ΜΑΡΙΑ ΚΟΜΝΗΝΟΥ – ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΥΡΙΝΤΖΗΣ (επιμ.). «Κοινωνία, εξουσία και Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας», εκδόσεις «Παπαζήσης», Αθήνα 1988, σ.σ. 391.
Η έλλειψη πανεπιστημιακής υποδομής και προγραμμάτων έρευνας για τα Ελληνικά Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας (ΜΜΕ) -που απαιτεί βέβαια χρόνο, χρήμα, ειδίκευση και συλλογική προσπάθεια- οδηγεί αναγκαστικά σ’ ορισμένες υποκατάστατες λύσεις που δεν παύουν όμως να έχουν την αξία τους. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι στόχοι είναι διαφανείς και συγκεκριμένοι.
Υπ’ αυτούς τους όρους η παρουσίαση θεωρητικών κειμένων για τα ΜΜΕ ξένων συγγραφέων, που γίνεται με αρκετή προσοχή από τους επιμελητές του βιβλίου, προσφέρει τουλάχιστον μια ευρύτητα θεωρητικών αναζητήσεων και επιχειρημάτων στον τομέα αυτό. Μ’ αυτή την έννοια μπορεί να πληροφορήσει και να εξοπλίσει καλύτερα τη συζήτηση που ναι μεν δεν διεξάγεται συστηματικά και επίσημα (παρά μόνο όταν πρόκειται για άμεσες αντιπαραθέσεις στο πολιτικό επίπεδο), υποβόσκει όμως σ’ όλες τις στιγμές κατά τις οποίες εμφανίζονται στο προσκήνιο με κάποια ένταση σοβαρά θέματα Τύπου, Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης (μετά ή άνευ δορυφορικών κεραιών και καλωδίων).
Παραμένει ωστόσο αναγκαία η ανάλυση του Τύπου των σχέσεων που έχουν διαμορφωθεί μεταξύ κράτους, κυβέρνησης και ΜΜΕ στην Ελλάδα και που διαρκώς μεταβάλλονται υπό την επίδραση εξωγενών και εσωγενών παραγόντων. Το εισαγωγικό σημείωμα του X. Λυριντζή είναι αρκετά κατατοπιστικό και ενημερωμένο. Παρουσιάζει με συμπυκνωμένο και κριτικό τρόπο τις διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις στα ΜΜΕ, μαρξιστικές και μη. Και δεν νομίζω ότι θα έπεφτα έξω αν υποστήριζα ότι η δική του στάση εκφράζεται στην άποψη ότι τα ΜΜΕ «ασκούν μεγάλη επιρροή στη διαδικασία σχηματισμού διυποκειμενικών στάσεων, απόψεων και αξιών που αφορούν άμεσα τις κοινωνικές και πολιτικές πρακτικές» (σελ. 43).
Ποιο δύσκολο ρόλο επωμίζεται η Μ. Κομνηνού που με το σημείωμά της στο τέλος του βιβλίου προσπαθεί να εντοπίσει τις ιδιαιτερότητες της Ελλάδας στο χώρο των ΜΜΕ μέσα από μια γενικότερη θεωρητική προσέγγιση της αναπτυξιακής τροχιάς της χώρας μας και της Δύσης και των διαφορών που έχουν αποκρυσταλλωθεί. Κατά συνέπεια και η διαφορά στο πρότυπο σχέσεων κράτους – ΜΜΕ μεταξύ Ελλάδας – Δύσης αναζητείται και ανάγεται στο ιστορικό αναπτυξιακό σχήμα. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που «η έλλειψη ενός μη κρατικά ελεγχόμενου συστήματος ενημέρωσης» αποδίδεται στην αδυναμία της «κοινωνίας των πολιτών». Η Κομνηνού υποστηρίζει ακόμα ότι η αμεροληψία, η αντικειμενικότητα κι ο πλουραλισμός της ενημέρωσης ουδέποτε αποτέλεσαν βάσιμο ισχυρισμό του κυρίαρχου συγκροτήματος (εξουσίας) ούτε των δημοσιογράφων, γι’ αυτό βέβαια η αντικειμενικότητα κι ο πλουραλισμός των ειδήσεων δεν αποτελεί «ερευνητικό πρόβλημα στην ελληνική κοινωνία».
Αποτελεί σίγουρα υπερβολή η θέση αυτή, τουλάχιστον ως προς τους δημοσιογράφους που έχουν να επιδείξουν έμπρακτα μεγαλύτερη ποσοστιαία ευαισθησία από άλλες επαγγελματικές κατηγορίες απέναντι στο θέμα. Ούτε θα συμφωνούσα με την άποψή της ότι η πρόσφατη φιλελευθεροποίηση της ραδιοφωνίας απλώς μεταθέτει το πρόβλημα της κρατικής κηδεμονίας της τηλεόρασης. Αντίθετα, νομίζω ότι το επιτείνει στο έπαρκο. Οι αιτίες του ελληνικού πρότυπου των ΜΜΕ μπορεί μεν να ανατρέχουν σε ιστορικούς παράγοντες, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι παράγοντες αυτοί εξακολουθούν να είναι και σήμερα ακόμα καθοριστικοί.
Τελικά πρόκειται για ένα πάρα πολύ χρήσιμο βιβλίο που χάρη στην επιλογή των ξένων συγγραφέων και τα σημειώματα των επιμελητών του μας επισημαίνει έντονα την επιτακτική ανάγκη μιας συστηματικής ανάλυσης της ελληνικής πραγματικότητας.