Για την Ελλάδα, την Κύπρο και την Ευρώπη

1) Ελένη Ανδρικοπούλου – Γρηγόρης Κανκαλάς (εηιμ.): «0 νέος ευρωπαϊκός χώρος: Η διεύρυνση και η γεωγραφία της ευρωπαϊκής ανάπτυξης». Εκδόσεις «Θεμέλιο», 2000, σελ 500.

2) Ανδρέας Θεοφάνους: «Η Κύπρος στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στο νέο διεθνές περιβάλλον». Εκδόσεις I. Σιδέρης, 2000.

Δύο βιβλία που εξετάζουν τα προβλήματα και τις προοπτικές.

Πολλές φορές δεν συνειδητοποιείται πόσο νερό κύλησε σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, από τότε που η Ελλάδα εθεωρείτο το «μαύρο πρόβατο» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέχρι σήμερα. Μια σημαντική έκδοση «Ο νέος ευρωπαϊκός χώρος: Η διεύρυνση και η γεωγραφία της ευρωπαϊκής ανάπτυξης» υπενθυμίζει το δρόμο που διανύθηκε και τα σοβαρά προβλήματα προς αντιμετώπιση (διεύρυνση, ολοκλήρωση, προσαρμογή και μεταρρύθμιση των κοινοτικών πολιτικών), ενώ το τελευταίο μέρος του βιβλίου αναφέρεται ιδιαίτερα στις χωρικές διαστάσεις και το νέο ρόλο της χωροταξίας. Συνολικά πρόκειται για εμπεριστατωμένες μελέτες 16 επιστημόνων (Ε. Ανδρικοπούλου – Σ. Βαλντέν – Π. Γετίμηε – Γ. Γιαννακούρου – Π. Κ. Ιωακειμίδης – Γ. Καυκαλάς – X. Κοκκώσης – Ν. Κομνηνός – Α. Κουρτέσης – Λ. Λαμπριανίδης – Ν. Μαραβέγιας – Α. Μητσός – Δ. Οικονόμου – Γ. Πετράκος – Η. Πλασκοβίτης – Λ. Τσούκαλης), που παρέχουν άφθονη τροφή για σκέψη. Είναι ένα ακόμη δείγμα της απόστασης που έχει διανυθεί με τη διαμόρφωση και συσσώρευση έγκυρης πολιτικής και τεχνοκρατικής γνώσης για την Ένωση και τους τρόπους λειτουργίας της, καθώς και τη στοιχειοθετημένη στάθμιση και τοποθέτηση των ελληνικών συμφερόντων μέσα στις ευρωπαϊκές εξελίξεις.

Παραμένονταε στο πολιτικό επίπεδο, είναι βέβαιο ότι τα σημαντικά δημοσιονομικά οφέλη που αποκόμισε η Ελλάδα, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ενθουσιώδη μεταστροφή τηε κοινήε γνώμηε υπέρ της Ε.Ε., αλλά και συνέβαλαν στη συνειδητοποίηση της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας ότι δεν επρόκειτο περί «λάκκου των λεόντων».

Δεν θα αρκούσαν όμως όλα αυτά, για να θέσουν τη χώρα στον «πυρήνα» της Ένωσης, εάν δεν επιδιωκόταν έμμονα και συστηματικά η ένταξη στην ΟΝΕ με την εναρμόνιση της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής και εάν οι σχέσεις με την Τουρκία δεν τοποθετούνταν στο ευρύτερο κοινοτικό πλαίσιο με τις αποφάσεις του Ελσίνκι του Δεκεμβρίου 1999. Ωστόσο, η άρση της απομόνωσης της Ελλάδας δεν μπορεί να διασφαλιστεί στο διηνεκές, εάν η χώρα επαναπαυτεί και δεν συμμετάσχει ενεργά και εποικοδομητικά στη διαμόρφωση της θεσμικής και πολιτικής φυσιογνωμίας της Ε.Ε., εντασσόμενη στον «πυρήνα» των εξελίξεων.

Η Κύπρος

Για την Κύπρο η ενταξιακή πορεία και η τελική επίτευξη του στόχου της ένταξης θεωρείται μονόδρομος. Οι λόγοι αναλύονται με ενάργεια στο σημαντικό βιβλίο. «Η Κύπρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο νέο διεθνές περιβάλλον», του Ανδρέα Θεοφάνους, διευθυντή του Κέντρου Έρευνας και Ανάπτυξης – Intercollege, που συνοδεύεται από αξιόλογη ελληνική και ξένη βιβλιογραφία και επτά παραρτήματα με επίσημα κείμενα, συμφωνίες και προτάσεις για την επίλυση του κυπριακού ζητήματος από το 1977 έως το 1998, οικονομυωύς δείκτες καθώς και χρονολόγιο του κυπριακού προβλήματος και των σχέσεων της Κύπρου με την Ε.Ε.

Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η ένταξη είναι η καλύτερη δυνατή προοπτική πριν από την επίλυση του κυπριακού προβλήματος και ότι η συμμετοχή στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, καθώς και η ανάληψη σημαντικού ρόλου στην περιοχή, εξυπηρετεί όχι μόνο τα συμφέροντα της Κύπρου αλλά και τα συμφέροντα της Ε.Ε., στο πλαίσιο του περιφερειακού και του διεθνούς περιβάλλοντος. Πιστεύει επίσης ότι μια τέτοια εξέλιξη θα αναβαθμίσει ουσιαστικά τη σημασία της Κυπριακής Δημοκρατίας, αναδεικνύοντάς την σε ζωτική σταθεροποιητική δύναμη στην περιοχή και ότι θα διαφοροποιήσει άρδην τις στρατηγικές ισορροπίες, μειώνοντας την επιρροή της Τουρκίας.

Ο Θεοφάνους θεωρεί «μέγιστο στρατηγικό λάθος» την ολοκλήρωση της εξομάλυνσης των σχέσεων Αθήνας – Άγκυρας χωρίς προηγούμενη επίλυση του Κυπριακού και πιστεύει ότι κάθε συνομοσπονδιακή λύση που επιδιώκουν ο Ντενκτάς και η Τουρκία, είναι όχι μόνο απαράδεκτη αλλά και επικίνδυνη για την επιβίωση του ελληνισμού στην Κύπρο. Εκτιμά ότι μία τέτοια λύση θα καταστήσει την Τουρκία κυρίαρχη στο Βορρά και συγκυρίαρχη στο Νότο, νομιμοποιώντας το στρατηγικό της έλεγχο επί της νήσου.

Η Κύπρος δεν έχει άλλη επιλογή παρά, εμμένοντας σταθερά στην ενταξιακή της πορεία, να προσέρχεται στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων για την εξεύρεση λύσης στο πλαίσιο των αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών. Χρειάζεται όμως κάποιος χρόνος για να φανεί κατά πόσο οι αποφάσεις του Ελσίνκι και το νέο πλαίσιο σχέσεων Ε.Ε. – Τουρκίας, που διαρκώς διαμορφώνεται και βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση, θα συμβάλει ουσιαστικά και στην επίλυση του Κυπριακού.

Η ενίσχυση της διεθνούς θέσης της Ελλάδας και της αποτρεπτικής της δύναμης καθώς και η σύμπλευση Ελλάδας και Κύπρου αποτελούν τη μόνη ίσως εγγύηση ότι τουλάχιστον δεν θα υπάρξει διολίσθηση σε πιο δυσμενείς διαπραγματευτικές θέσεις.