ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΝ ΣΑΝ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥΣ ΔΕΚΤΕΣ ΜΗΝΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
Καθώς η τηλεόραση κερδίζει έναν όλο και πιο δεσπόζοντα ρόλο σαν μέσο πολιτικής επικοινωνίας στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες, παράλληλα πληθαίνουν και τα ερωτήματα σχετικά με την επίδρασή της στους όρους του πολιτικού και κομματικού ανταγωνισμού και ιδιαίτερα στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος.
Η θεσμική θέση της τηλεόρασης, το σύστημα οργάνωσης, ο βαθμός εξάρτησης από οργανωμένα συμφέροντα, η έκταση και το επίπεδο κρατικής παρέμβασης ποικίλλουν από χώρα σε χώρα, όπως ποικίλλουν και οι διάφορες διευθετήσεις σχετικά με το χρόνο που διατίθεται στα πολιτικά κόμματα για την παρουσίαση, με διάφορες μορφές, των απόψεών τους, ιδιαίτερα μάλιστα κατά την προεκλογική περίοδο.
Ο σκληρός ανταγωνισμός προσώπων και ομάδων για την πρόσβαση στο μέσον, η συνεχής διαμάχη για την έκταση, τον τρόπο και το περιεχόμενο της παρουσίασης των απόψεων των πολιτικών κομμάτων, αποτελεί μια τόσο απτή πραγματικότητα που αφ’ εαυτής φαίνεται ν’ απαντά στο ερώτημα της επίδρασης του μέσου στην εκλογική απόφαση των ψηφοφόρων, ως ατόμων ή ως ευρύτερων κοινωνικών ομάδων: ότι δηλαδή η τηλεόραση μπορεί πράγματι να γείρει την πλάστιγγα υπέρ εκείνου που ελέγχει τον όγκο και την ποιότητα της εκπομπής των πολιτικών μηνυμάτων.
Αν δεν υπήρχε η βαθιά ριζωμένη αυτή πεποίθηση για τις μεγάλες δυνατότητες επέμβασης της τηλεόρασης στη διαμόρφωση του επιθυμητού εκλογικού αποτελέσματος, έστιυ και κατά οριακό κρίσιμης όμως σημασίας τρόπο και γενικότερα στον σχηματισμό μαζικών πολιτικών απόψεων, τότε το ενδιαφέρον της εκάστοτε ελληνικής κυβέρνησης για τον έλεγχό της θα ήταν σαφώς μειωμένο και οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης θα κυμαίνονταν σε χαμηλότερους τόνους. Ο συλλογισμός αυτός μολονότι άψογος λογικά, πιστεύω, δεν σημαίνει ότι ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα, καθ’ όσον μάλιστα, απ’ όσα γνωρίζω, στην Ελλάδα δεν έχουν μετρηθεί αυτά τα υποτιθέμενα «αποτελέσματα» της τηλεόρασης: ποιους τελικά ψηφοφόρους επηρεάζει, σε ποιο βαθμό, ως προς τι και με ποιους συγκεκριμένους τρόπους; Γιατί κατά μία όχι και τόσο ανεξήγητη «σύμπτωση», κυβέρνηση κι αντιπολίτευση συμμερίζονται στην ουσία την ίδια αντίληψη: αντιμετωπίζουν τους θεατές σαν παθητικούς δέκτες του καταιγισμού των πολιτικών μηνυμάτων και σαν καταναλωτές πολιτικών προϊόντων που εξ ορισμού θεωρούνται ότι δεν έχουν μεγάλες δυνατότητες αντίδρασης. Πρόκειται με λίγα λόγια για μία πελατεία που πρέπει να κερδηθεί, εκπαιδευμένη μάλιστα καθώς είναι από τη διαφήμιση και τους προμηθευτές της μαζικής λαϊκής κουλτούρας.
Δεν προσπαθώ να προσκομίσω επιχειρήματα υπέρ εκείνων που ελέγχουν σήμερα την τηλεόραση στην Ελλάδα – γιατί αν η τηλεόραση πράγματι δεν ασκεί επίδραση τότε προφανώς δεν έχει σημασία και ποιος την ελέγχει – αλλά να επισημάνω την παντελή έλλειψη εμπειρικών ερευνών και μελετών για το θέμα και κατά συνέπεια την προσφυγή σε γενικά σχήματα με ασθενή ή ανύπαρκτη εμπειρική βάση.
Για παράδειγμα, δεν θα άξιζε άραγε να χρηματοδοτηθεί μια έρευνα για να μετρήσει την αποτελεσματικότητα της παρουσίασης από την τηλεόραση των προεκλογικών συγκεντρώσεων των κομμάτων για το «στήσιμο» των οποίων ξοδεύονται εκατοντάδες εκατομμυρίων δραχμών; Αν το συμπέρασμα ήταν αρνητικό ή απόλυτα εξισορροπημένο και αμοιβαία ακυρωτικό τότε θα μπορούσαν να εξοικονομηθούν πολύτιμα χρήματα και τηλεοπτικός χρόνος.
Αν πάλι το συμπέρασμα ήταν θετικό θα είχαμε μπροστά μας σαφή την εικόνα της σχέσης του κόστους ανά ψηφοφόρο – θεατή και το ειδικό του βάρος στο σύνολο των παραγόντων διαμόρφωσης του εκλογικού αποτελέσματος. Θα είχαμε δηλαδή μια πιο λογική βάση για να κρίνουμε αν πράγματι αξίζει τον κόπο η φασαρία αυτή κι αν και πόσοι είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν το αντίτιμο για το θέαμα που προσφέρεται.
Ιδιαίτερο δε ενδιαφέρον θα παρουσίαζε η μέτρηση της επίδρασης επί των αναποφάσιστων ψηφοφόρων, της κρίσιμης αυτής μάζας του εκλογικού σώματος, καθώς και επί άλλων κατηγοριών ψηφοφόρων (νέων, γυναικών) για να διαπιστωθεί η οριακή έστω βαρύτητά τους. Αντιλαμβάνεται όμως κανείς τη σημασία ακόμα και των οριακών περιπτώσεων, σε συνθήκες μικρής διαφοράς μεταξύ των κομματικών πρωταγωνιστών. Και φυσικά, εξίσου ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα παρουσίαζε η μέτρηση της τυχόν αρνητικής επίδρασης της τηλεόρασης, η αντίδραση που μπορεί να προκύψει από την υπερβολική, μονομερή και ανισομερή χρήση και χειραγώγηση του μέσου. Ο καταιγισμός προπαγάνδας μπορεί μεν να συσπειρώνει τους ήδη πιστούς δύσκολα όμως μεταστρέφει, πείθει ή επηρεάζει τους αμφιταλαντευόμενους και αναποφάσιστους.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να οικοδομήσει κανείς συστηματικές θεωρίες για την «επίδραση» της τηλεόρασης στους ψηφοφόρους. Από τις πρώτες μελέτες του LAZARFELD μέχρι σήμερα συναντά κανείς αρκετές προσεγγίσεις στο θέμα με μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό συνοχής και αξιοπιστίας και με εύρος απόψεων όπου στο ένα άκρο υποστηρίζεται η παντελής αδυναμία των μέσων μαζικής ενημέρωσης ν’ αλλάξουν «τα μυαλά του κόσμου» και στο άλλο ο ολοκληρωτικός τους χαρακτήρας, ο κρετινισμός του γούστου και η αποκτήνωση των αισθήσεων. Δεν προχωρώ στην παράθεση και συζήτηση των προσεγγίσεων αυτών ούτε σε παρόμοιες απόψεις που χαρακτηρίζουν τον χώρο της διαφήμισης και που παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον όχι μόνο γιατί στις προεκλογικές εκστρατείες κυριαρχεί πλέον σε διάφορες μορφές η πολιτική διαφήμιση αλλά και γιατί πιστεύεται ευρύτατα ότι η καταναλωτική και πολιτική συμπεριφορά υπακούουν στους ίδιους κανόνες. Ο σκοπός αυτού του άρθρου είναι πιο πρακτικός: συγκεκριμένα η παρουσίαση μιας μελέτης που έγινε από κοινού από ερευνητές του BBC και του ΙΒΑ (της Εμπορικής Ιδωτικής Τηλεόρασης) σχετικά με τις στάσεις των θεατών απέναντι στην κάλυψη των εκλογών του 1987 από τη βρεταννική τηλεόραση στο σύνολό της, δηλαδή κι από τα τέσσερα κανάλια της(1). Η από κοινού αυτή έρευνα παρακινήθηκε από και στηρίχθηκε στη διαπίστωση ότι τα στοιχεία από τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις κατά σωρρευτικό τρόπο υπογράμμιζαν τον αυξανόμενο δεσπόζοντα ρόλο της τηλεόρασης στην ενημέρωση του εκλογικού σώματος. Η έρευνα τη φορά αυτή είχε ευρύτατο χαρακτήρα και διεξήχθη κατά 3 «κύματα»: δύο εβδομάδες πριν την διεξαγωγή των εκλογών, μία – δύο μέρες πριν και πέντε-έξι μέρες μετά τις εκλογές που έγιναν στις 11/6/87 και που όπως είναι γνωστό έδωσαν τρίτη κατά σειρά κυβερνητική θητεία στην Μάργκαρετ Θάτσερ.
Αξίζει ν’ αναφερθούν ορισμένα από τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η μελέτη αυτή μια και μεγάλο μέρος των στοιχείων και αναλύσεών της αφορά συγκρίσεις μεταξύ των τεσσάρων καναλιών, πρακτικό στόχο άλλωστε της έρευνας.
- Επιβεβαιώθηκε ότι η τηλεόραση αποτέλεσε την κύρια πηγή πληροφόρησης και ενημέρωσης των ψηφοφόρων κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Περίπου μεταξύ 4 και 5 στους 10 θεατές θεώρησαν ότι η τηλεόραση είχε την πιο ενημερωτική και ενδιαφέρουσα κάλυψη. Το ποσοστό για τις εφημερίδες ήταν 1 στους 10 και αντίστοιχο για το ραδιόφωνο.
- Τα 2/3 περίπου του δείγματος εξέφρασαν την άποψη ότι η τηλεόραση μεταχειρίστηκε δίκαια όλα τα κόμματα, ποσοστό αρκετά υψηλό που δείχνει, μεταξύ άλλων, τον βαθμό συναίνεσης των Βρεταννών θεατών απέναντι στην τηλεόρασή τους που πόρω απέχει από τα ποσοστά ψήφων των κομμάτων τους. Και η διαπίστωση αυτή αποκτά ακόμα μεγαλύτερη αξία αν συνυπολογιστεί το γεγονός ότι στα θέματα της πολιτικής τηλεοπτικής κάλυψης η αντίληψη του θεατή περί μεροληψίας – αμεροληψίας χρωματίζεται εντονότατα από τις κομματικές του προτιμήσεις κι αυτό φυσικά ισχύει, ιδιαίτερα σε προεκλογικές περιόδους.
- Ενα αρκετά μεγάλο ποσοστό, 5 και 6 στους 10, δήλωσαν ότι έμαθαν «πολλά πράγματα» ή «αρκετά» από την τηλεόραση σχετικά με τα θέματα του εκλογικού αγώνα, ενώ η αναλογία για τις εφημερίδες και το ραδιόφωνο βρέθηκε να είναι 4 στους 10 και λιγότερο από 1 στους 5 αντίστοιχα. Τα στοιχεία αυτά χωρίς να δείχνουν την κατά κράτος κυριαρχία της τηλεόρασης επισημαίνουν ωστόσο την προϊούσα επικρατήσή της. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι το μέσο επίπεδο επίγνωσης του κοινού για τις πολιτικές των κομμάτων αυξήθηκε μόνο οριακά κατά τις τελευταίας δύο εβδομάδες της εκστρατείας (από 55% στο 57%).
- Κορύφωση της προεκλογικής εκστρατείας αποτελεί βέβαια η ψήφος των πολιτών κι ένα ερώτημα-κλειδί είναι φυσικό εάν η τηλεόραση χρησιμέυσε ή όχι στη διαμόρφωση της τελικής επιλογής των ψηφοφόρων. Η πλειοψηφία του δείγματος καθαρά φαίνεται να υιοθετεί την άποψη ότι κανένα από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας δεν την βοήθησαν να διαμορφώσει την τελική επιλογή μολονότι μεταξύ αυτών που ανέφεραν ότι βοηθήθηκαν από κάποιο μέσον οι περισσότεροι δήλωσαν ως πηγή την τηλεόραση, ενώ οι νέοι ηλικίας 18—24 ετών παρουσίασαν διπλάσια ποσοστά. Ευπιστία ή απειρία;
Η χρησιμότητα τέτοιων στοιχείων θα πρέπει να έχει ήδη καταστεί αυταπόδεικτη. Προφανώς όμως θα υπερέβαινε κάθε όριο λογικής προσδοκίας μια ανάληψη ανάλογης ερευνητικής προσπάθειας από το κράτος της ελληνικής τηλεόρασης, μολονότι έχει ήδη αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για τις εκλογές.
Σημείωση:
- Πρόκειται για τη μελέτη των Robin Macgregor και Chris Ledger του BBC και του Michael Svennevig του ΙΒΑ που με τίτλο «Viewers’ Attitudes Towards Television Coverage of the June 1987 UK General Election» παρουσιάστηκε το 1988 σε σχετικό Διεθνές Συνέδριο.
Ευχαριστώ τον Μ. Svennevig που είχε την καλωσύνη να μου στείλει αντίγραφο της μελέτης αυτής.