Η ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΗ ΑΝΑΛΟΓΙΚΗ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΕ ΜΕ ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Ασφαλώς δύσκολα θα μπορούσε κανείς να ανταγωνιστεί σε εφευρετικότητα και δημιουργική φαντασία τον «Έλληνα νομοθέτη» του εκλογικού συστήματος. Η διατύπωση αυτή, βέβαια, συγκαλύπτει τους πραγματικούς εμπνευστές των εκλογικών συστημάτων, τα πολιτικά κόμματα τα οποία όταν βρεθούν στην εξουσία δύσκολα ανθίστανται στον πειρασμό να κάμψουν τους κανόνες του παιγνιδιού προς όφελος τους. Και δεν υπάρχει εξαίρεση στον κανόνα αυτό από το 1926, όταν καταργήθηκε το σφαιρίδιο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα εκλογικά συστήματα επηρεάζουν τον αριθμό των κομμάτων και την πολιτική σταθερότητα μιας χώρας, ωστόσο είναι δύσκολο να εγκατασταθεί μία σαφής σχέση αιτίου και αιτιατού μεταξύ των δύο παραγόντων. Γιατί είναι φανερό ότι τα εκλογικά συστήματα δεν λειτουργούν σε πολιτικό κενό. Πλειοψηφικά, αναλογικά ή «μεικτά» συστήματα μπορούν εξίσου καλώς να εξυπηρετήσουν πολιτικούς στόχους, όπως η πολιτική σταθερότητα ή η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία υπό τον όρο ότι οι στόχοι αυτοί γίνονται γενικότερα αποδεκτοί και επικυρώνονται από τη συγκεκριμένη πολιτική κοινότητα. Επομένως, το πολιτικό υπόβαθρο, η υποβολή των πολιτικών κομμάτων, η πολιτική διαφεύσεις. κοινωνικές και πολιτικές διαψεύσεις των πολιτών σε μία χώρα, συνοπτικά το πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο καλείται να λειτουργήσει ένα εκλογικό σύστημα έχει μεγαλύτερη σημασία.
Οι εκλογικοί κανόνες
Για παράδειγμα, η απλή αναλογική θεωρείται ότι συντέλεσε σε μεγάλο βαθμό στη διάλυση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και στην άνοδο του Χίτλερ, αλλά ταυτόχρονα είναι εξίσου δεδομένο ότι στην Τσεχοσλοβακία του μεσοπολέμου το ίδιο σύστημα συνέβαλε αποφασιστικά στην ενίσχυση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Κατά συνέπεια, οι εκλογικοί κανόνες δεν μπορούν να εκτιμηθούν ανεξάρτητα από πολιτικά κριτήρια και αξίες. Πολιτικοί λογισμοί και υπολογισμοί υπεισέρχονται πάντα στην επιλογή των εκλογικών συστημάτων.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στην ελληνική περίπτωση είναι η έλλειψη συναίνεσης επί των διαδικαστικών αξιών του πολιτικού συστήματος, η παγίωση ενός εκλογικού συστήματος αποδεκτού από όλα τα σημαντικά κόμματα της πολιτικής σκηνής. Συνέπεια, η ευκολία με την οποία μεταβάλλεται ο εκλογικός νόμος, συνήθως με τη σύμφωνη γνώμη και συγκατάθεση του δεύτερου κόμματος, πράγμα που στην πράξη σημαίνει ότι τουλάχιστον για τα κόμματα τα οποία έχουν τις μεγαλύτερες λογικά πιθανότητες εναλλαγής στην εξουσία, οι κανόνες θεωρούνται λίγο – πολύ, ρητώς ή σιωπηρώς, «έντιμοι και δίκαιοι».
Προσεκτικότερη ματιά στα εκλογικά συστήματα που ίσχυσαν στην Ελλάδα, τουλάχιστον από το 1958 και μετά, δείχνει μία υποκείμενη σταθερότητα της λεγάμενης «ενισχυμένης» αναλογικής (βασισμένης στο σύστημα Hazenbach – Bischoff), του οποίου η πρακτική εφαρμογή δίνει κάποιο έρεισμα στις απόψεις που υποστηρίζουν ότι εξασφάλισε την πολιτική σταθερότητα.
Μεταπολεμικά η «ενισχυμένη» αποτέλεσε ένα από τα ισχυρότερα όπλα της Δεξιάς για την ανάσχεση της Αριστεράς. Τα κόμματα της Δεξιάς και ενίοτε του Κέντρου υπεραντιπροσωπεύονταν στη Βουλή (με εξέχουσα περίπτωση το 1952).
Γενικότερα, ο δείκτης αναλογικότητας των ελληνικών εκλογικών συστημάτων παρουσίασε μία απόκλιση της τάξης του 12%, ποσοστό που κατατάσσει την Ελλάδα πολύ χαμηλά στον πίνακα των χωρών της ηπειρωτικής Ευρώπης όπου ισχύουν κυρίως αναλογικά συστήματα. Το σύστημα κατένειμε στο πρώτο κόμμα έδρες σε προφανή δυσαναλογία με το ποσοστό των ψήφων του (1974: Ν.Δ. 54,3% των ψήφων και 73,3% των εδρών, 1977: Ν.Δ. 41,9% των ψήφων και 57,8% των εδρών, 1981:
ΠΑΣΟΚ 48,1% των ψήφων και 57,4% των εδρών, 1985: ΠΑΣΟΚ 45,8% των ψήφων και 54% των εδρών).
Η «ενισχυμένη»
Γεγονός είναι ότι παρά τις σκόπιμες απώλειές της και την προφανή κάμψη της αναλογικότητας εις βάρος των μικρότερων κομμάτων, η «ενισχυμένη» δεν εμπόδισε την ειρηνική και ομαλή διαδοχή των κομμάτων στην εξουσία.
Συστήματα απλής αναλογικής πλησιέστερα στην αρχή της αναλογικότητας είναι φυσικό να καταγράφουν τις διαθέσεις του εκλογικού σώματος με μεγαλύτερη ακρίβεια και χωρίς διαστρεβλώσεις. Και είναι βέβαιο ότι οι υποστηρικτές του επιχειρήματος ότι κάθε άλλο σύστημα πέραν της «απλής αναλογικής» νοθεύει τη «λαϊκή βούληση» και παραμορφώνει την αρχή της αντιπροσωπευτικότητας δεν μπορούν να αισθανθούν ευτυχείς με το νέο εκλογικό νόμο που κατέθεσε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Όμως, αν το πρόβλημα του σχηματισμού βιώσιμης και αποτελεσματικής κυβέρνησης αποτελεί εκ πρώτης όψεως αντικείμενο σοβαρής πολιτικής στάθμισης, τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό όσο και η αρχή της αντιπροσωπευτικότητας, τότε η κρίση περί του εκλογικού συστήματος δεν μπορεί να μη λάβει υπόψη της και το πρόβλημα πλέον επιθυμητού τρόπου συγκρότησης της κυβέρνησης. Εάν δηλαδή οι μονοκομματικές ή οι κυβερνήσεις συνασπισμού είναι περισσότερο βιώσιμες και αποτελεσματικές. Την απάντηση δίνουν η πολιτική παράδοση κάθε χώρας, η διάταξη των πολιτικών δυνάμεων και η πολιτική πρακτική. Πρόκειται δηλαδή για κάτι που πρέπει στην πράξη να αποδειχθεί.
Όσα ηθικά ή άλλα πολιτικά επιχειρήματα κι αν επιστρατεύσει η Αριστερά, γεγονός είναι ότι η «ενισχυμένη» έχει εξυπηρετήσει το πολιτικό σύστημα της χώρας μέχρι στιγμής με επάρκεια. Ανατροπή των διευθετήσεων αυτών θα προκύψει μόνο όταν το εκλογικό σώμα διατυπώσει την επιθυμία του για κυβερνήσεις συνασπισμού και ιδιαίτερα για τη συμμετοχή της Αριστεράς στη διακυβέρνηση της χώρας.
Είναι και πάλι φανερό ότι κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία δεν επιθυμεί την παρείσφρυση τρίτου. Απόδειξη ότι κόμματα της αντιπολίτευσης που υποστήριζαν την καθιέρωση της απλής αναλογικής, όπως το ΠΑΣΟΚ, την εγκατέλειψαν όταν ανήλθαν στην εξουσία.
Με εξαίρεση το «ατύχημα» του 1958, όταν η ΕΔΑ ανεδείχθη στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης εις βάρος των κερματισμένων Κεντρώων κομμάτων, το ποσοστό ψήφων των δύο μεγάλων κομμάτων ουδέποτε έπεσε κάτω του 85%. Ένα δικομματικό σύστημα κλονίζεται όταν απωλέσει την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος, μ’ άλλα λόγια όταν η απόσταση του τρίτου κόμματος από το ένα εκ των δύο μεγάλων είναι μικρή.
Το όριο του 3%
Τελικά, κανένα εκλογικό σύστημα δεν μπορεί να εμποδίσει την άνοδο ή τη συμμετοχή στην εξουσία πολιτικών δυνάμεων με πραγματική πολιτική και εκλογική απήχηση.
Υπαρκτά πολιτικά ρεύματα ανατρέπουν στην πράξη τις οποιοσδήποτε αλχημίες του εκλογικού νόμου. Ούτε το όριο του 3% μπορεί να εμποδίσει την ανάδυση και ανάπτυξη άλλων πολιτικών τάσεων. Ούτε ο εκλογικός νόμος του 1989 εμπόδισε τελικά τη Ν.Δ. να κατακτήσει έστω και οριακή πλειοψηφία στη Βουλή και να κυβερνήσει.
Πλειοψηφίες μεταξύ 45-50% είναι αφύσικες στις δυτικές δημοκρατίες και περιστασιακές. Προκύπτουν μόνον όταν οι πολίτες αισθανθούν ότι ο τρόπος διακυβέρνησης της χώρας είναι αφόρητος, απαράδεκτος ή επικίνδυνος και όταν σημαντικά κοινωνικά στρώματα μετατοπίζονται αποφασιστικά επειδή έχουν τεθεί διαρκώς στη γωνία. Τότε, τα εκλογικά συστήματα δε σώζουν κανένα, γιατί η εκλογική αναμέτρηση προσλαμβάνει χαρακτήρα δημοψηφίσματος.