Γιώργος Σωτηρέλης: «Σύνταγμα και εκλογές στην Ελλάδα (1864 -1909). Ιδεολογία και πράξη της καθολικής ψηφοφορίας». Εκδόσεις «θεμέλιο», 1992, σελ. 498.
Η συνταγματική καθιέρωση του θεσμού της καθολικής ψηφοφορίας (των αρρένων), η θεσμική οργάνωση και νομοθετική της εξειδίκευση καθώς και η πρακτική εφαρμογή του θεσμού αποτελούν το αντικείμενο της μελέτης του Γιώργου Σωτηρέλη, «Σύνταγμα και εκλογές στην Ελλάδα (1864 – 1909). Ιδεολογία και πράξη της καθολικής ψηφοφορίας».
Το πρίσμα της έρευνας, που αξιοποιεί πλούσιο αρχειακό υλικό (το δάσος των υποσημειώσεων παραπέμπει μεν τους ενδιαφερομένους στις αντίστοιχες πηγές, αλλά δεν βοηθάει τον μέσο αναγνώστη) είναι κατά βάση νομικό. Ωστόσο, η προβληματική του ερευνητή δεν έχει στενό νομικό χαρακτήρα. Αποσκοπεί να συλλάβει και να ερμηνεύσει τις πολιτικές συντεταγμένες του θεσμού της καθολικής ψηφοφορίας ως πυρήνα του δημοκρατικού πολιτεύματος, και την κατοχύρωση της «δημοκρατικής αρχής» με το Σύνταγμα του 1864.
Ο Γ. Σωτηρέλης προβληματίζεται για την επάρκεια της προσέγγισης που τονίζει την ασυμβατότητα μεταξύ «επείσακτων πολιτικών θεσμών» και «εγχώριων δομών» και παράδοσης, προσέγγιση την οποία θεωρεί ατελή και πάσχουσα από υπερβολική γενίκευση. Ο ίδιος τονίζει ότι η φιλελεύθερη συνταγματική φάση αντανακλάται βασικά στο Σύνταγμα του 1844 (συντηρητικός φιλελευθερισμός), ενώ στο Σύνταγμα του1864 αντιστοιχεί η δημοκρατική φάση. Η Β’ Εθνική Συνέλευση, υποστηρίζει ο συγγραφέας, αντιπροσωπεύει τα δυναμικότερα στοιχεία της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του ελληνικού χώρου και της διασποράς και διαμορφώνει μια δημοκρατική και προοδευτική πολιτεία με βασικό κριτήριο τις κοινωνικές και εθνικές ιδιαιτερότητες και προτεραιότητες και όχι τη μίμηση και άκριτη μεταφύτευση ξένων προτύπων.
Πρόκειται, δηλαδή, για μια αυτόνομη ιδεολογικοπολιτική θεμελίωση των επιλογών φιλελεύθερων και δημοκρατικών και κατά βάση αντίστοιχων με τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας. Στον προσανατολισμό αυτό, που επισφραγίζεται με την τομή του 1864, συντελούν, κατά το συγγραφέα, η ιδιότυπη ταξική δομή της ελληνικής κοινωνίας, οι ισχυρές θεσμικές και ιδεολογικές καταβολές του κοινοτικού συστήματος, οι δημοκρατικές – εξισωτικές εξάρσεις του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821, ο εκλογικός νόμος του 1844 καθώς και η βαρύτητα των εξεγέρσεων του 1862 εναντίον του «Οθωμανικού συστήματος κυριαρχίας».
Στο πλαίσιο αυτό, τονίζεται ο καθοριστικός ρόλος της καθολικής ψηφοφορίας όχι μόνο ως θεσμού που «ενεργοποιεί πολιτικά» τη λαϊκή κυριαρχία, αλλά και δημιουργεί μία μακρόχρονη δημοκρατική παράδοση. Έως τη στρατιωτική εξέγερση του 1909 η Ελλάδα διακρίνεται από αδιατάρακτη συνταγματική σταθερότητα και ομαλότητα, η δε δημοκρατική νομιμοποίηση επισφραγίζεται με την καθολική ψηφοφορία. Η «αρχή της δεδηλωμένης» που εισάγεται το 1875 και ο εκλογικός νόμος του 1877 ολοκληρώνουν τρόπον τινά αυτή τη δημοκρατική μεταρρύθμιση.
Υπάρχει λοιπόν δημοκρατική παράδοση στη χώρα και οι δημοκρατικοί θεσμοί «ούτε πρωτόγνωροι είναι ούτε αποκομμένοι από το ιστορικό παρελθόν». Όπως τονίζει ο Α. Μάνεσης, που προλογίζει το βιβλίο, «οι παρεμβολές των μετά το 1915 συνταγματο-πολιτικών ανωμαλιών και τα βραχυχρόνια δικτατορικά διαλείμματα, που επίσκιασαν τη δημοκρατική παράδοση, δεν αναιρούν τη σημασία των υπεραιωνόβιων κοινοβουλευτικών θεσμών της χώρας για το παρόν και το μέλλον της».