Έξι μελετήματα για τις νεότερες θεωρίες περί οργανώσεων
Ιωάννα Τσιβάκου (επιμ.): «Δράση και σύστημα: Σύγχρονες προσεγγίσεις στη θεωρία των Οργανώσεων». Εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1995, σελ. 416.
Η συγκέντρωση έξι μελετημάτων yıa τις νεότερες θεωρίες των οργανώσεων αποσκοπεί κατ’ αρχήν στην εξοικείωση του (περιορισμένου ασφαλώς) ελληνικού αναγνωστικού κοινού με τις εξελίξεις στον τομέα αυτό, καλύπτοντας παράλληλα ένα σημαντικό κενό στη βιβλιογραφία – εγχείρημα από το οποίο θα μπορούσαν να επωφεληθούν διδάσκοντες και διδασκόμενοι.
Αποτελεί επίτευγμα της επιμελήτριας του τόμου η επιλογή και παρουσίαση τάσεων και απόψεων που καλύπτουν επαρκώς όλο σχεδόν το φάσμα της σύγχρονης οργανωσιακής θεωρίας, όταν μάλιστα τα ίδια τα μελετήματα επισημαίνουν σαφώς τα επιστημολογικά και θεωρητικά πρότυπα των δικών τους προσεγγίσεων και κριτικών παρατηρήσεων.
Ο Γ. Καλλίνικος αναφέρεται στην Τεχνολογία των Πληροφοριών και διερωτάται αν αυτή ανατρέπει τις οργανωσιακές σχέσεις που κληρονομήθηκαν από το βιομηχανισμό και την κοσμοαντίληψη της νεωτερικότητας. Υπαινικτική η διερεύνηση των δυνατών απαιτήσεων, πλούσιος ο προβληματισμός σχετικά με τις ανατροπές της Ψηφιακής τεκνογονίας που έκτος των άλλων ενισχύει, κατά τον συγγραφέα, «την από-υλικοποίηση και την απομάκρυνση από το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον της ανθρώπινης ύπαρξης». Ο Γ. Γαβριήλ επικεντρώνει την ανάλυσή του στην πολιτισμική θεώρηση των οργανώσεων – «οι οργανώσεις κεντρικό χαρακτηριστικό του πολιτισμού μας». Η προσέγγιση της πολιτισμικής διάστασης των οργανώσεων ασφαλώς μετέβαλε τις αντιλήψεις που τις εκτιμούσαν ως απλά μηχανικά και γραφειοκρατικά συστήματα, προσηλωμένα στη ρουτίνα άνευ αισθημάτων, νοημάτων ή συμβολικών στοιχείων. Στο πρότυπο του Weber ή του Taylor αρκούσε η αποδοτική εκτέλεση του έργου. Τώρα, όπως δεικτικά σημειώνει ο συγγραφέας, «ο εργαζόμενος πρέπει και να χαμογελάει…, το χαμόγελο πρέπει να είναι πηγαίο και ειλικρινές». Η οργανωσιακή κουλτούρα σκοπεύει στην «καρδιά και το πνεύμα» του μέλους. Οι «δυσάρεστες» τάσεις της πολιτισμικής προσέγγισης των οργανώσεων -η παραγνώριση της μοναδικότητας και ιδιομορφίας κάθε οργάνωσης, η υποτίμηση της πολιτικής πραγματικότητας και η υπερτίμηση της συμβολικής διάστασης- επισημαίνονται για να δείξουν τα όρια της προσέγγισης αυτής.
Ο X. Τσούκας διαπραγματεύεται τα στοιχεία της τύχης και της αναγκαιότητας στις οργανώσεις, παραθέτοντας τις βασικές παραμέτρους νεο-εξελικτικών προσεγγίσεων σε αντιδιαστολή με την ανθρωπομορφική αντίληψη που αποδίδει προέχουσα σημασία στο ορθολογικό υποκείμενο: «Τα άτομα γνωρίζουν τι θέλουν και κάνουν ορθολογικές επιλογές». Ωστόσο, συχνά, τα υποκείμενα δε γνωρίζουν τι θέλουν ενώ πολλές φορές η δράση οδηγεί στη γνώση και όχι το αντίθετο. Επισημαίνεται ότι οι οργανώσεις έχουν τρόπους και συστήματα για την εξάλειψη των αποκλίσεων οι οποίες, ωστόσο, μπορούν να φανούν επωφελείς – κατά συνέπεια η υπερβολική οργάνωση ενδεχομένως μειώνει τις μελλοντικές προσαρμοστικές ικανότητες των οργανώσεων. Οι εξελικτικές θεωρίες, κατά τον συγγραφέα, παρέχουν άφθονη τροφή για σκέψη και δράση χωρίς να υποκαθιστούν την ανθρώπινη κρίση. Είναι «ανοικτές» θεωρίες από την άποψη ότι παρέχουν γενικές οδηγίες για τους τρόπους αποφυγής μερικών λαθών.
Ο Π. Καρκατσούλης παραθέτει αναλυτικά τη θεωρία της αυτοποίησης («αυτός» και «ποιείν» – autopoiesis) των βιολόγων Maturana και Varela που μεταφέρθηκε ταχύτατα σε άλλους επιστημονικούς κλάδους συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιστημών, όπως ιδιαίτερα «οικειοποιήθηκε» τη θεωρία αυτή από το έργο του Ν. Luhmann Κοινωνικά Συστήματα (1984). Η διαδικασία και τα αποτελέσματα της οργανωσιακής αυτογνωσίας, η διαδικασία αυτοπροσδιορισμού εντός του περιβάλλοντος κόσμου στη βάση των «υπόδειξών» της θεωρίας της αυτοποίησης θεωρούνται απαραίτητοι όροι για την ευπροσαρμοστικότητα και επιβίωση των οργανώσεων. Το αν η θεωρία πράγματι μπορεί να βοηθήσει προς την κατεύθυνση αυτή ή στην κατανόηση του φαινομένου που αποκαλείται «δυναμικός συντηρητισμός των οργανώσεων» εξαρτάται τελικά από το κατά πόσο τα εννοιολογικά εργαλεία της θεωρίας μπορούν να παράγουν επαρκείς και πειστικές εμπειρικές έρευνες.
Ο X. Πιτέλης επιλέγει ειδικά θέματα όπως τη σχέση μεταξύ επιχείρησης και αγοράς, συνοψίζοντας τα κύρια σημεία της νεο-θεσμικής ανάλυσης για Αγορές και Ιεραρχίες. Διατυπώνεται η άποψη ότι η νεοθεσμική οικονομική σχολή των οργανώσεων προκάλεσε μια μικρή επανάσταση στην οικονομική θεωρία. Παρά το μεγάλο ενδιαφέρον που παρουσιάζει η ανάλυση, εν τούτοις είναι μάλλον υπερβολική η προσδοκία του συγγραφέα ότι η «οργάνωση» μπορεί να παίζει το ρόλο του καταλύτη για την υπέρβαση της τεχνητής και αναχρονιστικής διαίρεσης των κοινωνικών επιστημών.
Σπονδυλική στήλη του τόμου αποτελεί το μελέτη μα της Α. Τσιβάκου περί Οργάνωσης και Εξουσίας. Στόχος του μελετήματος είναι η διατύπωση μιας προβληματικής που να υποδεικνύει τις δυνατότητες της σημερινής οργάνωσης. Γι’ αυτό θεωρεί αναγκαία την περιήγηση στα τοπία των διαφόρων θεωριών που έχουν καταπιαστεί με το πρόβλημα της εξουσίας, με την έννοια της εξουσιαστικής αρχής (authority), όρος πολυσήμαντος με εμφανείς και «σκοτεινές» πτυχές. Η εξέταση των διαφόρων θεωριών είναι και επαρκής και διεισδυτική. Επισημαίνονται οι συνέπειες της κάθε θεωρίας σε σχέση με την προβληματική του μελετήματος υπό το πρίσμα μιας σαφούς καταδίκης άγονων και ατελέσφορων και εν πολλοίς αυθαίρετων εξειδικεύσεων και διαστάσεων της επιστημονικής σκέψης. Το συμπέρασμα είναι ότι «στο λειτουργικό επίπεδο μιας οργάνωσης δεν μπορεί να σταματήσει η διαδικασία που αναπαράγει την εξουσία», γι’ αυτό και απαιτείται κάποιο αντιστήριγμα στο πληροφοριακό πεδίο που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο σχεδίασης.
Το ερώτημα, βέβαια, είναι αν μια τέτοια σχεδίαση μπορεί να ελαφρύνει το φορτίο που συνεπάγεται η αναπαραγωγή εντολών και διακρίσεων εντός της οργάνωσης. Τι είδους «δομικές συζεύξεις» απαιτούνται ανάμεσα στο άτομο και το οργανωσιακό σύστημα που να επιτρέπουν την ομαλή λειτουργία του συστήματος; Η ψηλάφηση των δυνατών απαιτήσεων είναι απόλυτα συνυφασμένη με την επίγνωση της Α. Τσιβάκου ότι «η εξουσία είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που δεν μπορεί να καταργηθεί».