Γιάννης Ν. Γιανουλόπουλος: «Ο μεταπολεμικός κόσμος. Ελληνική και ευρωπαϊκή ιστορία (1945-1963)». Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1992, σελ. 410.
Η μεταπολεμική ελληνική και ευρωπαϊκή ιστορία μπορεί να ενδιαφέρει όλο και λιγότερο τις νεότερες γενιές καθώς τα «γεγονότα» απομακρύνονται από την «ιστορική μνήμη» και το απόμακρο παρελθόν βαραίνει όλο και λιγότερο στο παρόν και το μέλλον. Είναι ένα φυσιολογικό φαινόμενο καθώς η «ιστορία» με την έννοια των εμπειριών του παρελθόντος παύει να αποτελεί «ζώσα δύναμη» του παρόντος με την αποχώρηση των παλαιοτέρων γενιών και επαφίεται πλέον στην έρευνα και τις ερμηνείες των ιστοριών.
Αλλά επειδή πρόκειται για «πρόσφατη ιστορία», για το πλέγμα των παγκόσμιων συσχετισμών που διαμορφώθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και επειδή το τέλος των συσχετισμών αυτών με τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου, την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων και τη διάλυση της σοβιετικής αυτοκρατορίας είναι τόσο κοντά μας, το έργο του Γιάννη Γιανουλόπουλου «Ο μεταπολεμικός κόσμος. Ελληνική και ευρωπαϊκή ιστορία (1945-1963)» (εκδ. Παλαζήση).
Η χρονολογική τομή που επιλέγει ο συγγραφέας -το 1963- για να κλείσει τον πρώτο τόμο της μεταπολεμικής ιστορίας τόσο για τον ευρωπαϊκό όσο και για τον ελληνικό χώρο προκύπτει ως αποτέλεσμα ορισμένων καταναγκασμών. Δεν είναι δηλαδή αυθαίρετη, μολονότι το τεκμήριο είναι μαχητό. Δικαιολογείται στην πρώτη μεν περίπτωση λόγω της εγκαινίασης της φάσης της ύφεσης στις σχέσεις των δύο υπερδυνάμεων, στη δε δεύτερη λόγω της εμφάνισης νέων πολιτικών δυνάμεων στο ελληνικό προσκήνιο που επισφραγίζεται με την εκλογική νίκη της Ενωσης Κέντρου. Από άποψη «πρώτης ύλης» -αρχειακού υλικού και άλλων πηγών βιβλιογραφίας- ο συγγραφέας έχει να αντιμετωπίσει δύσκολα προβλήματα. Ο εντυπωσιακός όγκος των κρατικών αρχείων στη Δύση (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία) και η έλλειψη αντίστοιχων σοβιετικών, η πληθώρα των εκδόσεων – μελετών, μονογραφιών, βιογραφιών, μαρτυριών, κ.λπ., καθιστούν την τιθάσευση της ύλης επίμοχθο έργο. Και αντίθετα, η πενιχρή ύλη στην περίπτωση της Ελλάδος, με κλεισμένα τα κρατικά αρχεία από το 1940 και μετέπειτα και με περιορισμένες και ελλιπέστατες τις άλλες βιβλιογραφικές πηγές -με εξαίρεση ίσως τη δεκαετία του ’40- επιβάλλει άλλου είδους μεταχείριση και περισσότερες ερμηνευτικές επιφυλάξεις. Αλλά και στις δύο περιπτώσεις ο Γιανουλόπουλος ξεπερνά τις δυσκολίες αυτές μ’ ένα επίπεδο αφαίρεσης που, παρά τους ισχυρισμούς του ίδιου στον πρόλογό του, δεν έχει να κάνει τόσο με τον αιώνιο καταναγκασμό των ιστορικών -τον διαθέσιμο χώρο- όσο με τη μέθοδο που προσεγγίζει και επεξεργάζεται το υλικό του για να καταλήξει, σε κάθε επίμαχη περίπτωση, είτε στη δική του ερμηνεία είτε στην αδυναμία οριστικής απόφανσης, όταν ουσιαστικά στοιχεία απουσιάζουν. Η αναγκαστική έλλειψη λεπτομερέστερης τεκμηρίωσης -λόγω χώρου- δεν έχει και τόση σημασία, εφόσον οι αναφορές που υπάρχουν παραπέμπουν σε στοιχεία προσιτά. Αυτό που έχει μέγιστη σημασία και αποτελεί, κατά την άποψή μου, ανεκτίμητη αρετή του βιβλίου, είναι το επίπεδο της πολιτικής ανάλυσης, η οποία συγκροτείται και επηρεάζεται μεν από τη διαθέσιμη «πρώτη ύλη», αλλά έχει και μια έντονα αυθύπαρκτη και αυτόνομη παρουσία και βαρύτητα. Παίρνει δε τη μορφή της επισήμανσης και της στάθμισης των παραγόντων που επηρέασαν την υπερίσχυση της μίας ή της άλλης κατεύθυνσης εκ των διαθεσίμων επιλογών στην πορεία των πραγμάτων. Ακόμα και η απλή παρουσίαση των επιλογών απαιτεί κοπιώδη συνθετική προσπάθεια όχι μόνο για να αποφευχθούν οι απλουστεύσεις, αλλά για να αναδειχθούν οι πραγματικές επιλογές, που δεν είναι πάντοτε οι ίδιες με αυτές που εμφανίζονται στη συγκυρία στα πεδία της ιδεολογικής και πολιτικής διαμάχης. Δεν θα είχε νόημα να παραθέσει κανείς πολλά παραδείγματα. Είναι χαρακτηριστική η στάση του συγγραφέα στο θέμα της ερμηνείας της πολιτικής του ΚΚΕ κατά την περίοδο 1946-1947, για την οποία εκδηλώνει σαφώς τις επιφυλάξεις του τονίζοντας ότι «οι προϋποθέσεις για ασφαλέστερες ερμηνείες εξακολουθούν να ελλείπουν».
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση αυτή διότι οι αντίπαλες ακραίες ερμηνείες για τον εμφύλιο πόλεμο παραγνωρίζουν μια πολύ απλή αλήθεια. Όπως γράφει ο Γιανουλόπουλος: «Κάθε εμφύλιος πόλεμος προϋποθέτει δύο πλευρές και δύο αποφάσεις καταφυγής στη γλώσσα των όπλων για τη διεκδίκηση της εξουσίας ή την κατοχύρωσή της». Αν πάρουμε υπόψη μας το κράτος που οικοδομήθηκε πάνω στα ερείπια του εμφύλιου πολέμου και τις επίσημες απόψεις νικητών και ηττημένων, τότε μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την εκρηκτική αλήθεια αυτής της απλής τοποθέτησης, που συνήθως υποσκάπτεται με την προσφιλή καταφυγή στη μέθοδο του επιμερισμού των ευθυνών και την τοποθέτησή τους στους ζυγούς της ιστορίας. Το πρώτο μέρος του βιβλίου, που ασχολείται με την ευρωπαϊκή ιστορία, καταλήγει με μία διαπίστωση: Ότι οι προσδοκίες που γέννησε η αποκλιμάκωση της έντασης στις σχέσεις των υπερδυνάμεων το 1963 -η υπαρχή της Υφεσηςμετά την επικίνδυνη κορύφωση «της κρίσης των πυραύλων της Κούβας», τελικά δεν δικαιώθηκαν. Ακολούθησαν δύσκολα χρόνια πριν φτάσουμε στην οριστική τήξη των πάγων. Η ισορροπία, βασισμένη στη θεωρία της «αμοιβαίας διασφαλισμένης καταστροφής», θα διατηρηθεί. (Να ήταν, άραγε, εντελώς τυχαίο που το ακρωνύμιο MAD εξέφρασε κατά τον πιο εύγλωττο τρόπο την κατάσταση;).
Και το δεύτερο μέρος του βιβλίου, που αναφέρεται στην Ελλάδα, καταλήγει με μια ανάλογη διαπίστωση διαψεύσεων και διαφορετικής πορείας των πραγμάτων. Ο Γ. Παπανδρέου μπορεί να προέβλεψε «μακράν και αδιατάρακτον την δημοκρατικήν πορείαν του τόπου», αλλά σε λίγα χρόνια, το 1967, το στρατιωτικό πραξικόπημα των συνταγματαρχών θα ανατρέψει την πρόβλεψη αυτή.
Η γραφή, πυκνή αλλά άνετη, εύληπτη και εξαιρετικά δεικτική. Η δε επεξεργασία και αντιπαράθεση τεκμηριωμένων επιχειρημάτων, η συστηματική κατεδάφιση καθιερωμένων ερμηνειών συμβάλλει στην υπονόμευση προσχηματικών και στερεότυπων αντιλήψεων και ανατρέπει επικρατούσες βεβαιότητες ιδεολογικά φορτισμένες. Είναι το πιο σημαντικό ίσως βιβλίο για τη μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας όχι τόσο για την αποκάλυψη νέων στοιχείων (η πρωτογενής έρευνα περιορίζεται στη δεκαετία του ’40) όσο για την τοποθέτηση των πραγμάτων, των επιλογών και των ερμηνευτικών παραμέτρων.