιτικά κόμματα της εποχής δεν κατάφεραν να δώσουν θετική, πολιτική διέξοδο. Και κατά συνέπεια η κρίση ελύθη διά της βίας, με την αυτοτελή επέμβαση του στρατού. Όπως πάντα οι κρίσεις εγκυμονούν πολλές λύσεις, κάθε άλλο παρά νομοτελειακά προσδιορισμένες.

Αυτή τη συγκλονιστική δεκαετία του ’60 η Ελλάδα δεν μπόρεσε να ζήσει και να αφομοιώσει, χάνοντας έτσι μια ακόμα μεγάλη ευκαιρία να συμπορευθεί με τα μεγάλα πολιτικά και πολιτιστικά ρεύματα της εποχής και να δεχθεί δημιουργικά τα αποτελέσματά τους. Ένας ακόμα κρίκος στην ατέλειωτη αλυσίδα των χαμένων ευκαιριών.

  1. Βλ. π.χ. τηνέρευνατου George Kaouvertaris, «The Greek Army Officer Corps: Its Professionalism and Political Interventionism» στοβιβλίοτου Morris Janowitz and Van Doom, Rotterdam University Press, 1971.
  2. Βλ. Θάνος Βερέμης, «Στρατός και Πολιτική», Σάκκουλας, 1989.