Αναθεωρήσεις ή μαρασμός;

MICHALIS SPOURDALAKIS «The rise of the Greek Socialist Party», εκδόσεις «Routlege», 1988, σ.σ. 331.

Ενα ακόμα βιβλίο για το ΠΑ- ΣΟΚ στα αγγλικά δείχνει το μέγεθος του ενδιαφέροντος για την ελληνική πολιτική στην ξένη και ιδιαιτέρως την προσπάθεια να εξηγηθούν και ν’ αναλυθούν οι ρίζες του κυβερνώντος κόμματος, η προέλευση και οι ιδεολογικοπολιτικές του καταβολές, ώστε να φωτιστεί πληρέστερα η σημερινή πολιτική του και να προβλεφθεί, ει δυνατόν, η μελλοντική του εξέλιξη και πορεία.

Καθώς τα μαζικά πολιτικά κόμματα αποτελούν ζωντανούς, εξελισσόμενους οργανισμούς που διαμορφώνουν καταστάσεις αλλά και διαμορφώνονται απ’ αυτές είναι αμφίβολο αν η υπερβολική προσήλωση στην ανάλυση του παρελθόντος προσφέρει έγκυρους δείκτες για το παρόν και το μέλλον. Το δε εγχείρημα γίνεται ακόμα πιο αμφίβολο και προβληματικό όταν υιοθετήσει κανείς τη στενή σκοπιά απ’ την οποία ο Σπουρδαλάκης θεωρεί το αντικείμενο της μελέτης του. Διότι η σκοπιά αυτή μπορεί μεν να ικανοποιήσει εκείνους που αρέσκονται να εντρυφούν υπέρ του δέοντος στις εσωκομματικές διαμάχες -ωσάν όλοι οι καθοριστικοί παράγοντες να εκπορεύονται απ’ τις συνεδριάσεις της Κεντρικής Επιτροπής- ελάχιστα όμως έχει να προσφέρει στην κατανόηση του φαινομένου.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η παράθεση εκ μέρους του συγγραφέως πληθώρας κομματικών ντοκουμέντων ή και άλλων εκδόσεων από πολιτικές ομάδες που κατά καιρούς διεκδίκησαν την «πραγματική» ψυχή του ΠΑΣΟΚ. Παράλληλα τα εννέα άτομα τα οποία αναφέρονται ότι του έδωσαν συνεντεύξεις περί των παρελθόντων κομματικών υποθέσεων φαίνεται ν’ ανήκουν σχεδόν όλα στην κατηγορία εκείνων που έχουν διαφωνήσει και με διάφορους τρόπους απομακρυνθεί από το κόμμα. Το γεγονός αυτό καθ’ αυτό σε τίποτα βέβαια δε μειώνει την αξιοπιστία τους ως μαρτύρων, αλλά προφανώς η επιλογή έγινε για να ενισχυθεί η μονομερής επιχειρηματολογία του συγγραφέα, να «κουβαληθεί νερό στο μύλο της άποψής του», για να παραφράσω πασίγνωστη κομματική ρετσέτα.

Ο κύριος όγκος του βιβλίου αφορά την πορεία του ΠΑΣΟΚ προς την εξουσία με αφετηρία την ίδρυση και δράση του ΠΑΚ (Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα) κλείνει δε με σύντομη αναφορά στα πεπραγμένα του κόμματος, ως κυβέρνησης πλέον, από το 1981 μέχρι σήμερα, με ελλιπέστατα πάντως στοιχεία για να μπορέσει κανείς να διαμορφώσει μια σφαιρική εκτίμηση, θετική ή αρνητική.

Σαν κρίσιμο έτος θεωρείται το 1975, έτος έντονης διαμάχης στους κόλπους του ΠΑΣΟΚ, διαγραφών, αποχωρήσεων, οξύτατης κρίσης. Για τον Σπουρδαλάκη πρόκειται για την αρχή του «τέλους». Το ΠΑΣΟΚ χάνει τον ριζοσπαστισμό του (πόσο μάλλον τον ομιχλώδη σοσιαλισμό του) γιατί προσανατολίζεται πλέον σταθερά σε λεγκαλιστικές, εκλογικίστικες και κοινοβουλευτικές πολιτικές πρακτικές! Θεωρεί δηλαδή την στροφή που επεβλήθη από τον ηγέτη του κόμματος ολέθρια εφ’ όσον το ΠΑΣΟΚ υπέπεσε στη συνέχεια στο θανάσιμο αμάρτημα μέσα σε βραχύτατο χρονικό διάστημα ν’ αναδειχθεί αξιωματική αντιπολίτευση (1977) και να επιτύχει εκπληκτική πλειοψηφία στις εκλογές του 1981, σχηματίζοντας αυτοδύναμη κυβέρνηση και εκθρονίζοντας τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις που κυριάρχησαν στην ελληνική σκηνή σχεδόν αδιάλειπτα μετά τον πόλεμο.

Πολλές απ’ τις παρατηρήσεις του συγγραφέα μεμονωμένα ίσως ευσταθούν. Ο κοινωνιολογισμός όμως που τις διακρίνει (π.χ. ταξική πάλη μέσα στο κόμμα μερίδων του κεφαλαίου και άλλα τινά) καθώς και η προσέγγιση της αντανάκλασης που εφαρμόζει ο συγγραφέας για να ερμηνεύσει τις πολιτικές διαμάχες οι οποίες αποτελούν κατά τη γνώμη του αντικατοπτρισμό των ουσιαστικών συγκρούσεων που συμβαίνουν σε άλλους χώρους – δε βοηθούν στο σχηματισμό μιας πιο συνθετικής και πειστικής εικόνας. Από τις τρεις εσωτερικές τάσεις του ΠΑΣΟΚ που επισημαίνει ο Σπουρδαλάκης (παλαιοκομματικοί – στους οποίους προφανώς κατατάσσει όλους τους βουλευτές του κόμματος – τεχνοκράτες και ριζοσπάστες) υποστηρίζει ότι η επικράτηση των τεχνοκρατών και στο κόμμα κάι στην κυβέρνηση αλλοίωσε τον χαρακτήρα και τον πολιτικό προσανατολισμό του Κινήματος. Και πάλι όμως δεν προσκομίζονται αποδείξεις.

Το δίλημμα για όσους συμμερίζονται τις απόψεις του συγγραφέα φαίνεται να συνίσταται από τη μια στην τήρηση του ό,τι εξ ορισμού και αξιωματικά θεωρείται «αρχές», «ριζοσπαστισμός» και τα συναφή, σύμφωνα με τις γνωστές παραδοσιακές προδιαγραφές του «πρωτοπόρου» κόμματος και από την άλλη στην απώλεια των χαρακτηριστικών αυτών, που αποτελεί το τίμημα που πρέπει να καταβάλει για να ανέλθει δημοκρατικά (κερδίζοντας δηλαδή την συναίνεση και την εκλογική εντολή της πλειοψηφίας σύμφωνα με τους κανόνες του παιγνιδιού) στην εξουσία κάτω από ορισμένες συνθήκες και συγκυρίες. Είναι σαφές ότι η άποψη του συγγραφέα, καθ’ όλα βέβαια σεβαστή και ανεκτή στα δημοκρατικά πολιτεύματα, κλίνει προς την πρώτη επιλογή, καταδικάζοντας έτσι τον πολιτικό οργανισμό που ιδεατά θα ανταποκρινόταν στο ιδεολογικό του σχήμα σε αιώνια αντιπολιτευτική ομάδα, περιθωριοποίηση και τελικά μαρασμό.

Τα παραδείγματα άλλωστε βρίθουν… παγκοσμίως.