Το λυκόφως ίου ελληνικού κομμουνισμού

Η ήττα των κομμουνιστικών καθεστώτων είναι ολοσχερής. Με οποιαδήποτε διαπιστευτήρια δημοκρατικότητας κι αν επενδυθεί, το σοσιαλιστικό σχέδιο κοινωνικής οργάνωσης είναι νεκρό. Τίποτα δεν μπορεί να το αναστήσει.

Η διαμάχη στους κόλπους του ΚΚΕ μεταξύ των «ανανεωτικών» και των υπερασπιστών του Status Quo ανακυκλώνει συζητήσεις, προβληματισμούς και επιχειρήματα στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο από την εποχή της διάσπασης του κόμματος το 1968. Προβλήματα τα οποία έλυσε «η ίδια η ζωή», κατά την προσφιλή έκφραση των πολιτικών της Αριστεράς, παραμένουν ακόμα άλυτα σε μια χώρα ιδεολογικά και θεωρητικά ετερόφωτη, πολιτιστικά ανερμάτιστη και εν πλήρει συγχύσει.

Καθώς όμως προχωρεί η ενσωμάτωση της χώρας σε ευρύτερα οικονομικά και πολιτικά σύνολα,

μειώνεται και η χρονική υστέρηση αναγκαστικής πλέον επαφής με τον έξω χώρο της πραγματικότητας και επιταχύνονται οι διαδικασίες που τροφοδοτούν την κρίση σε οργανώσεις και θεσμούς που αδυνατούν να λύσουν τα προβλήματα προσαρμογής.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εγκατάλειψη των τεσσάρων βασικών αρχών (δικτατορία του προλεταριάτου, προλεταριακός διεθνισμός, δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, μαρξισμός-λενινισμός) στο όνομα των οποίων δια- πράχτηκαν φοβερά εγκλήματα, διαλύει κάθε έννοια κομμουνιστικού κόμματος και «διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος», το οποίο βέβαια μόνον κατ’ ευφημισμόν μπορεί να υφίσταται σήμερα. «Ανανέωση» του κομμουνιστικού κόμματος δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο σαν ιδεολογικό όπλο για αλλαγή φρουράς στην κομματική ηγεσία.

Υπάρχει μια εκπληκτικά σθεναρή αντίσταση απέναντι στο πραγματικό γεγονός ότι ο κομμουνισμός υπέστη μια ήττα ιστορικής σημασίας. Κατέρρευσε όχι μόνο ως πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό καθεστώς αλλά και ως κοσμοθεωρία. Η ήττα του είναι ολοσχερής και οριστική. Με οποιαδήποτε κίβδηλα ή γνήσια διαπιστευτήρια «δημοκρατικότητας» κι αν επενδυθεί, το σοσιαλιστικό σχέδιο κοινωνικής οργάνωσης είναι νεκρό. Τίποτα δεν μπορεί να το αναστήσει.

Ωστόσο το βάρος της παράδοσης στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα είναι καταθλιπτικό. Η ιδεολογία ως ψευδής συνείδηση δεν έχει πάρει ακόμα την εκδίκησή της. Ένας ισχυρότατος μηχανισμός άρνησης όχι μόνο φιμώνει το ΜΕΑ CULPA -το μονοπώλιο της λογικής και της αλήθειας διατηρείται- αλλά και ορθώνει ανυπέρβλητα εμπόδια στην κριτική στάση και επανεκτίμηση των πεπραγμένων.

Το ψυχολογικό υπόβαθρο της άρνησης, έχει βαθιές και ιδιαίτερες ρίζες στην ελληνική κομμουνιστική παράδοση και αποτελεί συστατικό στοιχείο για την εξήγηση της ιδεολογικής ακαμψίας και αγκύλωσης. Έχει παγιωθεί ένας αμυντικός ψυχολογικός μηχανισμός, αυτάρκης και αυτόνομος, κλειστό κυριολεκτικά κύκλωμα. Γι’ αυτό τα γεγονότα δύσκολα τον κλονίζουν. Τα ιδιοποιεί με τις δικές του προσλαμβάνουσες και τα ερμηνεύει σύμφωνα με τις δικές του ανάγκες.

Η κατάρρευση του μηχανισμού αυτού που προμηθεύει το συντηρητικό της αυθεντικής ακόμα ιδεολογίας θα συνεπιφέρει και την κατάρρευση ενός ολόκληρου κόσμου. Μπροστά σ’ αυτήν την προοπτική που αντιμετωπίζεται με φόβο και δέος οι αντιστάσεις γίνονται ακόμα πιο ισχυρές.

Είναι επίσης δύσκολο να παραδεχθεί κανείς ότι θυσίες, προσωπικές και συλλογικές έχουν πάει ουσιαστικά χαμένες. Ότι χρόνια σπαταλήσθηκαν ματαίως στην επιδίωξη ιδανικών που η εφαρμογή τους προκάλεσε απέραντη ανθρώπινη δυστυχία και οδήγησε σε εκατόμβες θυμάτων. Οι άνθρωποι δύσκολα απαρνούνται το παρελθόν τους. Το τίμημα είναι βαρύ και επώδυνο. Η κομματική κουλτούρα, επιδιώκοντας να περιχαρακώσει την ιδιαίτερα ταυτότητα του παρελθόντος αυτού και να δικαιώσει τις προσωπικές και συλλογικές τραγωδίες, ενισχύει τους μηχανισμούς άμυνας και άρνησης.

Έτσι αποστρέφεται το βλέμμα από τον αργό θάνατο της αριστερής κουλτούρας, που ξεκομμένη από τα ρεύματα του δυτικού πολιτισμού (φορέα του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού, της αστικής ιδεολογίας και παρακμής) όχι μόνον δεν κατάφερε να τηρήσει τις επαγγελίες της για τη δημιουργία του «νέου ανθρώπου», αλλά περιέβαλε με κύρος πρότυπα σκέψης και συμπεριφοράς, τα οποία ήταν αποκρουστικά και μισητά για όσους ήταν αναγκασμένοι να τα ανέχονται στα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού».

Οι αριστεροί διανοούμενοι μπορεί να μην γράφουν σήμερα ποιήματα για την ΚΝΕ ούτε να μένουν έκθαμβοι μπροστά στα χορευτικά λικνίσματα των σοβιετικών αρμάτων μάχης. Τηρούν όμως μια εύγλωττη σιωπή, είτε επειδή κατακλύζονται από αισθήματα ενοχής- φειδωλοί καθώς υπήρξαν στο να υψώνουν τη φωνή τους καταδικάζοντας τα εγκλήματα το υπαρκτού – είτε επειδή έχουν συντρίβει και παραλύσει από την πλήρη αποσύνθεση των αριστερών οραμάτων.

Κουλτούρα αριστερή βέβαια δεν παράγεται σήμερα, ούτε διεθνώς ούτε εγχωρίως. Εξέλιπε και το είδος των «στρατευμένων διανοούμενων» που σε πολλές περιπτώσεις γίνονταν με υπερηφάνεια καθολικότεροι του Πάπα στην υπεράσπιση του κόμματος και της εκάστοτε γραμμής του. Η κομματική παράδοση και κουλτούρα αργοπεθαίνει. Φύλακές της πλέον ορισμένα λαϊκά στρώματα και η κομματική νομενκλατούρα με τους ιδεολόγους – προπαγανδιστές του μηχανισμού που μάταια προσπαθούν να την αναπαραγάγουν.

Έτσι παραμένει σήμερα μόνο το συμβολικό επίπεδο -τα σφυριά και τα δρεπάνια- σαν σανίδα σωτηρίας κι ένα τυπικό εικονολατρίας, μόνης ικανής να διασώσει, τον κλειστό κόσμο της ελληνικής κομμουνιστικής παράδοσης. Απελευθέρωση από την τραυματική νεύρωση και το σύνδρομο του απωλεσθέντος παραδείσου δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο με τη κάμψη των αντιστάσεων.

Τα ρήγματα τα οποία εμφανίζονται σ’ αυτό το οικοδόμημα που παραμένει ακόμα όρθιο, μας ενδιαφέρουν μόνο από την άποψη της επιτάχυνσης της επερχόμενης κατεδάφισης. Από τα οράματα που καλλιέργησε η αριστερή ιδεολογία και κουλτούρα έχει απομείνει μόνο ένα εύθραυστο κέλυφος κενό περιεχομένου. Όταν κι αυτό θραυστεί -είναι πλέον ζήτημα χρόνου και βιολογικής φθοράς- τότε θα έχει ολοκληρωθεί και ο ιστορικός κύκλος του ελληνικού κομμουνισμού.