Αναπροσαρμογή των Συνασπισμών

ΝΑΤΟ ΚΑΙ ΣΥΜΦΩΝΟ ΤΗΣ ΒΑΡΣΟΒΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ ΣΤΙΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Η κατάργηση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, η αποκατάσταση της εθνικής αξιοπρέπειας και η ανάδυση της εθνικής ταυτότητας στις πρώην δορυφορικές χώρες της Σοβιετικής Ένωσης, η διεξαγωγή εκλογών εκτός του τρέχοντος έτους και η ανάδειξη νέων κυβερνητικών σχηματισμών στους οποίους η συμμετοχή των ΚΚ δε φαίνεται καθόλου πιθανή, οι τάσεις απόσχισης ορισμένων Δημοκρατιών της ΕΣΣΔ που ήδη άρχισαν να παίρνουν πιο συγκεκριμένη μορφή (π.χ. Λιθουανία) και το πρόβλημα της επανένωσης της Γερμανίας, αποτελούν ορισμένα βασικά στοιχεία του νέου διεθνούς περιβάλλοντος και των νέων συσχετισμών ισχύος που διαμορφώνονται στην Ευρώπη.

Είναι φανερό ότι οι ανακατατάξεις αυτές επηρεάζουν βαθύτατα το ρόλο του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας για πολλούς δε θέτουν υπό σοβαρή αμφισβήτηση τη διατήρησή τους με τη σημερινή της μορφή.

Η επανένωση της Γερμανίας, για παράδειγμα, οποιαδήποτε μορφή κι αν πάρει, αναπόφευκτα θα επηρεάσει τις σχέσεις των δύο συνασπισμών. Θα εκλείψει η «γραμμή του κεντρικού μετώπου» εκατέρωθεν της οποίας είχαν συγκεντρωθεί οι μεγαλύτερες και ισχυρότερες στρατιωτικές δυνάμεις των δύο Συμφώνων, και με βάση την οποία είχαν καταρτιστεί όλα τα πιθανά σενάρια πολεμικής εμπλοκής των δύο κόσμων.

Όποια και να είναι η επίλυση της διεθνούς και στρατιωτικής πτυχής της γερμανικής επανένωσης, πράγμα που θα κριθεί στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων και το ΝΑΤΟ και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας θα υποχρεωθούν εκ των πραγμάτων να επανεξετάσουν τα αμυντικά τους δόγματα και να μετατρέψουν την λογική της νέας πολιτικής κατάστασης που διαμορφώνεται σε ορθολογική αμυντική διάταξη που να ανταποκρίνεται στην αμοιβαία ασφάλεια και σταθερότητα.

Υπάρχουν σοβαροί κίνδυνοι το ΝΑΤΟ να απωλέσει τη συνοχή και το σκοπό του εάν δεν προσαρμοσθεί στις νέες συνθήκες και δεν επιβάλει μια ρεαλιστική πολιτική εκτίμηση του στρατιωτικού δυναμικού, των προθέσεων και των δυνητικών τάσεων του κοινωνικού συστήματος του «αντιπάλου».

Αλλά ο καθορισμός του «αντιπάλου», του «εχθρού», αποτελεί θέμα πολιτικής στάθμισης και εκτίμησης, όχι μόνο υπολογισμού των στρατιωτικών δυνατοτήτων του.

Σε συνθήκες μείωσης της απειλής σε πιθανότητες οριακές, όπως παραδέχονται όλες οι εκθέσεις του Πενταγώνου και των δυτικών υπηρεσιών, είναι δύσκολο να διατηρηθούν τα παλιά δόγματα «αποτροπής» του ΝΑΤΟ, τα οποία χρειάζονται προσαρμογή στα νέα δεδομένα.

Ο Αμερικανός πρόεδρος Μπους είχε εκφράσει μετά τη διάσκεψη κορυφής της Μάλτας την επιθυμία του για τη διατήρηση «ισχυρού ΝΑΤΟ». Το μέγεθος της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην Ευρώπη θα αποτελέσει ένα σοβαρό πρόβλημα για το ΝΑΤΟ από την άποψη του καθορισμού του επιθυμητού επιπέδου που θα καθιστά την αμερικανική εμπλοκή στην άμυνα και σταθερότητα της Ευρώπης επαρκώς ισχυρή σαν εκδήλωση του αμερικανικού ενδιαφέροντος.

Η αυξανόμενη οικονομική ισχύς της Ευρώπης, την οποία αρκετοί Αμερικανοί θεωρούν σαν απειλή για τα εθνικά τους συμφέροντα, οι διεργασίες για αναβάθμιση της πολιτικής συνεργασίας στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και οι προοπτικές στενότερης συνεργασίας στον αμυντικό τομέα, καθώς και οι ενδόμυχοι φόβοι για τον προσανατολισμό μιας Ενωμένης Γερμανίας δημιουργούν επιπρόσθετα προβλήματα για το ΝΑΤΟ.

Πέρα από τη στρατιωτική χρησιμότητα ο αμερικανικός πολιτικός κρίκος με την Ευρώπη μπορεί να θεωρηθεί σαν παράγοντας σταθερότητας στη νέα τάξη πραγμάτων που αναδύεται.

Αναγνωρίζοντας ίσως αυτόν τον κρίσιμο αμερικανικό ρόλο ο Γκορμπατσώφ μίλησε κι αυτός, μετά την συνάντηση της Μάλτας για μετεξέλιξη των δύο Συμφώνων σε «στρατιωτικοπολιτικές συμμαχίες», εγκαταλείποντας την πολιτική της διάλυσης των δύο συνασπισμών. Ούτε τέτοιες φωνές ακούγονται πλέον στη Δύση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε περίπτωση διάλυσης του Συμφώνου της Βαρσοβίας και οι μέρες του ΝΑΤΟ θα είναι μετρημένες.

Ορισμένοι συντηρητικοί κύκλοι στις Ηνωμένες Πολιτείες, υποστηρίζουν ότι οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, θα πρέπει να επιλέξουν την ουδετερότητα, αποχωρώντας από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, με διευθετήσεις παρόμοιες με εκείνες που ίσχυσαν στην περίπτωση της Αυστρίας μετά τον πόλεμο, ώστε να διασκεδαστούν οι φόβοι της Σοβιετικής Ένωσης. Υπάρχουν ενδείξεις ότι σημαντικό τμήμα της κοινής γνώμης στις χώρες αυτές θα προτιμούσε μια τέτοια πορεία που θα τις απάλλασσε από την παρουσία ξένων στρατευμάτων και στρατιωτικών βάσεων από το έδαφος τους και από την ανάγκη στρατιωτικών συμμαχιών.

Υπάρχουν όμως και απόψεις που υποστηρίζουν ότι η διατήρηση του Συμφώνου της Βαρσοβίας με μια άλλη μορφή, είναι επιθυμητή και για τη Δυτική και για την Ανατολική Ευρώπη. Κατ’ αρχήν τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης είναι αδύνατο να δημιουργήσουν συστήματα εθνικής στρατιωτικής αυτάρκειας, τη στιγμή μάλιστα που αγωνιούν να απελευθερώσουν πόρους για την επείγουσα οικονομική τους ανασυγκρότηση.

Κατά δεύτερο λόγο, είναι προτιμότερη και περισσότεο επωφελής η συμμετοχή σε ένα αναμορφωμένο σύστημα συλλογικής ασφάλειας, παρά τις διμερείς αμυντικές σχέσεις αμφίβολης αποτελεσματικότητας, όπως απέδειξαν οι διευθετήσεις του μεσοπολέμου. Άλλωστε δε θεωρείται πιθανό ότι δυτικές δυνάμεις θα προστρέξουν να εγγυηθούν την ασφάλεια των χωρών αυτών.

Είναι ενδεικτική η στάση της Πολωνίας στο θέμα των συνόρων της με τη Γερμανία και πολύ θετική συνάμα η απόφαση των δύο γερμανικών κρατών και των τεσσάρων εγγυητριών δυνάμεων να την καλέσουν στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων, όταν θα συζητηθεί το πρόβλημα των συνόρων. Είναι γνωστή η ισχυρή υποστήριξη που έδωσε ο Μιττεράν στο θέμα αυτό στην κυβέρνηση της Πολωνίας. Κι ακόμα πιο ενδεικτική η δήλωση Κολ ότι στις συνομιλίες αυτές «στόχος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης θα είναι η διευθέτηση των εξωτερικών πτυχών της αποκατάστασης της γερμανικής ενότητας σε αρμονία με τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της ευρωπαϊκής ασφάλειας».

Τρίτον, μεταξύ των κρατών αυτών υπάρχουν ή δυνητικά μπορούν να αναπτυχθούν σοβαρές διαφορές, τριβές και αντιδικίες σε εδαφικά και εθνικά ζητήματα οι οποίες μπορούν να προσλάβουν απρόβλεπτες διαστάσεις θέτοντας σε κίνδυνο την ειρήνη και τη σταθερότητα της περιοχής. Τα πιο αδύναμα κράτη είναι εύλογο να ανησυχούν.

Τέταρτον, το Σύμφωνο αποτελεί ένα χρήσιμο μηχανισμό για το συντονισμό της πολιτικής ελέγχου των εξοπλισμών ιδιαίτερα στο πλαίσιο των συνομιλιών που διεξάγονται στη Βιέννη για της Συμβατικές Δυνάμεις στην Ευρώπη.

Και τελικά, η Σοβιετική Ένωση έχει νόμιμες ανησυχίες και συμφέροντα ασφαλείας, έχοντας υποστεί εισβολές από τη Δύση. Κατά συνέπεια ενδιαφέρεται απόλυτα για τη σταθερότητα στην περιοχή. Δεν είναι βέβαιο ότι η σταθερότητα αυτή εξυπηρετείται καλύτερα με την ουδετερότητα των χωρών αυτών, από μια τέτοια «προστατευτική ζώνη».

Ασφαλώς, η αναμόρφωση του Συμφώνου της Βαρσοβίας σε νέες βάσεις παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες παρά το γεγονός ότι τον περασμένο Δεκέμβριο ενταφιάστηκε επίσημα το «δόγμα Μπρέζνιεφ». Το Σύμφωνο αντιμετωπίζει και τα ψυχολογικά προβλήματα που προκύπτουν από την ανάγκη των χωρών αυτών να επιδείξουν την ανεξαρτησία τους κατά τρόπο εμφανή και τα προβλήματα που συνδέονται με την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων.

Θα χρειαστεί η προσαρμογή σε εμφανέστερη αμυντική διάταξη των στρατιωτικών δυνάμεων του Συμφώνου και η επανεξέταση της στρατιωτικής στρατηγικής του εν όψει της ισοτιμίας που αναμένεται να συμφωνηθεί στα επίπεδα των συμβατικών δυνάμεων στις συνομιλίες της Βιέννης. Θα χρειαστεί ακόμη όλη η δεξιοτεχνία και θέληση του Γκορμπατσώφ να πείσει τα σύμμαχα κράτη ότι είναι προς το συμφέρον τους η παραμονή σ’ ένα νέο συλλογικό και ισότιμο σύστημα συλλογικής ασφάλειας σαν η καλύτερη εγγύηση για την ειρήνη και τη σταθερότητα στην Ευρώπη, ιδιαίτερα εν όψει της γερμανικής επανένωσης.

Μέχρις ότου εμφανισθούν και συμφωνηθούν νέες διευθετήσεις ασφαλείας που να εξασφαλίζουν την απρόσκοπη ανάπτυξη και συνεργασίας όλων των χωρών της γηραιάς ηπείρου, η διατήρηση των συνασπισμών με τις αναγκαίες αλλαγές και προσαρμογές που απαιτεί σήμερα η νέα κατάσταση αποτελεί «αναγκαίο κακό» μεταβατικού χαρακτήρα.