ΓΛΑΥΚΟΥ ΚΛΗΡΙΔΗ «Η Κατάθεσή μου», εκδ. «Αλήθεια». Λευκωσία 1988. σ.σ, 508.
«Ανατομία μιας εθνικής τραγωδίας» αποκαλεί ο Γλαύκος Κληρίδης τον πρώτο τόμο των ιδιόρρυθμων «απομνημονευμάτων» του. που αναφέρεται στην περίοδο 1955-1964. με την υπόσχεση ο δεύτερος τόμος να καλύψει την εξ ίσου κρίσιμη περίοδο 1964-1974. Κατάθεση, όπως ο τίτλος του βιβλίου, η μαρτυρία, όπως σ’ άλλο σημείο αναφέρεται, αποτελούν λέξεις που ανταποκρίνονται ίσως πιστότερα στο περιεχόμενο του βιβλίου. Γιατί ο Κληρίδης. όντας ηγέτης του μεγαλύτερου πολιτικού κόμματος της Κύπρου, του «Δημοκρατικού Συναγερμού» (ΔΗΣΥ). που ίδρυσε το 1976, παραμένει στην ενεργό πολιτική κονίστρα. Κατά συνέπεια, το ύφος και η διαπραγμάτευση των θεμάτων με κανένα τρόπο δεν αποπνέουν την υπερφίαλη εκείνη οσμή του «δεδικαίωται» ή των αποσταγμάτων «σοφίας», από την οποία διαποτίζονται συνήθως τα γραπτά των απομάχων της πολιτικής.
Αντίθετα, είναι ευδιάκριτη η προσπάθεια να κρατηθούν ορισμένες αποστάσεις από τα γεγονότα. για να μην αποδυναμωθούν οι κρίσιμες ιδιότητες της κριτικής ανάλυσης. Τέτοια βιβλία αποτελούν πολύτιμες πηγές τεκμηρίων και μαρτυρίας, πηγές αναντικατάστατες, γιατί εμπεριέχουν και την προσωπική οπτική γωνία, συνδυάζουν την ιδιότητα του αυτόπτη μάρτυρα, του παρατηρητή και του δρώντος προσώπου στο ιστορικό γίγνεσθαι. Συνεκτιμάται, βέβαια, η πηγή αυτή από την ιστορική έρευνα, όταν επέρχεται το πλήρωμα του χρόνου για να γραφεί η «οριστική» ιστορία μιας εποχής. Γι’ αυτό δεν θα είχε νόημα να αντιπαρατάξει κανείς τώρα άλλες ιστορικές πηγές και μαρτυρίες για την εποχή που διαπραγματεύεται ο Κληρίδης. Αντίθετα. λόγω των μετέπειτα εξελίξεων και της σημερινής συγκυρίας στην Κύπρο, θα είχε ίσιος μεγαλύτερη αξία να τονιστούν οι απόψεις του για το ιστορικό παρελθόν και τα συμπεράσματά του. Γιατί, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αίσθηση αυτή της ιστορικής πορείας, που με τόση περιγραφική και αναλυτική ικανότητα δίνει ο Κληρίδης. δημιουργεί αναπόφευκτα ορισμένες αποκρυσταλλώνεις σκέψεως και πολιτικής συμπεριφοράς, που ίσιος βρίσκονται σήμερα στο υπόβαθρο της πολιτικής του πρακτικής και στάσης στο εθνικό θέμα.
Τα συμπεράσματά του για την εποχή αυτή συμπυκνώνονται or δυο-τρεις σελίδες στο τέλος του βιβλίου. Ο Μακάριος επικρίνεται όχι γιατί δέχτηκε την ανεξαρτησία. την οποία θεωρούσε ισοδύναμη με προδοσία, αλλά γιατί δεν την θεώρησε ως αναγκαίο βήμα στη μακρά και δύσκολη πορεία του Κυπριακού. Ο δρόμος της αυτοδιάθεσης περνούσε από την ανεξαρτησία, η οποία έτσι κι αλλιώς θα ήταν περιορισμένη, εφ’ όσον η Αγγλία είχε επιτύχει να αναμίξει την Τουρκία και να νομιμοποιήσει τα τουρκικά συμφέροντα στην Κύπρο, εφ’ όσον ήθελε να διατηρήσει την κυριαρχία της στη νήσο κι εφ’ όσον οι δυνάμεις που αντιτίθενταν στην ένωση θα συμφωνούσαν μόνο σε λύσεις που δεν θα οδηγούσαν στην επίτευξή της.
Καταλογίζοντας, λοιπόν, στον Μακάριο πρόωρες κινήσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος, υπό το κράτος της πεποίθησης, ότι οι συμφωνίες του Λονδίνου ήταν επαχθείς και έπρεπε να καταλυθούν και υπό την πίεση της ευαισθησίας απέναντι σε κατηγορίες για προδοσία της Ένωσης. Αντίστοιχα, η τουρκοκυπριακή ηγεσία χρησιμοποίησε σαν πρόσχημα τις ενέργειες της ελληνοκυπριακής πλευράς για να οδηγήσει τα πράγματα σε οξύτητα. Έτσι χαράχτηκε μια πορεία σύγκρουσης μεταξύ των δύο κοινοτήτων που επέτεινε τη δημιουργία παραστρατιωτικών οργανώσεων. Ο πρόεδρος Μακάριος κι ο αντιπρόεδρος Τούρκος Kutchuc δεν έκαναν τίποτα για να εμποδίσουν την δημιουργία των οργανώσεων αυτών. Παρέμειναν πιστοί απέναντι στη δική τους κοινότητα, έδρασαν σαν «εθνικοί» αρχηγοί κι όχι σαν ηγέτες του κράτους της Κύπρου, υποστηρίζει ο Κληρίδης.
Την ίδια περίοδο εκδηλώθηκαν και οι διαφωνίες μεταξύ των ελληνικών κυβερνήσεων και του Μακαρίου. Ήταν χαρακτηριστική η απουσία συμφωνημένης εθνικής γραμμής ανάμεσα στην Ελλάδα και την Κύπρο, πάνω’ στο εθνικό πρόβλημα, πράγμα που πλήρωσε ακριβά η Κύπρος, γράφει. Έχοντας επίγνωση του προσωπικού του συγκινησιακού φορτίου, ο Κληρίδης τελειώνει τον τόμο με μια ρήση του μεγάλου Έλληνα ιστορικού Κ. Παπαρρηγόπουλου: «Όσο ισχυριζόμαστε ότι όλοι οι άλλοι είναι αμαρτωλοί κι εμείς αναμάρτητοι, είναι δύσκολο να σταματήσουμε να αμαρτάνουμε». Ο νοών νοείτω.