Η Αχαΐα έναν αιώνα πριν

ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΥΡΙΝΤΖΗ ΓΙΑ ΤΑ «ΤΖΑΚΙΑ» ΤΗΣ ΠΑΤΡΑΣ

Χρήστος Λυριντζής: «Το τέλος των “τζακιών”. Κοινωνία και πολιτική του 19ου αιώνα». Εκδόσεις «θεμέλιο», 1992, σελ. 211.

Την ελληνική «ιδιομορφία» στη συγκρότηση των πολιτικών σχέσεων στην Ελλάδα του 19ου αιώνα εξετάζει ο Χρήστος Λυριντζής στη σημαντική μονογραφία του «Το τέλος των “τζακιών””. Κοινωνία και πολιτική στην Αχαΐα του 19ου αιώνα». Τα στοιχεία προέρχονται από έρευνα στις επαρχίες Πατρών και Αιγιαλείας με στόχο να αναλυθούν οι παράγοντες που οροθετούν την ελληνική πολιτική σκηνή στην περίοδο 1844-1881 και να ερμηνευθούν ιδιαίτερα οι παράγοντες που καθόρισαν τη δράση, πρακτική, ανάπτυξη και αναπαραγωγή των ηγετικών πολιτικών οικογενειών στην περιοχή. Στόχος, δηλαδή, δεν είναι μια απλή διαπίστωση και ανάλυση της λειτουργίας των πελατειακών δικτύων αλλά η ανίχνευση και η ερμηνεία των μέσων πολιτικής κυριαρχίας που τις στηρίζουν.

Πέρα απο την καθαυτό αξία της μελέτης -από τις ελάχιστες που έχουμε για τη λειτουργία των πολιτικών σχέσεων, τη συγκρότηση του ηγετικού πολιτικού προσωπικού και τη διαπλοκή του με τους κοινωνικοοικονομικούς μηχανισμούς κυριαρχίας- πρέπει επίσης να επισημανθεί ο γενικότερος θεωρητικός προσανατολισμός της. Πράγματι, η μελέτη καθοδηγείται από συγκεκριμένο θεωρητικό πλαίσιο που παραπέμπει στις έννοιες του τρόπου κυριαρχίας και των μέσων κυριαρχίας που έχει επεξεργαστεί ο Νίκος Μουζέλης.

Ο Χρήστος Λυριντζής αξιοποιεί αυτό το πλαίσιο επιχειρησιακά κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, από τη στιγμή που το εκλαμβάνει όχι σαν ένα άκαμπτο θεωρητικό σχήμα καθολικής εφαρμογής αλλά σαν ένα ευριστικό και αναλυτικό σχήμα που διευκολύνει τη μελέτη της πολιτικής στην Ελλάδα του 19ου αιώνα και τη μελέτη προβλημάτων με τα οποία δεν είναι σε θέση να καταπιαστεί ικανοποιητικά τόσο η μαρξιστική παράδοση όσο κι άλλες παραδοσιακές και δογματίζουσες προσεγγίσεις του πολιτικού φαινομένου.

Αυτό το εννοιολογικό οπλοστάσιο επιτρέπει στον ερευνητή να εξετάσει το γενικό κοινωνικό – οικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται και αναπαράγονται τα ηγετικά «πολιτικά τζάκια» και διαμορφώνεται η διατήρηση της ολιγαρχικής πολιτικής. Σε αυτήν την περίοδο οικοδόμησης του ελληνικού έθνους-κράτους η πολιτική συμμετοχή οργανώνεται βάσει των πελατειακών σχέσεων, καθώς η θεσμοθέτηση της καθολικής ψηφοφορίας δεν επιφέρει ουσιώδεις αλλαγές στην πολιτική σκηνή. Ο κεντρικός και ηγετικός ρόλος των πολιτικών οικογενειών διατηρείται καθώς το ηγετικό πολιτικό προσωπικό αποτελείται πλέον από επαγγελματίες πολιτικούς που κατάγονται από οικογένειες προκρίτων, οι οποίες μετά την Ανεξαρτησία δεσπόζουν στην πολιτική ζωή, λόγω της συγκέντρωσης της οικονομικής ισχύος στα χέρια τους και του τοπικού κύρους που απολαμβάνουν.

Τα «τζάκια» αποτελούνται τώρα από επαγγελματίες πολιτικούς, που φροντίζουν όμως να συνάπτουν τις αναγκαίες συμμαχίες με οικονομικώς ανερχόμενα αστικά στρώματα. Οι πελατειακές σχέσεις αποτελούν μηχανισμούς οργάνωσης της πολιτικής κυριαρχίας με την ιδιοποίηση των κατάλληλων μέσων κυριαρχίας, που δεν είναι άλλα από την πρόσβαση στους κρατικούς μηχανισμούς. Η απουσία ισχυρής τάξης γαιοκτημόνων, το καθεστώς ιδιοκτησίας της γης με την επικράτηση της μικρής ιδιοκτησίας και της οικογενειακής εκμετάλλευσης, το σταθερό δημοκρατικό – κοινοβουλευτικό πλαίσιο, η συσσωμάτωση του αγροτικού πληθυσμού στο πολιτικό σύστημα με την καθολική ψηφοφορία, η οργάνωση της πολιτικής συμμετοχής μέσω των πελατειακών σχέσεων και η βραδεία ανάπτυξη του καπιταλισμού παρέχουν τις ερμηνείες για την απουσία οξύτατων ταξικών συγκρούσεων με καθοριστικά πολιτικά αποτελέσματα.

Προς τα τέλη του 19ου αιώνα η επιρροή των «τζακιών» έχει πλέον εξασθενήσει καθώς οι παραδοσιακές ηγετικές πολιτικές οικογένειες εκτοπίζονται από νέους πολιτικούς με διαφορετική κοινωνική και οικονομική βάση. Αλλά και ο χαρακτήρας των πολιτικών σχέσεων αλλάζει. Η ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας και η οργάνωση νέων μέσων κυριαρχίας, με επίκεντρο το κράτος και τα πολιτικά κόμματα, αποδυναμώνουν σημαντικά τον τοπικό, φατριαστικό και διαπροσωπικό χαρακτήρα της πολιτικής κυριαρχίας χωρίς να καταργήσουν το σύστημα της πολιτικής πελατείας. Η εστία και τα μέσα αλλάζουν. Και τελικά η διανομή των «εθνικών γαιών» στους ακτήμονες το 1871, η κατάργηση της «δεκάτης» το 1881, η κατάργηση της ενοικίασης των δημόσιων προσόδων αφαιρούν από τα «τζάκια» ζωτικές ευκαιρίες διαμεσολάβησης και προστασίας.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αναφορές του Χρ. Λυριντζή στον «πολιτικό λόγο» της περιοχής μέσω των δημοσιευμάτων, των σχολίων και αναλύσεων του Τύπου. Διαπιστώνεται η απουσία οποιουδήποτε βαθιάς κριτικής του υπάρχοντος συστήματος. Ένας πολιτικός λόγος που δεν αναζητεί βαθύτερα αίτια αλλά στην ουσία επικυρώνει και συναινεί το υφιστάμενο σύστημα πολιτικής κυριαρχίας, επισηραίνοντας απλώς προβλήματα και αφηρημένες ιδέες. Στάση που κατ’ αναλογίαν, θα πρόσθετα, δεν απέχει πολύ από τη σημερινή.

Εξαίρεση αποτελεί ο Ανδρέας Ρηγόπουλος, που η περίπτωσή του αξίζει να αναφερθεί παρά την εντελώς περιθωριακή σημασία που είχε.

Βαθύτατα επηρεασμένος από τη δημοκρατική – ριζοσπαστική σκέψη της εποχής του, θεωρώντας ότι στη χώρα επικρατεί ο «εθνοφθόρος φατριασμός και η συναλλαγή», υποστηρίζει την εθνική ανανέωση και τον εκσυγχρονισμό της Ελλάδας.

Μελετώντας την «πολιτική ιστορία» των Ρούφων, Λόντων και Καλαμογδάρτηδων της Αχαΐας, ο Χρ. Λυριντζής κατάφερε να δείξει το πλέγμα των σχέσεων, διαδικασιών και μέσων που συγκροτούν την πολιτική κυριαρχία, αποφεύγοντας αναγωγιστικές ερμηνείες που πάντα αναζητούν -σε «τελευταία ανάλυση»- καθοριστικούς και πρωταρχικούς παράγοντες της πολιτικής σφαίρας εκτός αυτής. Κι αυτό αποτελεί τελικά ουσιαστικότατη συμβολή στο «διάλογο» θεωρίας και επιχειρησιακής της εφαρμογής.