Γαλλική Επανάστασή και Ελλάδα

ΜΙΑ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΚΙΤΡΟΜΗΛΙΔΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ ΤΟΥ 1789 ΣΤΗ ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ

Πασχάλης Κιτρομηλίδης: «Η Γαλλική Επανάσταση και η Νοτιοανατολική Ευρώπη». Εκδόσεις «Διάττων», Αθήνα 1990, σελ. 181.

Στο γόνιμο διάλογο θεωρίας και έρευνας αποβλέπει η πολιτική ανάλυση του Πασχάλη Κιτρομηλίδη επί μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, ανάλυση δηλαδή που βασίζεται στήν ιστορική θεμελίωση. Η στάση αυτή του συγγραφέα αποτελεί ένα απλό παράδειγμα της συνειδητοποίησης εκ μέρους της συμβατικής ιστοριογραφίας (η οποία τόσο κοπιώδεις προσπάθειες καταβάλλει για την ανακάλυψη και αξιοποίηση νέων στοιχείων που ρίχνουν φως σε πολλές πτυχές του ιστορικού παρελθόντος), ότι είναι απολύτως αναγκαία τα θεωρητικά σχήματα για την ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων και των ποικίλων επιδράσεών τους, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για γεγονότα όπως η Γαλλική Επανάσταση, υφίσταται διαρκή αναθεώρηση υπό την επίδραση όχι μόνο της ιστορικής έρευνας αλλά και νέων θεωρητικών προσεγγίσεων απέναντι στους μηχανισμούς συγκρότησης και αλλαγής των κοινωνιών.

Μεθοδολογικά ο συγγραφέας έχει αφετηρία «τις εκδηλώσεις, τα ιστορικά δρώμενα, κατά κανόνα πράξεις με περιεχόμενο πολιτικό». Στη συνέχεια προχωρεί στους φορείς και τα κίνητρα της συμπεριφοράς τους και καταλήγει δι’ αυτής της οδού σε διαπιστώσεις και συμπεράσματα για τον χαρακτήρα της κοινωνίας και την ανασύνθεση της επαναστατικής ζύμωσης στους υπόδουλους χριστιανικούς λαούς της Νοτιοανατολικής Ευρώπης υπό την επίδρασιν της Γαλλικής Επανάστασης.

Η τριπλή επίδραση

Οι επιδράσεις της Γαλλικής Επανάστασης λειτουργούν σε τρία επίπεδα: το πρώτο έχει σχέση με την άμεση επαφή του χώρου της Νοτιανατολικής Ευρώπης με την επανάσταση, μέσω της κατάκτησης (Επτάνησα, «Ιλλυρικές Επαρχίες»).

Το δετυερο το συγκροτούν οι φορείς ή μάλλον «μεταφορείς» των ιδεών που διατρέχουν τα μεγάλα αστικά κέντρα και τα λιμάνια. Η διπλωματική αλληλογραφία αποκαλύπτει τον σκληρό ανταγωνισμό των στρατηγικών συμφερόντων της επαναστατικής Γαλλίας, της Ρωσίας και της Αυστρίας στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Συνάμα αποκαλύπτεται η ισχύς και η αποτελεμαστικότητα του ιδεολογικού παράγοντα: «λυσσασμένο Ιακωβίνο» αποκαλούν οι αυστριακές και ρωσικές προξενικές εκθέσεις τον Γάλλο πρόξενο στο Βουκουρέστι Caudin που πίνει μαζί με Ελληνες και Ρουμάνους στην υγεία της Δημοκρατίας.

Οι επαναστατικές ιδέες βρίσκουν σημαντική απήχηση ανάμεσα στους εμπόρους και τους καλλιεργημένους κύκλους της αριστοκρατίας, ενώ ο αγροτικός πληθυσμός των Βαλκανίων παραμένει μάλλον απαθής και ανεπηρέαστος. Βιογράφοι και υμνητές της Επανάστασης και του Βοναπάρτη συμβάλλουν στη δημιουργία της «επαναστατικής νοοτροπίας» και δεν ήταν λίγοι οι Έλληνες που το 1806, υπό τον συνταγματάρχη Νικόλαο Παπάζογλου, εντάχθηκαν στις γαλλικές δυνάμεις των Ιλλυρικών Επαρχιών.

Το τρίτο επίπεδο περιλαμβάνει τη διανόηση της διασποράς με κορυφαίο φυσικά τον Κοραή που, όντας στο Παρίσι, δίνει μια αυθεντική ερμηνεία των γεγονότων.

Τελικά, η κρίσιμη περίοδος 1789- 1814 σφραγίζει ανεξίτηλα την ιστορική πορεία των λαών της βαλκανικής.

Από την ανάλυση του συγγραφέα πρέπει να συγκρατήσουμε τη βασική του θέση ότι μετά τη Γαλλική Επανάσταση η Νοτιοανατολική Ευρώπη ως ιστορική οντότητα είναι πια παρελθόν. Δημιουργούνται τώρα οι ιδιαίτερες εθνικές κοινότητες και οι επί μέρους εθνικισμοί.

Και σ’ αυτή την πορεία ο Ελληνισμός διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο. Από παράγοντας ενότητας του χώρου αυτού, μέσω της Εκκλησίας και της Παιδείας, μεταβάλλεται σε παράγοντα διάσπασης και αποδεικνύεται καλύτερος δέκτης των νέων ιδεών «γιατί διέθετε αποτελεσματικότερα συναρθρωμένα αστικά στρώματα εμπόρων, διανοουμένων και επαγγελ- ματιών, που μπορούσαν να αφομοιώσουν λειτουργικά τις νέες αξίες».

Οι ιδέες του Κοραή

Η δεύτερη ενότητα του βιβλίου αφιερώνεται στη φιλελεύερη κριτική της Γαλλικής Επανάστασης, εξετάζοντας κυρίως τις παρατηρήσεις του Αδαμάντιου Κοραή στη θεωρητική συζήτηση για τον χαρακτήρα και το νόημα της Γαλλικής Επανάστασης. Κατά τον Κιτρομηλίδη, οι φιλελεύθερες ιδέες του Κοραή αποτελούν και τη βάση της πολιτικής του σκέψης, καθώς και το σταθερό βάθρο της θεώρησής του των «φοβερών πραγμάτων», παρά τις κατά περιόδους ερωτοτροπίες του με τον πολιτικό ριζοσπαστισμό.

Η τρίτη ενότητα του βιβλίου αναλύει τον βαλκανικό ριζοσπαστισμό (με το κίνημα του Ρήγα Φεραίου, τον ριζοσπαστισμό των κέντρων της δια- σποράς και της Επτανήσου) που εξετάζεται ως ρεύμα ιδεών και ως πολιτική πράξη και οροθετείται σε συνάρτηση με τρία κριτήρια: το θεωρητικό του υπόβαθρο (αναφορά στον Rousseau, τον Mably και τον Montergien), την ιδεολογική συγκρότηση (με λαμπρά παραδείγματα την «Ελληνική Νομαρχία» και τον «Ρωσσοαγγλογάλλο» που συμπυκνώνουν και συνδυάζουν τα στοιχεία του πολιτικού ριζοσπαστισμού με την ιδέα της Republique και την οξύτατη κοινωνική κριτική), και τέλος την πολιτική επαναστατική δράση (ο Ρήγας, ο Περαιβός και τόσοι άλλοι επώνυμοι και ανώνυμοι πατριώτες που αποτελούν τη στρατευμένη επαναστατική κοινότητα της εποχής, μετέπειτα η δημιουργία μυστικών εταιριών).

Αντιρρήσεις, για την παρουσίαση και διαπραγμάτευση των θεμάτων θα μπορούσε να εγερθούν ως προς την επιλογή του συγγραφέα να παραπέμπει τον αναγνώστη στις βιβλιογραφικές ενδείξεις για να μπορέσει να κατανοήσει τα «θεωρητικά συμφραζόμενα» των προσεγγίσεών του. Παραμένει, ωστόσο, προτέρημα της ανάλυσης, παρά την εμμονή σ’ ένα ιστοριογραφικό αφηγηματικό ύφος, το ότι επισημαίνονται με σαφήνεια στον τομέα της κυκλοφορίας, διάδοσης και επίδρασης των πολιτικών ιδεών, τόσο οι κύριοι παράγοντες – συντελεστές όσο και οι φορείς τους.