Η μοιραία πτώση των γιγάντων

Αποτελεί κατά πάσα πιθανότητα, σύμπτωση το γεγονός ότι διακόσια χρόνια μετά την περάτωση και δημοσίευση του μνημειώδους έργου του Gibbon «The History of the Decline and Fall of the Roman Empire» (H Ιστορία της Παρακμής και. Πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) ένα «ανάλογο» βιβλίο προβληματίζει βαθύτατα την αμερικανική κοινή γνώμη και «παρεπιπτόντως» την ευρωπαϊκή. Πρόκειται για το ογκώδες βιβλίο (678 σελίδες) του Paul Kennedy, Αγγλου καθηγητή Ιστορίας Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Yale «The Rise and Fall of the Great Powers» (Άνοδος και Πτώση των Μεγάλων Δυνάμεων) με τον χαρακτηριστικό υπότιτλο: οικονομική αλλαγή και στρατιωτική σύγκρουση από το 1500 έως το 2000.

Και αν ο Gibbon υποστήριζε ότι τα «γυρίσματα της τύχης» θάβουν σε κοινό τάφο αυτοκρατορίες και πόλεις ολόκληρες και ότι κάθε τι το ανθρώπινο είναι καταδικασμένο σε φθορά αν δεν προχωρεί συνεχώς (οι αυτοκρατορίες φαίνεται να εγγίζουν ένα όριο ισχύος στο οποίο η αυτοικανοποίηση μετατρέπεται σε αποκρουστική αλαζονεία απέναντι στους «βαρβάρους»), τι καινούργιες ερμηνείες για τις κρίσιμες παραμέτρους της ιστορίας προσφέρει άραγε ο Kennedy, ώστε να έχει προκαλέσει τέτοιο μεγάλο ενδιαφέρον; Ποιές είναι εκείνες οι αποφασιστικές δυνάμεις που διαμορφώνουν αλλά και διαβρώνουν την κρατική εξουσία και ισχύ των Μεγάλων Δυνάμεων στη γη μας ώστε να φαίνεται ότι ακολουθούν τον βιολογικό κύκλο της ακμής αλλά και του αναπόφευκτου θανάτου

ενός οργανισμού; Ποιος είναι ο ανεπανάληπτος εκείνος συνδυασμός μονιμότερων παραγόντων που αναδεικνύει και εδραιώνει τις Μεγάλες Δυνάμεις στο διεθνές πολιτικό στερέωμα;

Ο Kennedy υποστηρίζει ότι τελικά η θέση των κρατών στο διεθνές σύστημα καθορίζεται από την κατοχή και κινητοποίηση των οικονομικών τους δυνάμεων που αποτελούν και τις πραγματικές πηγές της στρατιωτικής ισχύος. Και φθάνουν στο απώγειο της δύναμης και κυριαρχίας τους όταν κατορθώνουν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους και να αξιοποιήσουν σωστά υπέρτερους οικονομικούς και τεχνολογικούς πόρους σε σχέση με τις αντίπαλες δυνάμεις (ισχύς και πλούτος είναι πάντα σχετικοί όροι). Αυτή η βάση υλικών πόρων αποτελεί και τον αποφασιστικό παράγοντα στις διεθνείς συγκρούσεις και αναμετρήσεις. Συνήθως η πλάστιγγα γέρνει τελικά πρός τη μεριά της Δύναμης με τη μεγαλύτερη και καλύτερα οργανωμένη υλική βάση.

Η κατάκτηση της υπεροχής εγείρει απαιτήσεις που τελικά υπονομεύουν το κύρος και την ισχύ.

Η ίδια όμως η κατάκτηση της υπεροχής τείνει να εγείρει τόσες απαιτήσεις επί των πόρων ώστε υπονομεύει την ίδια την ισχύ τους. Η οικονομική παροχή αναπόφευκτα συνοδεύεται από επεκτεινόμενες δεσμεύσεις στρατιωτικής φύσης σε παγκόσμια κλίμακα.1 Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Μεγάλες Δυνάμεις παγιδεύονται σε επίπεδο αντιπαραγωγικών στρατιωτικών δαπανών τέτοιο που στήν ουσία διαβρώνει την οικονομική τους βάση καθόσον ο οικονομικός μηχανισμός δεν είναι σε θέση να παράγει αρκετό πλούτο για να στηρίξει την επέκταση και σταθεροποίηση των στρατηγικών – στρατιωτικών υποχρεώσεων και επιδιώξεών τους. Το δίλημμα παραμένει άλυτο από τους κλασσικούς χρόνους. Η παρακμή είναι αναπόφευκτη και επέρχεται λίγο – πολύ με τη βεβαιότητα φυσικού – φαινομένου, φυσιολογικά.

Το διάνυσμα του ιστορικού χρόνου μέσα στο οποίο τοποθετεί ο Kennedy τις αναλύσεις του προσπαθώντας να εντοπίσει τα μεγάλα ιστορικά πλάνα, τα επαναλαμβανόμενα σχήματα και αποτυπώματα στη διεθνή ιστορία δίνει στο έργο του μια ντετερμινιστική και στρουκτουραλιστική διάσταση. Ο συγγραφέας δεν αρνείται φυσικά το ρόλο και την επίδραση ειδικών παραγόντων, (π.χ. της τύχης, της προσωπικότητας κλπ). Και φαίνεται να πιστεύει πως τελικά οι αποφάσεις των βασιλέων και στρατηγών, οι ιδεολογίες και οι ηγέτες δεν έχουν και τόση σημασία. Οι πρωταγωνιστές στην ιστορία του δεν είναι άτομα η θεσμοί αλλά μεγάλες απρόσωπες δυνάμεις στις οποίες οι υλικές παίζουν πρωταρχικό, καθοριστικό ρόλο.

Η βασική υπόθεση του Kennedy, ότι η αλλαγή στις σχέσεις ισχύος έχει ενδημικό και αναπόφευκτο χαρακτήρα στο διεθνές σύστημα, υπογραμμίζει τη διάγνωσή του για τη σημερινή θέση ισχύος της Αμερικής και της Σοβιετικής Ενωσης καθώς επίσης και την προβολή των εκτιμήσεών του στο μέλλον. Γιατί, χωρίς να πιστεύει ότι η ιστορία παρέχει μια ορισμένη χαρτογράφηση του μέλλοντος, φαίνεται από την άλλη μεριά ότι υιοθετεί τη θέση ότι η μελέτη του παρελθόντος είναι κάτι περισσότερο από μια απλή ακαδημαϊκή ή αισθητική άσκηση.

Παρέχει μάλλον το όχημα που μας βοηθάει να δούμε σαφέστερα τα σύγχρονα προβλήματα και μας καθιστά δεόντως επιφυλακτικούς και προσεκτικούς. Και δεν διστάζει καθόλου να κάνει προγνώσεις για το μέλλον, το απώτερο μέλλον, τον επόμενο αιώνα, όπου οι αναπόφευκτες αναδιατάξεις ισχύος θα έχουν αλλάξει το σημερινό σκηνικό.

Αμερική και Σοβιετική Ενωση δεν μπορούν να ελπίζουν ότι θα κατέχουν πλέον τη σημερινή τους θέση. Το διπολικό σύστημα θα παραχωρήσει τη θέση του σ’ ένα πολυπολικό σύστημα όπου οι δύο σημερινές υπερδυνάμεις θα συνυπάρχουν με Κίνα, Ιαπωνία και Ευρώπη. Συνεπής με την ανάλυσή του ο Kennedy διατυπώνει σαφώς την άποψή του ότι η Αμερική έπαψε να είναι μεγάλη, τουλάχιστον τόσο μεγάλη όσο πριν από μιά γενιά. Η ηγετική αυτή θέση έχει οριστικά, ανεπίστρεπτα απωλεσθεί. Το πλεονέκτημα που απολάμβανε όλο αυτό το χρονικό διάστημα η Αμερική ήταν σε μεγάλο βαθμό τεχνητό, αποτέλεσμα της καταστροφής που υπέστησαν οι οικονομίες των χωρών της Δυτικής Ευρώπης κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Καθώς άλλες δυνάμεις ανέρχονται οι Ηνωμένες Πολιτείες αναπόφευκτα θα δοκιμάσουν σχετική πτώση.

Ο Kennedy είναι ωμός και κατηγορηματικός: η σημερινή θέση ισχύος είναι αδύνατο να κρατηθεί. Απομένει η διαχείριση της πτωτικής αυτής πορείας με τρόπο που θα διατηρήσει τη χώρα ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις του μέλλοντος έστω και με μειωμένη ισχύ, καθόσον η χώρα διαθέτει σημαντικούς πόρους. Αναγκαίος όρος της ορθής διαχείρισης είναι η αναγνώριση και παραδοχή και των ορίων και των ευκαιριών της αμερικανικής ισχύος.

Το βιβλίο του Kennedy δεν αποκλείεται σύντομα να συγκαταλέγει στα έργα των μεγάλων ιστορικών όπως του Ranke του μεγάλου Γερμανού ιστορικού του 19ου αιώνα, του Toynbee και του Gibbon. Και δεν θα ήταν ίσως καθόλου άστοχο να το τοποθετήσουμε στον αντίποδα του έργου του Spengler. Οπως όμως τονίστηκε στο σημείωμα αυτό, ο Kennedy σ’ αντίθεση με τον Spengler, που καταπιάστηκε με την συγκριτική μορφολογία των πολιτισμών σε μια νέα στην ουσία εκδοχή της κλασσικής ιστορικής θεωρίας περί ανακύκλωσης, επισημαίνει απρόσωπες κυρίως ιστορικές δυνάμεις.

Είναι αμφίβολο αν οι σημερινοί πολιτικοί ηγέτες των Μεγάλων Δυνάμεων και τα επιτελεία τους είναι διατεθειμένοι να κυττάξουν τόσο μακρυά στο μέλλον. Και είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι στρατηγικής φύσεως αυτές ανησυχίες και σχεδιασμοί ελάχιστα υπεισέρχονται στη δομή της καθημερινής πολιτικής διαμάχης και σύγκρουσης. Αν όμως το βιβλίο του Kennedy βοηθήσει στο να συνειδητοποιηθούν τα αντικειμενικά δεδομένα τότε η «πτώση» θα είναι ίσως περισσότερο λελογισμένη με περισσότερη φειδώ και περίσκεψη. Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε βέβαια και με απαίτηση υψηλού επιπέδου εθνικής αυτοσυνειδησίας και ευθύνης.