ΜΙΑ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΔΗΜ. ΧΑΠΑΛΑΜΠΗ
Δημήτρης Χαραλάμπης: «Πελατειακές σχέσεις και λαϊκισμός: Η εξωθεσμική συναίνεση στο ελληνικό πολιτικό σύστημα». Εκδόσεις «Εξάντας», Αθήνα 1990, σελ. 342.
Αρκετές σημαντικές μελέτες της τελευταίας δεκαπενταετίας. γραμμένες από Έλληνες ερευνητές και πανεπιστημιακούς, προσπαθούν να εντοπίσουν τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού πολιτικού συστήματος και τα στοιχεία που εμποδίζουν ή διευκολύνουν τον εκσυγχρονισμό του. Χάρη σ’ αυτές τις μελέτες, γνωρίζουμε σήμερα αρκετά πράγματα για το ρόλο των επείσακτων κοινοβουλευτικών θεσμών, το ρόλο του στρατού στην πολιτική, τις λειτουργίες των κομμάτων, τις πολιτικές και ιδεολογικές διαιρέσεις κάθε εποχής, τα χαρακτηριστικά του συστήματος της πολιτικής πελατείας κ.τ.λ. Oι προσπάθειες αυτές, μαρξιστικού κυρίως προσανατολισμού, διακρίνονται από τη συμβατική ιστοριογραφία, από την άποψη της ιδιοποίησης του εμπειρικού υλικού και διαμόρφωσης θεωρητικών πλαισίων, με τα οποία ερμηνεύεται η εξέλιξη του πολιτικού συστήματος. Το πρόσφατο βιβλίο του Δημήτρη Χαραλάμπη «Πελατειακές σχέσεις και λαϊκισμός: Η εξωθεσμική συναίνεση στο ελληνικό πολιτικό σύστημα», ανήκει σαφώς στήν κατηγορία των μελετών που αποβλέπουν στήν οικοδόμηση γενικότερων θεωρητικών μοντέλων ερμηνευτικής εμβέλειας, σχετικά με τις πολύπλοκες σχέσεις του κοινωνικού και του πολιτικού στοιχείου. Η μελέτη στηρίζεται σε συγκεκριμένη αντίληψη του πολιτικού στοιχείου που επηρεάζεται έντονα από το έργο του Νίκου Πουλαντζά. Επιδιώκεται η ανάλυση του τρόπου κυριαρχίας και των καθοριστικών χαρακτηριστικών του σε τέσσερις ιστορικές περιόδους (19ος αιώνας, μεσοπόλεμος, μεταπολεμική περίοδος, μεταπολίτευση). Ο άξονας γύρω από τον οποίο κινείται η ανάλυση είναι η σχέση μορφής (πολιτικό επίπεδο) και περιεχομένου (κοινωνικό υπόβαθρο), με σκοπό να κατανοηθούν καλύτερα οι διαδικασίες ενσωμάτωσης – συναίνεσης που συνεπάγεται η σχέση αυτή.
Γενική άποψη του συγγραφέα είναι η αναντιστοιχία και ανακολουθία μορφής και περιεχομένου. Το τυπικό κοινοβουλευτικό πλαίσιο, επί παραδείγματα το οποίο λειτουργεί στήν υπανάπτυκτη Ελλάδα πολύ νωρίτερα σε σχέση με άλλες ανεπτυγμένες δυτικές χώρες, δεν βρίσκεται σε αντιστοιχία με τη συναίνεση που πραγματώνεται εξωθεσμικό μέσω των προσωπικών δικτύων της πολιτικής πελατείας, του πραγματικού μηχανισμού της κυριαρχίας. Πρόκειται για μιαν αντίφαση που διατρέχει όλες τις ιστορικές περιόδους που εξετάζονται, με διάφορες φυσικά μορφές, λειτουργίες και προσαρμογές.
Για τα πρόσφατα πολιτικά γεγονότα υποστηρίζεται ότι η κατάρρευση της δικτατορίας αποτέλεσε καθοριστική τομή, διότι εξουδετερώνονται στήν ουσία τα διαρθρωτικά
στοιχεία του τρόπου κυριαρχίας που επικράτησε μετά τον εμφύλιο, με τον δεσπόζοντα ρόλο του στρατού.
Η περίοδος διακυβέρνησης της Ν.Δ. (1974 – ’81) χαρακτηρίζεται από αναδιάρθρωση των κέντρων εξουσίας, οργάνωση του κόμματος ως σύγχρονου πολυσυλλεκτικού μαζικού μηχανισμού, οργάνωση σ’ ένα βαθμό του κράτους ως κεντρικού θεσμικού μηχανισμού με όλες τις εκδηλώσεις «κομματικού κράτους» και αυταρχικών πρακτικών.
Διαπιστώνεται, επίσης, εδροίωση του δικομματισμού, αλλά και στρατηγική εκσυγχρονισμού με αιχμή τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Διατηρούνται, ωστόσο, οι κρατικο-κορπορατισπκές πολιτικές, ενώ γίνεται ευρύτερα αποδεκτή η οικονομία της αγοράς και οι αξίες της.
Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στήν εξουσία θεωρείται ότι εξέφρασε την ανάγκη πολιτικής συμμετοχής και την αντίσταση απέναντι στις αναμενόμενες επιπτώσεις του εξορθολογισμού της οικονομίας, λόγω της ένταξης της χώρας στήν ΕΟΚ. Υποστηρίζεται ότι επί ΠΑΣΟΚ αναδιοργανώνεται και επεκτείνεται η διανομή προνομίων και οικονομικών πλεονεκτημάτων από το κράτος-, με συνεκτικό ιστό το λαϊκισμό. Ο κομματικός μηχανισμός αφομοιώνεται από τον κρατικό, η νέα ηγεσία ταυτίζεται με το κράτος – πάτρωνα, το θεσμικό πλαίσιο αγνοείται και παραγκωνίζεται. Από την άλλη πλευρά, το ΠΑΣΟΚ αναστέλλει τους φόβους μπροστά στον εκσυγχρονισμό, ενώ παράλληλα εξαντλεί και υπερβαίνει τα όρια της αναδιανεμητικής λειτουργίας του κράτους.
Συμπέρασμα του συγγραφέα είναι ότι το ΠΑΣΟΚ εξυπηρέτησε το υπάρχον μοντέλο του ιδιότυπου πελατειακού- κοινωνικού κράτους. Δεν ακολούθησε καμιά πολιτική αναδιαρθρωτικής παρέμβασης. Συνέπεια είναι να μη διαγράφονται σήμερα στον ορίζοντα άλλες προοπτικές διεξόδου, παρά μόνον εκείνες που αναπόφευκτα θα εντείνουν τις κοινωνικές ανισότητες και τον κρατικό αυταρχιομό.
Παρά τη φιλοδοξία του συγγραφέα να καλύψει τις σύγχρονες πολιτικές εξελίξεις, η έκταση που δίνει την περίοδο της μεταπολίτευσης είναι δυσανάλογα μικρή σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους που εξετάζει. Κι αυτό αποτελεί εμφανή αδυναμία του βιβλίου, η οποία μάλιστα μεγεθύνεται από την έλλειψη κρίσιμων εμπειρικών στοιχείων. Η παράλειψη εν πολλοίς περιττών αναλύσεων και μακροσκελέστατων αναφορών, οικονομικής κυρίως φύσεως, για τις προηγούμενες περιόδους, θα έδινε μεγαλύτερη ισορροπία στη μεταχείριση του υλικού.
Παρ’ όλ’ αυτά, αποτελεί ουσιαστικό βήμα προς την κατανόηση του πολιτικού μας συστήματος η στροφή που σημειώνει ο Χαραλάμπης -σε σχέση με τις προγενέστερες απόψεις του – στη μελέτη του τρόπου κυριαρχίας με θεωρητικά συνεπή και συνεκτικό τρόπο. Γιατί είναι καιρός να αναγνωριστεί όχι απλώς αφηρημένα και σχηματικό η «σχετική αυτονομία» του πολιτικού στοιχείου με βάση τη θεωρητική μήτρα των πελατών του Πουλαντζά (η οποία άλλωστε δεν ήρε τα αδιέξοδα της μαρξικής πολιτικής θεωρίας), αλλά η ανάγκη εξέτασης της πολιτικής σφαίρας α) με όρους και έννοιες που δεν θα παραπέμπουν σε οικονομικούς προσδιορισμούς «σε τελευταία ανάλυση», και β) με αναλυτικά εργαλεία που δεν θα έχουν ως προϋπόθεση την ενσωμάτωση εννοιών προερχόμενων από την οικονομία.
Μολονότι ο Χαραλάμπης επικαλείται τέτοιες μάλλον ατελέσφορες θεωρητικές προσεγγίσεις, σε πολλά σημεία της ανάλυσής του αποφεύγει τον χονδροειδή οικονομικό αναγωγισμό της μαρξικής παράδοσης, κι αυτό αποτελεί πολύ θετική συμβολή στον ελληνικό χώρο.
Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα βιβλίο δύσκολο σε πολλά σημεία του, αλλά πρέπει να αντιτάξει κανείς σε τυχόν επικρίσεις ότι, κάθε επιστημονικό πεδίο απαιτεί και ανάλογο επίπεδο δυσκολίας στην έκφραση και τη γραφή.