ΠΑΣΟΚ: Στη Δίνη των Αντιφάσεων

Στις εκλογές της 8ης Απριλίου, το ΠΑΣΟΚ υπέστη την τρίτη κατά σειρά εκλογική του ήττα, πράγμα που είχε σαν πρακτικό αποτέλεσμα — αυτή τη φορά — και την εκμηδένιση των πιθανοτήτων συμμετοχής του σε κυβερνητικό σχήμα. Επανήλθε, λοιπόν, στην αντιπολίτευση. Πρόκειται για σημείο καμπής, εφ’ όσον το εκλογικό έδαφος που πρέπει πλέον να ανακαταληφθεί είναι αρκετά μεγάλο.

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να μετρήσει κανείς με ακρίβεια τη βαρύτητα των επί μέρους παραγόντων που συνετέλεσαν στην ήττα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος συνέβαλαν τόσο συγκυριακοί όσο και μονιμότεροι παράγοντες, που είναι στενά συνυφασμένοι με την πολιτική και ιδεολογική φυσιογνωμία του ΠΑΣΟΚ, καθώς και με την οκταετή άσκηση της εξουσίας.

Ειδικές μελέτες και σταθμίσεις των εκλογικών αποτελεσμάτων ενδέχεται να δείξουν με αρκετή ενάργεια τη συμβολή των επί μέρους συγκυριακών παραγόντων στο συνολικό αρνητικό για το ΠΑΣΟΚ αποτέλεσμα, αλλά επειδή τα ποσοστά Νοεμβρίου-Απριλίου είναι οριακά δεν είναι βέβαιο αν τέτοιου είδους φωτογραφήσεις μπορούν να αποτελέσουν ασφαλή δείκτη για τις μονιμότερες τάσεις του εκλογικού σώματος.

Βέβαιον είναι ότι η συζήτηση περί των συγκυριακών παραγόντων ή των μονιμότερων αιτίων της ήττας δεν είναι άνευ πολιτικής σημασίας, όπως μάλιστα φάνηκε τόσο έντονα στις συζητήσεις της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ, στην πρόσφατη σύνοδο της (6-7 Απριλίου 1990). Η εισήγηση του κ. Παπανδρέου κατά την πρώτη ημέρα έρριξε αποκλειστικά σχεδόν την ευθύνη του εκλογικού αποτελέσματος σε συγκυριακούς παράγοντες. Αναζήτησε παντού εξωγενείς παράγοντες και αποδιοπομπαίους τράγους. Κατά τη δευτερολογία του μπορεί όντως ο τόνος να έπεσε και να ενσωματώθηκαν διαφορετικές τοποθετήσεις μελών της Κ.Ε., η ουσία όμως και το κέντρο βάρους της ανάλυσης παρέμειναν άθικτα, πράγμα που φάνηκε σαφώς και στο κείμενο της πολιτικής απόφασης με τη συρραφή των διαφόρων τοποθετήσεων.

Το γεγονός ότι ο σχηματισμός βιώσιμης κυβέρνησης εξαρτιόταν από οριακό πλέον ποσοστό ψήφων και εδρών κάνει την άποψη που ρίχνει το κύριο ερμηνευτικό βάρος στους συγκυριακούς παράγοντες, να αποκτά μεγαλύτερη αξιοπιστία απ’ όση πραγματικά έχει. Διότι, πράγματι, οριακά ποσοστά προς την αντίθετη κατεύθυνση θα μπορούσαν να είχαν οδηγήσει στο σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού στην οποία θα ηγείτο φυσικά το ΠΑΣΟΚ. Τότε, βέβαια, θα επρόκειτο περί «θριάμβου».

Μ’ αυτή την έννοια η απόσταση μεταξύ θριάμβου και ήττας ήταν πράγματι πολύ μικρή και κατά συνέπεια συσκοτίζει τόσο τις ηγετικές ευθύνες όσο και μακρόχρονες απώλειες εκλογικής επιρροής. Τους συγκυριακούς παράγοντες τονίζει κατ’ ανάγκην και η εισήγηση Αυγερινού1 στη σύνοδο της Κ.Ε. που αναφέραμε, στην οποία, ωστόσο, γίνονται και ορισμένες νύξεις προς την κατεύθυνση αναζήτησης μονιμότερων αιτίων. Επισημαίνονται απώλειες στα μεσαία και χαμηλά αστικά στρώματα και η ανάγκη να καταβληθεί «μεθοδική προσπάθεια», χρονικά κλιμακούμενη, εάν πρόκειται τα στρώματα αυτά να επανακάμψουν στους κόλπους του ΠΑΣΟΚ.

Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δεν πρωτοτυπεί βέβαια στην προσπάθειά της να ελέγξει και να καθορίσει το πλαίσιο των ιδεολογικών και πολιτικών αναφορών μέσα στο οποίο θα αναζητηθούν οι πολιτικές ευθύνες και το οποίο θα αποτελέσει και το πλαίσιο των συζητήσεων στην πορεία προς το Συνέδριο του κόμματος (13—16 Σεπτεμβρίου).

Είναι φανερό όμως ότι ορόσημο για τις πολιτικές τύχες του ΠΑΣΟΚ αποτέλεσαν οι εκλογές του Ιουνίου 1989. Η μικρή ανάκαμψη που σημείωσε στις εκλογές του Νοεμβρίου 1989 οφειλόταν στους επιτυχείς πολιτικούς χειρισμούς αντιμετώπισης της κάθαρσης και της επίθεσης των αντιπάλων του, χειρισμούς που είχαν θετικό αντίκτυπο αποκλειστικά στην ευάλωτη εκλογική βάση του Συνασπισμού. Αντίθετα, οι εκλογικές διαρροές προς τη Νέα Δημοκρατία, ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα, ήταν συνεχείς κι αυτήν του την πτέρυγα το ΠΑΣΟΚ δεν μπόρεσε καθόλου να προστατέψει.

Στο ειδικό αφιέρωμα των «ΕΠΙΚΕΝΤΡΩΝ» για τις εκλογές του Ιουνίου 1989 είχα προσπαθήσει2 να ερμηνεύσω το φαινόμενο της ανθεκτικότητας της ψήφου του ΠΑΣΟΚ, το «απροσδόκητα» υψηλό ποσοστό που συγκέντρωσε κάτω από αντίξοες συνθήκες. Τόνισα επίσης οτι το υψηλό ποσοστό που συγκέντρωσε στην Ευρω-κάλπη αποτελούσε σοβαρότατη απόδειξη για τα όρια της δυνατής συμπίεσης της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ. Τα όρια αυτά συσχετίστηκαν τόσο με την κυρίαρχη λαϊκιστική3 φυσιογνωμία του ΠΑΣΟΚ όσο και με την απήχηση ενός «κοινωνικού προφίλ» στα κατώτερα, μεσαία και λαϊκά στρώματα των πόλεων και της υπαίθρου.

Η συσπείρωση γύρω από το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του Νοεμβρίου 1989 στις πιο υποβαθμισμένες και λαϊκές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά, επιβεβαίωσε εκείνες τις εκτιμήσεις. Τα στρώματα αυτά ταυτίζονται ιδεολογικά με το ΠΑΣΟΚ και αναγνωρίζουν σ’ αυτό τον συνεπή εκπρόσωπο, διεκδικητή και υπερασπιστή των συμφερόντων τους.

Όλες αυτές οι εκτιμήσεις προσπαθούν να εντοπίσουν τους παράγοντες που συνέβαλαν στην αντοχή της ψήφου του ΠΑΣΟΚ. Δεν θίγουν όμως καθόλου το θέμα της πορείας του από το 1981 και μετά, τη θητεία του στην κυβέρνηση, τις Εκλογικές του απώλειες συνολικά. Γιατί αν το ορόσημο της αποφασιστικής εκλογικής ήττας του ΠΑΣΟΚ και της απομάκρυνσής του από την εξουσία είναι ο Ιούνιος 1989, τότε η οκταετής διακυβέρνηση της χώρας και τα πεπραγμένα του πρέπει να έχουν άμεση, καθοριστική σχέση. Οι εκλογικές απώλειες, που είναι σημαντικές μέσα σε δύο κυβερνητικές θητείες (αν και καθόλου αφύσικες σε σύγχρονα δημοκρατικά πολιτεύματα), θα πρέπει να ερμηνευθούν με μονιμότερους δείκτες πολιτικής συμπεριφοράς, ιδεολογικών και κοινωνικών ανακατατάξεων και μετατοπίσεων.

Πρόκειται για μια συζήτηση που δεν θέλει ν’ ανοίξει επίσημα το ΠΑΣΟΚ γιατί θα το υποχρεώσει να αναζητήσει τις αιτίες της ήττας του πρωταρχικά στον εαυτό του κι όχι στους άλλους. Κάτι τέτοιο θα άνοιγε τους ασκούς του Αιόλου, ενώ η «βάση του κινήματος» και τα λαϊκά στρώματα αισθάνονται ήδη άνετα μέσα στις «Αυριανικές» ερμηνείες περί προδοτών Κυρκο-Φλωράκηδων, πουλημένου Μητσοτάκη και τα παρόμοια.

Μία ουσιαστική πηγή των μονιμότερων παραγόντων θα πρέπει να εντοπισθεί στην κυβερνητική πρακτική του ΠΑΣΟΚ, στον τρόπο διακυβέρνησης. Τα χαρακτηριστικά, οι μέθοδοι, οι νοοτροπίες, τα αποτελέσματα κλπ. του τρόπου αυτού διακυβέρνησης έχουν κατά κόρον επισημανθεί στο παρελθόν, επισημαίνονται δε και τώρα πληθωρικά από στελέχη του4 Ο συγκεντρωτισμός, ο κρατισμός, η άκρατη κομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης, η γραφειοκρατικοποιημένη και ιδεολογικοποιημένη ρουσφετολογία, ο αυταρχισμός, η νομενκλατούρα, η αλαζονεία της εξουσίας, το ήθος και το ύφος κλπ. (που αναφέρουν τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ) περιγράφουν και αποδίδουν με αρκετή ενάργεια και ακρίβεια την κατάσταση.

Έτσι συντελέστηκε όχι μόνο η απώλεια του «τρίτου δρόμου»5 αλλά και εξανεμίσθηκαν ελπίδες, οράματα, σχέδια αλλαγής, αξιοπιστία, φερεγγυότητα κλπ.

Η απόρριψη των χαρακτηριστικών αυτών γνωρισμάτων και η δημιουργία μιας νέας ιδεολογικής και πολιτικής φυσιογνωμίας του κόμματος-κινήματος δεν είναι εύκολη υπόθεση, παρά τις προθέσεις που διατυπώνονται.

Η «επανίδρυση» του ΠΑΣΟΚ φαντάζει σαν εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι ανεπίτευκτο εγχείρημα. Και οι λόγοι είναι πολλοί.

  • Κατ’ αρχήν, παραμένει καθοριστικός ο ηγετικός ρόλος του κ. Παπανδρέου. Όχι μόνο δεν υπάρχει ισάξιος αντικαταστάτης του αλλά και η έκβαση της μάχης για τη διαδοχή του θα καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από τον ίδιο. Δεν υπάρχουν θεσμικές-κομματικές ρυθμίσεις που θα περιόριζαν τις εξουσίες του και θα διαμεσολαβούσαν στην σημερινή απ’ ευθείας σχέση του με το «λαό». Οποιεσδήποτε εσωκομματικές προσπάθειες περιορισμού του, που εμφανίζονται κυρίως στις συνόδους της Κεντρικής Επιτροπής, είτε αφομοιώνονται είτε πέφτουν στο κενό. Η ισορροπία μεταξύ ανώτατων κομματικών οργάνων και αρχηγού εξακολουθεί να παραμένει άνιση και ετεροβαρής. Η κομματική νομιμοποίηση εξακολουθεί να αντλείται από το πρόσωπο του αρχηγού. Ανεξάρτητες πηγές νομιμοποίησης και πολιτικής επιρροής δεν μπορούν να δημιουργηθούν. Όλες οι απόπειρες απέτυχαν και οι απολωλότες επανήλθαν στο ποίμνιο. Δεν είναι ακόμα σαφές αν ο κ. Παπανδρέου επιθυμεί να παίξει το ρόλο του κρίκου μεταξύ του παλαιού και του καινούργιου. Ούτε η πρόταση για συλλογική ηγεσία μπορεί να αποκτήσει σάρκα και οστά, με την επιβλητική παρουσία του αρχηγού.
  • Ο λαϊκίστικός χαρακτήρας του ΠΑΣΟΚ παραμένει κυρίαρχος. Δεν εκπορεύεται μόνο από την κορυφή. Αναπαράγεται σ’ όλα τα επίπεδα και δεν εξαντλείται στην «Αυριανική παράταξη». «Ο λαϊκισμός είναι μια κληρονομημένη κατάσταση, που πρέπει να μετασχηματισθεί και να προσανατολισθεί σωστά», είπε πρόσφατα ο κ. Λαλιώτης6. Αλλά δεν είναι ορατοί οι δρόμοι και οι τρόποι μέσω των οποίων θα επιτευχθεί κάτι τέτοιο «πολιτικά, κοινωνικά και αισθητικά». Πώς θα διαλυθούν τα σύνδρομα της «υποτακτικής νομενκλατούρας», των σειρήνων, των κάθε λογής αυλικών και της παραδοξολογίας των δογμάτων που αναφέρει ο ίδιος;

Πρόκειται για παγιωμένα χαρακτηριστικά, ενσωματωμένα σε διαδικασίες και τρόπους λειτουργίας που δεν έχουν, μέχρι στιγμής, αλλάξει. Οι φορείς τους, κομματικοί ή σκιώδεις κυβερνητικοί, παραμένουν οι ίδιοι και ευδοκιμούν πολιτικά.

Κατά πόσο ένα Συνέδριο μπορεί να μεταβάλει ριζικά τα χαρακτηριστικά αυτά του αρχαϊκού-λαϊκιστικού κόμματος αποτελεί αναπάντητο ερώτημα.

  • Ο Γόρδιος δεσμός με την «αυριανική» παράταξη δεν είναι εύκολο να κοπεί. Αντιπροσωπεύει πολύτιμη κοινωνική και εκλογική βάση, πολλαπλά χρήσιμη σε ποσοστά, έδρες και σε προβολή του «κοινωνικού και λαϊκού» προφίλ του ΠΑΣΟΚ. Δημιουργεί ισχυρούς μηχανισμούς ιδεολογικής και πολιτικής ταύτισης και καλλιεργεί προσδοκίες, απαραίτητες για την πολιτική κινητοποίηση των κοινωνικών αυτών στρωμάτων.

Η πρόσδεσή τους στο άρμα του ΠΑΣΟΚ τους προσκομίζει τόσα οφέλη ώστε είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς ότι μπορούν να αποκοπούν από τον κορμό του σαν «ξένο σώμα», χωρίς ανυπολόγιστες συνέπειες για την εκλογική τύχη του κόμματος. Χρησιμεύουν, επιπρόσθετα, σαν ανάχωμα απέναντι σε συγγενή στρώματα της εκλογικής βάσης του Συνασπισμού. Εδώ εντοπίζεται τόσο το αντιδεξιό όσο και το αντι-αριστερό σύνδρομο, με βαθειές ιστορικές καταβολές.. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι ένα μικρό ποσοστό ψηφοφόρων που στις εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου εγκατέλειψε το Συνασπισμό — για να υποστηρίξει το ΠΑΣΟΚ — επαναπατρίστηκε στις εκλογές του Απριλίου. Επομένως η «Αυριανική» παράταξη, εκτός των άλλων, προστατεύει την «αριστερή» πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ και ταυτόχρονα χρησιμοποιείται κατά τις περιστάσεις σαν αιχμή για διείσδυση στην παραδοσιακή εκλογική πελατεία της Αριστεράς. Επί πλέον, το «Αυριανικό» μόρφωμα τροφοδοτείται ιδεολογικά και κοινωνικά από τα κύματα των εσωτερικών μεταναστών αγροτικής, μικροαστικής και επαρχιακής προέλευσης και γαλβανίζεται από ένα ολόκληρο συγκρότημα μέσων μαζικής ενημέρωσης. Οι δυνατότητες πολιτικής αυτονόμησης είναι πραγματικές και ορατές. Το ρεύμα αυτό μπορεί να ενισχυθεί από τη λαϊκή δυσαρέσκεια που προκαλούν τα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης, από την έλλειψη οποιοσδήποτε ρεαλιστικής προσέγγισης της πραγματικότητας και από τη νοσταλγία του παρελθόντος.

  • Καθώς οι διάφορες εκσυγχρονιστικές τάσεις μέσα στο ΠΑΣΟΚ θα αποπειρώνται όλο και πιο ενεργητικά και δημόσια να διαμορφώνουν μια νέα φυσιογνωμία, η σύγκρουση με την «Αυριανική» παράταξη θα γίνεται όλο και πιο εμφανής και το χάσμα θα διευρύνεται. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλέψει κανείς την έκβαση μιας τέτοιας σύγκρουσης, αν υποτεθεί ότι οι εκσυγχρονιστές σημειώσουν αξιόλογα κέρδη στην εσωκομματική διαπάλη και επιβάλλουν τελικά τον ανάλογο τόνο και την ανάλογη πολιτική συμπεριφορά. Από την άλλη πλευρά, ο εκσυγχρονισμός, αποτελεί ζήτημα ζωής ή θανάτου για το/ ΠΑΣΟΚ. Κάθε ουσιαστική βελτίωση της εκλογικής του απήχησης στο μέλλον εξαρτάται από την αξιοπιστία των βημάτων που τυχόν θα κάνει προς αυτήν την κατεύθυνση.
  • Με την συνήθη χρονική υστέρηση και την αναπόφευκτη όσμωση με τις εγχώριες συνθήκες, συντελέστηκαν σοβαρές μεταλλαγές στις αξίες, στις σχέσεις κράτους και κοινωνίας την περασμένη δεκαετία. Οι μετατοπίσεις αυτές, που συνδέθηκαν με έναν συντηρητικό πολιτικό λόγο εξ αιτίας της αρνητικής κυβερνητικής εμπειρίας του ΠΑΣΟΚ, αλλά και μιας γενικότερης διεθνούς και εσωτερικής κινητικότητας, ερμηνεύουν την απώλεια της εξουσίας καλύτερα από τους συγκυριακούς πολιτικούς χειρισμούς. Μπορεί μεν να μην αφορούν ευρύτατα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, αφορούν όμως κρίσιμες κοινωνικές ομάδες και επαγγελματικές κατηγορίες μεσαίων στρωμάτων που είχε καταφέρει να προσεταιρισθεί το ΠΑΣΟΚ στην περίοδο της ανοδικής του πορείας προς την εξουσία. Με τα σημερινά δεδομένα είναι δύσκολο να δει κανείς με ποιές πολιτικές πρωτοβουλίες το ΠΑΣΟΚ θα μπορέσει να αποκαταστήσει την αξιοπιστία του στα στρώματα αυτά, να συνάψει μαζί τους μια νέα κοινωνική συμμαχία και να επιβάλει ξανά την ιδεολογική ηγεμονία που έχει απωλέσει. Ούτε είναι βέβαιη η ανάκαμψη των στρωμάτων αυτών σε πολιτικούς σχηματισμούς τύπου ΠΑΣΟΚ, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι η πολιτική της σημερινής κυβέρνησης θίξει σοβαρά την οικονομική τους υπόσταση ή τις προοπτικές κοινωνικής τους ανόδου. Αντίθετα, η επιτυχία της κυβερνητικής πολιτικής μπορεί να εδραιώσει την πολιτική προτίμηση προς την Ν.Δ. που έδειξαν τα στρώματα αυτά στις τρεις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, να δέσει ακόμα πιο σταθερα τις αξίες γύρω από την αγορά, την ιδιωτική πρωτοβουλία, τα καταναλωτικά πρότυπα κλπ, στο συντηρητικό πολιτικό λόγο και κατά συνέπεια να διευρύνει αριθμητικά και ιδεολογικά το ρόλο και την επιρροή των στρωμάτων αυτών στην πολιτική σφαίρα. Σ’ αυτήν την περίπτωση το έργο του ΠΑΣΟΚ καθίσταται ακόμα πιο δύσκολο.

Έτσι η αβέβαιη και εύθραυστη απόπειρα εκσυγχρονισμού του ΠΑΣΟΚ προσκρούει και σε κρυσταλλώσεις πολιτικής κουλτούρας της λαϊκής του βάσης και σε διλήμματα που αφορούν κοινωνικές συμμαχίες και ιδεολογική ηγεμονία. Εξ’ ού και το θέμα των πολιτικών συμμαχιών προσλαμβάνει διαστάσεις αποφασιστικής σημασίας. Βασιλική οδός δεν υπάρχει.

Οι εκτιμήσεις αυτές είναι συντονισμένες με το μήκος κύματος στο οποίο αναπτύσσονται οι επεξεργασίες του ίδιου του ΠΑΣΟΚ περί αυτόνομης στρατηγικής, πλειοψηφικού ρεύματος, αυτοδύναμης επανόδου στην κυβέρνηση κλπ. Και δεν μπορούν φυσικά να πάρουν υπόψη τους ορισμένες κρίσιμες μεταβλητές, όπως την τυχόν αλλαγή του εκλογικού νόμου, την αποτελεσματικότητα και εκλογική επίδραση της κυβερνητικής πολιτικής, τη διαμόρφωση των σχέσεων με τον Συνασπισμό και το πλήθος των άλλων τυχαίων, συγκυριακών, συμπυκνομένων παραγόντων που επεμβαίνουν στην πολιτική διαδικασία.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Αποσπάσματα της εισήγησης δημοσίευσε το ΠΟΝΤΙΚΙ (11.5.90).
  2. Βλ. ΕΠΙΚΕΝΤΡΑ, τ. 58/1989.
  3. Βλ. Β. Καπετανγιάννης, «Η πολιτική και θεωρητική σημασία της συζήτησης για το ΠΑΣΟΚ», ΠΟΛΙΤΗΣ, 2.4.78. Βλ. τη συλλογή άρθρων για το ΠΑΣΟΚ στο βιβλίο του Π. Παπασαραντόπουλου (επιμ.) ΠΑΣΟΚ και Εξουσία, εκδ. Παρατηρητής, Θεσ/νίκη 1980. Επίσης Β. Καπετανγιάννης, «Λαϊκισμός: Συνοπτικές σημειώσεις για μια κριτική επανεξέταση», Ο ΠΟΛΙΤΗΣ 4.71, Ιαν.-Μάρτιος 1986.
  4. Ο κ. Σημίτης μίλησε για λαϊκισμό, ύφος της εξουσίας αρχηγικού τύπου κόμμα κλπ. (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 22.4.90 και Καθημερινή της Κυριακής, 13.5.90), ο Γ. Παπανδρέου περί «νέο-κομματικού γραφειοκρατικού μορφώματος» — γάγγραινα στα ηγετικά επίπεδα του ΠΑΣΟΚ, μαγαζιά, κλίκες, αλαζονεία, νομή της εξουσίας κλπ. (ΒΗΜΑ της Κυριακής, 13.5.90), ο X. Καστανίδης περί «μονοπρόσωπης εξουσίας» (ΒΗΜΑ της Κυριακής 13.5.90) κλπ. κλπ.
  5. Βλ. τοάρθροτου CHRISTOS LYRINTZIS “ΡΑ- SOK IN POWER THE LOSS OF THE “THIRD ROAD TO SOCIALISM” στοβιβλίοτων TOM GALLAGHER και ALLAN M. WILLIAMS (επιμ). SOUTH EUROPEAN SOCIALISM, MANCHESTER UNIVERSITY PRESS, 1989.
  6. Συνέντευξη στην ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ, 2.5.90.