Μargarita Dritsas and Terry Gourvish (editors): European Enterprise: Strategies of adaptation and renewal in the twentieth century, Trochalia Publications. Aθήνα, 1997
Ο συλλογικός τόμος, στον oποίον συμβάλλουν 18 επιστήμονες από πολλές χώρες και που έχουν ως επίκεντρο την οικονομική ιστορία των επιχειρήσεων είναι καρπός συνεδρίου που οργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο της Κρήτης στο Ρέθυμνο το 1995 από την αναπληρώτρια καθηγήτρια Μαργαρίτα Δρίτσα που μαζί με τον Terry Gourvish της Οικονομικής Σχολής του Λονδίνου (LSE) προλογίζουν το έργο.
0 σχετικά νέος αυτός επιστημονικός υποκλάδος γνωρίζει τελευταία ραγδαία άνοδο, αν κρίνει κανείς τόσο από τις ανακοινώσεις σε διεθνή συνέδρια όσο και από την εκδοτική κίνηση. Και δικαίως, όχι μόνο διότι είχε παραμεληθεί η μελέτη της ιδιωτικής επιχείρησης αλλά και διότι η μονάδα αυτή προσφέρεται για γόνιμη συνάντηση πολλαπλών προσεγγίσεων στις κοινωνικές επιστήμες.
Δεν χρειάζεται να προστρέξει κανείς σε κλασικά κείμενα του Μαρξ και των μαθητών του για να διαπιστώσει τον ιστορικό ρόλο της ιδιωτικής επιχείρησης στην ανάπτυξη και επέκταση του καπιταλισμού. Η συστηματική, όμως, προσέγγιση πολλάκις συσκοτίζει το ρόλο των μερών, τη σχετική τους αυτονομία και την ιδιαίτερη λογική τους, μολονότι η μελέτη της ιστορίας των ιδιωτικών επιχειρήσεων είναι αδύνατο να γίνει χωρίς αναφορές και διασυνδέσεις με το «σύστημα εντός του οποίου λειτουργούν και από το οποίο επηρεάζονται. Και δεν πρόκειται μόνο για το «οικονομικό σύστημα», αλλά και για το πολιτικό με επίκεντρο το κράτος και το ρόλο του. Μήπως, επί παραδείγματι, σήμερα δεν γίνεται λόγος για παγκοσμιοποίηση και τα παρόμοια, για πολυεθνικές και διαεθνικές εταιρείες που αποτελούν την ίδια την υπόσταση της μέχρι σήμερα ισχυρότερης πολιτικής μονάδος, του εθνικού κράτους;
Είναι φανερό ότι πέραν του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει η ιδιωτική επιχείρηση από οργανωσιακή, οικονομική, κοινωνιολογική, εργασιακή κ.τ.λ. άποψη, χρειάζονται κατ’ εξοχήν διαφοροποιημένα εννοιολογικά εργαλεία για την προσέγγιση της ιστορικής εξέλιξης σε κάθε χώρα, λόγω της διαφορετικής τροχιάς των «προτύπων» ανάπτυξης που έχει ιστορικά να δείξει ο καπιταλισμός.
Γι’ αυτό, όπως πολύ ορθά επισημαίνεται στο εισαγωγικό σημείωμα, οι συγκρίσεις, ακόμα κι όταν είναι εφικτές, πρέπει να γίνονται με μεγάλη προσοχή και επιφύλαξη, ιδιαίτερα όταν ο ρόλος της επιχείρησης «ομαδοποιείται» -τρόπον τινά -, εμφανές φαινόμενο όταν γίνεται λόγος για το ρόλο κάποιου οικονομικού κλάδου γενικά, ή των οικογενειακής ιδιοκτησίας επιχειρήσεων έναντι ολιγοπωλιακών ή μονοπωλιακών καταστάσεων και ούτω καθεξής.
Έντονο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η προβληματική για την «κρατική επιχείρηση» τόσο στο καπιταλιστικό πλαίσιο όσο και στο ιδιόμορφο πλαίσιο των χωρών του «πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού». Η μελέτη της ιστορικής διαμόρφωσης και του ρόλου των επιχειρήσεων αυτών από πολλές απόψεις έχει να δώσει πολύτιμες πληροφορίες και σίγουρα θα εμπλουτίσει τις γνώσεις σ’ έναν τομέα αρκετά παραμελημένο.
Ο τόμος χωρίζεται σε 3 μέρη: «Δομή Ιδιοκτησίας και Οργάνωση», «Εταιρείες και Κλάδοι», «Πολιτική των Μεγάλων Εταιρειών και Οικονομικές Επενδύσεις», είναι οι αντίστοιχοι τίτλοι των μερών. Εξαιρετικές είναι οι μελέτες των προσκεκλημένων ξένων επιστημόνων και οι Έλληνες αναγνώστες πολλά θα μπορούσαν να μάθουν και να διδαχθούν από την προσεκτική ανάγνωσή τους. Είναι αδύνατο να παρουσιαστούν εδώ οι μελέτες αυτές. Περιορίζομαι απλώς στην επισήμανση της αξίας τους.
Αναφορικά με την ελληνική συμμετοχή και τη θεματολογία, θα ήθελα συνοπτικά να επισημάνω:
Τη μελέτη της Τζελίνα Χαρλάφτη για το καθεστώς ιδιοκτησίας και τη χρηματοδότηση της ελληνικής ναυτιλιακής ατμοπλοΐας στην περίοδο 1880-1939. Σύντομη μα περιεκτική μελέτη για την ήκιστα επιτυχημένη πολιτική επενδύσεων των Ελλήνων εφοπλιστών με οργάνωση και δομή βασισμένη σε οικογενειακούς και συγγενικούς δεσμούς.
Ο Βασίλης Πεσματζόγλου διαπραγματεύεται τις σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις εταιρείες από τη σκοπιά των τρόπων ενσωμάτωσης, των ποικίλων τρόπων που η κοινοτική πολιτική επηρεάζει, άμεσα ή έμμεσα, την πορεία και τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων (π.χ. Ενιαία Αγορά, Κοινή Αγροτική Πολιτική, Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα κ.τ.λ.). Επισημαίνονται όχι μόνο οι αντιφατικές επιπτώσεις των κοινοτικών δράσεων και το ιδεολογικό τους πλαίσιο αλλά και οι επιπτώσεις της απουσίας δράσεως, όπως π.χ. στον τομέα της βιομηχανίας καθώς και μορφές αντιδράσεων εκ μέρους των επιχειρήσεων και τα όριά τους.
Η Αντιγόνη Λυμπεράκη μελετά τον τομέα της μεταποίησης στην περίοδο μετά το 1974, τονίζοντας τις δυσκολίες προσαρμογής με τους αναπόφευκτα κερδισμένους και χαμένους. Εξαιρετικά ενδιαφέρον το συμπέρασμά της περί της πραγματικής εικόνας του ελληνικού μεταποιητικού τομέα που σκιαγραφείται ως Ιανός, με δύο όψεις: και με την όψη της ανταπόκρισης απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις του ανταγωνισμού και του εκσυγχρονισμού και της αντίστασης σε κάθε αλλαγή. Αυτονόητο είναι και το συμπέρασμα ότι το λεγόμενο Δεύτερο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης (το περιβόητο Πακέτο Ντελόρ II), εισροές ισοδύναμες με το 5% περίπου του ΑΕΠ, σε ετήσια βάση για έξι χρόνια, δημιουργεί αισιοδοξία υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αλλά δεν μπορεί να λειτουργήσει ως deus ex machina.
Η κοινωνιολόγος Μαρία Πετμετζίδου επικεντρώνει την ανάλυσή της στο θέμα της δια-εταιρικής συνεργασίας και καινοτομίας και στην ανταπόκριση των ελληνικών επιχειρήσεων. Επισημαίνεται η απουσία «κουλτούρας συνεργασίας», ενώ η οικογενειακή βάση της ιδιοκτησίας και το χαμηλό επίπεδο management στις μικρές επιχειρήσεις θεωρούνται εμπόδια για τη συνεργασία και τη δικτύωση. Η μελέτη διακρίνεται για την αυστηρή και συνεπή εννοιολογική οργάνωση της προσέγγιοης που επιτρέπει ελέγξιμα συμπεράσματα. Ως συμπέρασμα υπογραμμίζεται η εμφανής καθυστέρηση στον τομέα της καινοτομίας και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ελληνικών επιχειρήσεων που ορθώνουν εμπόδια στην αναγκαία συνεργασία και δικτύωσή τους.
Τέλος, η Μ. Δρίτσα πραγματεύεται το θέμα των οικογενειακών επιχειρήσεων στην ελληνική βιομηχανία τον 20 ό αι. Μελετώνται οι δομικοί και πολιτιστικοί παράγοντες που εντοπίζονται στη βάση της ανάδυσης και επιβίωσης των οικογενειακών επιχειρήσεων και οι στρατηγικές επιβίωσής τους ενώπιον της αδήριτης ανάγκης προσαρμογής.
Ως παραδειγματική απεικόνιση των γενικών παρατηρήσεων που διατυπώνονται εκλαμβάνεται η βιομηχανία χρωμάτων στην Ελλάδα και υπογραμμίζονται οι παράγοντες της επιτυχημένης πορείας της. Η πολυδιάστατη προσέγγιση του θέματος, με την έννοια ότι η ανάλυση δε εξαντλείται σε αποκλειστικά οικονομικούς παράγοντες αλλά περιλαμβάνει και άλλες συνιστώσες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο (π.χ. παιδεία, ηγετικά επιχειρηματικά προσόντα, ιδεολογία, κ.τ.λ.) καθιστά τα συμπεράσματα άκρως αξιόπιστα. Διότι, πολλές φορές μονοδιάστατες αναλύσεις σε τέτοια θέματα το μόνο που καταφέρνουν είναι να οδηγούν σε δογματικές απλουστεύσεις και σε κοινότοπες γενικεύσεις που δεν προσθέτουν τίποτα ούτε στη γνώση ούτε στα αναλυτικά εργαλεία.