Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την εποχή τον Οζάλ μέχρι σήμερα στις σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ, σημάδεψε πλειάδα διακυμάνσεων, αναταράξεων και ριζικών ανατροπών. Με την άνοδο του Μπαράκ Ομπάμα στην αμερικανική προεδρία το 2008, οι σχέσεις με την Τουρκία αναθερμάνθηκαν, αλλά και πάλι ο στρατηγικός χώρος της Μέσης Ανατολής αποδείχτηκε η λυδία λίθος για τη δοκιμασία των σχέσεων τόσο με την Τουρκία όσο και με το Ισραήλ. Σήμερα, με την εμφάνιση τον παράγοντα ISIS, πώς διαμορφώνονται οι εύθραυστες ισορροπίες στην περιοχή;
Εκάβη Αθανασοπούλο, Σύμμαχοι αλλά όχι φίλοι, ΗΠΑ-Τουρκία, 1979-2000, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2013, 274 σελ. Μελέτη της Εκάβης Αθανασοπούλου, επίκουρης καθηγήτριας διεθνών σχέσεων στο Τμήμα. Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας και της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή, ανα- φέρεται στην εξέλιξη της στρατηγικής σχέσης μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας, επικεντρώνοντας συγκεκριμένα την έρευνά της στην περίοδο 1979-2000.
Χωρίς να παραγνωρίζει ή να υποτιμά την αξία της μακρο-ανάλυσης, ήτοι των γεωπολιτικών παραγόντων ως καθοριστικών στις διμερείς στρατηγικές σχέσεις των δύο κρατών, κάθε άλλο μάλιστα, η Αθανασοπούλου επιδιώκει να αναδείξει τη σημασία κι άλλων παραγόντων που στην αλληλεπίδρασή τους μπορούν να εξηγήσουν το «πώς» και το «γιατί» των αποφάσεων για τη στρατηγική αυτή συνεργασία. Γι’ αυτό το λόγο, η κατανόηση του πολύπλοκου ιστού των στρατηγικών σχέσεων ΗΠΑ- Τουρκίας στην εξεταζόμενη χρονική περίοδο δεν περιορίζεται σε μια διαφορετική ερμηνεία δημοσιευμένων ήδη πηγών, άφθονων για την περίοδο αυτή, ήτοι σε μια διαφορετική προσέγγιση των δεδομένων που έχει μέχρι τώρα αναδείξει η έρευνα, αλλά στη συνεκτίμηση πληθώρας παραμέτρων. Η συνεκτίμηση αυτή υποστηρίζεται από σε βάθος συνεντεύξεις με Αμερικανούς, τούρκους και ισραηλινούς αξιωματούχους, εν ενεργεία ή όχι, που ήταν και είναι σε θέση να γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα. Το περιεχόμενο των συνεντεύξεων αυτών αποτελεί, πράγματι, ανεκτίμητη πηγή πληροφοριών όχι τόσο διότι μπορεί να αποτυπώνει σημαντικές αποκλίσεις από επίσημες εκδοχές αλλά προσέτι διότι μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσεκτικής διασταύρωσης και ελέγχου με άλλες πηγές. Ασφαλώς, άτομα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη λήψη και στην εφαρμογή σημαντικών αποφάσεων για την οικοδόμηση της στρατηγικής σχέσης μεταξύ των δύο χωρών στην ανωτέρω περίοδο θα τείνουν, όπως είναι φυσικό, προς τη δικαίωση των δικών τους αντιλήψεων και πράξεων, αλλά αυτό σε καμιά περίπτωση δεν αναιρεί την αξία τους ως αναντικατάστατης πηγής, εφόσον τα δρώντα πρόσωπα είναι αυτά που δίνουν υπόσταση σε θεσμούς και μηχανισμούς. Κατά συνέπεια, αποτελούν μια πολύ σημαντική πρωτογενή πηγή, μεταξύ των άλλων που μνημονεύει η συγγραφέας στη σχετική βιβλιογραφία της.
ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΚΑΙ ΦΟΡΕΙΣ ΔΡΑΣΗΣ
Η Αθανασοπούλου ανιχνεύει τους παράγοντες της αναθέρμανσης της διμερούς (εκτός ΝΑΤΟ) στρατηγικής σχέσης των δύο χωρών μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990 (επί προεδρίας Μπιλ Κλίντον) στην απόφαση της Άγκυρας να στηρίξει τις αμερικανικές πρωτοβουλίες στον ζωτικό χώρο της Μέσης Ανατολής. (Η πολιτική Κλίντον είχε επίκεντρο περισσότερο τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά, όπως λέει και ο Κίσσινγκερ, όταν τα κράτη έχουν να επιλέξουν μεταξύ ασφάλειας και ηθικής αργά ή γρήγορα επιλέγουν κατά κανόνα την ασφάλεια. Τελεία και παύλα). Βέβαια, η Τουρκία είχε συμμετάσχει στον Πόλεμο του Κόλπου το 1991 και θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η απόφαση αυτή αποτελούσε φυσική απόρροια μιας ήδη εγκατεστημένης στρατηγικής συνεργασίας καθώς και της «σταθερής» στρατηγικής θέσης της Τουρκίας για τις ΗΠΑ, όντας στη συμβολή τριών περιοχών υψίστου στρατηγικού ενδιαφέροντος για τη μοναδική υπερδύναμη, ήτοι της Μέσης Ανατολής, της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης και της Κασπίας. Ωστόσο, όπως ορθά, κατά την άποψή μου, υποστηρίζει η συγγραφέας, η επικρατούσα αυτή ερμηνεία είναι ελλιπής διότι παραγνωρίζει άλλους σημαντικούς παράγοντες:
- Παραγνωρίζει την επιθυμία της Άγκυρας να αναδιαπραγματευθεί μια νέα στρατηγική σχέση με τις ΗΠΑ, που γνώριζε άριστα ότι, εκ των πραγμάτων, θα ήταν γι’ αυτήν ανισομερής. Το βασικό μέσο που χρησιμοποιήθηκε προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η στρατιωτική συνεργασία με το Ισραήλ, εξέλιξη που καλλιέργησε συστηματικά η αμερικανική πλευρά. Σ’ αυτό το σημείο παρεμβάλλεται αποφασιστικά και ο παράγοντας των «φορέων δράσης», δηλαδή το πλέγμα εκείνο των φορέων συμφερόντων που κατά κάποιον τρόπο, πέρα από τις δομικές-αντικειμενικές συμπτώσεις συμφερόντων και επιδιώξεων, «κατασκεύασαν» με διάφορα μέσα τη στρατηγική εικόνα της Τουρκίας στην Ουάσιγκτον και καλλιέργησαν μεθοδικά την «ταύτιση» των στρατηγικών συμφερόντων των δύο χωρών στον επίμαχο χώρο της Μέσης Ανατολής. Κλειδί ως προς αυτό αποτέλεσε η συστηματική και επίμονη στήριξη των τουρκικών επιδιώξεων από το φιλοϊσραηλινό λόμπι στην Ουάσιγκτον, η ισχύς και ο ρόλος του οποίου στη διαμόρφωση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή δεν μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτηση1.
Πράγματι, η μελέτη των δεδομένων δείχνει αβίαστα όχι μόνο τα οφέλη από τη στενή συνεργασία του φιλοϊσραηλινού λόμπυ με τους υποστηρικτές της Τουρκίας στην Ουάσιγκτον, που αντιστάθμισαν με μεγάλη επιτυχία την όποια επιρροή είχαν καταφέρει να χτίσουν στα νομοθετικά σώματα και στην εκτελεστική εξουσία το ελληνοαμερικανικό και το αρμενικό λόμπι, αλλά και τη δημιουργία ενός πλέγματος ισχυρότατων πολιτικοστρατιωτικών και επιχειρηματικών αμερικανοτουρκικών συμφερόντων μέσα σε περίπου δέκα χρόνια, ήτοι από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Η Τουρκία θεωρήθηκε κράτος «πρώτης γραμμής», «κομβικής» σημασίας για τη Δύση και, από τότε, αντιμετωπίστηκε ως υποτιθέμενος «κυματοθραύστης» απέναντι στον ισλαμικό εξτρεμισμό. Άλλωστε, η εισβολή της Τουρκίας στο Βόρειο Ιράκ το 1995, σε βάθος 40 χιλιομέτρων, για να καταστρέψει βάσεις των κούρδων ανταρτών του ΡΚΚ με 30.000 στρατό και αεροπορική υποστήριξη, η οποία διάρκεσε δυο μήνες, είχε την πλήρη υποστήριξη της αμερικανικής κυβέρνησης. Το βιβλίο προμηθεύει επαρκή στοιχεία περί των ανωτέρω και επισημαίνει το ρόλο και την επίδραση γνωστών προσωπικοτήτων, όπως ο Ρίτσαρντ Περλ, ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ (γνωστός μας και από το ρόλο του στην κρίση των Ιμίων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το 1996) και ο Μαρκ Κρόσσμαν, ικανότατων «παικτών» με ευρύτατη επιρροή και με μεγάλη πολιτική εμβέλεια. Ο ρόλος των ατόμων αυτών στην ανάδειξη της «στρατηγικής αξίας» της Τουρκίας, ανάλογος του ρόλου που διαδραμάτισε ο Albert Wohlstetter στη δεκαετία του 1980, ήταν αποφασιστικός. Κι αυτοί, βέβαια, αποτελούσαν μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Δεν πρόκειται να επεκταθώ στην περιγραφή του ρόλου τους. Στη μελέτη υπάρχουν άφθονες πληροφορίες περί αυτών στις οποίες ο αναγνώστης μπορεί με ευκολία να ανατρέξει.
- Η στάθμιση της αναβάθμισης της στρατηγικής σχέσης μεταξύ των δύο χωρών υπό το ανωτέρω πρίσμα θα ήταν επίσης ελλιπής χωρίς την συνεκτίμηση του επιπέδου και της σημασίας των διμερών σχέσεων κατά τη δεκαετία του 1980. Η Αθανασοπούλου εύστοχα επισημαίνει τους κρίσιμους εσωτερικούς παράγοντες στην Τουρκία, ήτοι το ρόλο της τουρκικής στρατιωτικής ηγεσίας ως βασικό «μοχλό ανάπτυξης» των στρατηγικών δεσμών μεταξύ των δύο χωρών τη δεκαετία του 1980. Το κεμαλικό στρατιωτικό κατεστημένο, για μια ακόμη φορά κατά τη μεταπολεμική περίοδο είχε καταλάβει άμεσα την εξουσία με τη συνήθη μέθοδο του στρατιωτικού πραξικοπήματος το 1980, υπό τον στρατηγό Κενάν Εβρέν. Με το σύνταγμα του 1982, ασκούσε πραγματική κηδεμονία στην εκτελεστική εξουσία και κυρίαρχο, καθοριστικό ρόλο στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας. Βέβαια, η άνοδος του Τουργκούτ Οζάλ στην εξουσία ως πρωθυπουργός την περίοδο 1983-89 -επικεφαλής του νέου κόμματος της Μητέρας Πατρίδας που δημιούργησε- και μετέπειτα ως πρόεδρος μέχρι το θάνατό του, το 1993, έπαιξε σημαντικό ρόλο στον μετασχηματισμό της τουρκικής οικονομίας με σειρά φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, με εντυπωσιακά μάλιστα αποτελέσματα. Ο Οζάλ επισκέφτηκε τον Λευκό Οίκο το 1985 -η πρώτη επίσκεψη τούρκου πρωθυπουργού ύστερα από 10 χρόνια- εγκαινιάζοντας την αναθέρμανση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Ωστόσο, πέραν του ρόλου του Οζάλ, η πραγματική εξουσία βρισκόταν στα χέρια των στρατιωτικών οι οποίοι, θέλοντας να εξυπηρετήσουν το φιλόδοξο σχέδιό τους για ανάδειξη της χώρας σε ισχυρή περιφερειακή δύναμη, συνειδητοποίησαν ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί χωρίς στενούς στρατηγικούς δεσμούς με την υπερατλαντική υπερδύναμη, τη στιγμή μάλιστα που η χώρα ήταν οικονομικά και στρατιωτικά αδύναμη. Η οικονομική πρόοδος μέσω βοήθειας και μεταρρυθμίσεων, η δημιουργία αξιόλογης εθνικής αμυντικής βιομηχανίας, η ανάπτυξη του εμπορίου, ο εκσυγχρονισμός του στρατιωτικού μηχανισμού, η μεταφορά τεχνολογίας και τα συναφή περνούσαν αναπόφευκτα μέσα από τις σχέσεις με τις Η ΠΑ, που δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν φυσικά άνευ ανταλλαγμάτων, μεταξύ των οποίων και η σημαντική αμερικανική στρατιωτική βάση στο Ινσιρλίκ. Επρόκειτο για συνειδητή επιλογή και προσανατολισμό της τουρκικής στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας εν όψει των ωφελειών που θα αποκόμιζε η χώρα (τεράστιο πακέτο βοήθειας από το ΔΝΤ, αμερικανική στρατιωτική βοήθεια κ.λπ. θα έρρεαν άφθονα κατόπιν), αλλά και εν γνώσει της εξάρτησης που εξ αντικειμένου δημιουργούσε. Η εξάρτηση αυτή, απρόθυμη μεν εκ μέρους της Τουρκίας αλλά αναγκαία συνέπεια της σχέσης, αποτέλεσε το χαρακτηρισμό γνώρισμά της κατά την ανωτέρω περίοδο.
Η εκ των πραγμάτων οικονομική και στρατιωτική ισχυροποίηση της Τουρκίας δημιούργησε και τις προϋποθέσεις μετέπειτα, αρκετά αργότερα βέβαια, για τη χάραξη και εφαρμογή μιας πιο ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής, και για την επιδίωξη φιλοδοξιών ευρύτερου και πιο αυτόνομου ρόλου στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματά της. Το παράδοξο δεν έγκειται, όπως υποστηρίζει η Αθανασοπούλου, στο γεγονός ότι αδύναμα κράτη, για να οικοδομήσουν την ισχύ τους, αναγκάζονται να απολέσουν μέρος της ανεξαρτησίας τους —αυτό είναι αναπόφευκτο- και, κατά συνέπεια, τη δυνατότητα μεγαλύτερης ελευθερίας στις κινήσεις τους, αλλά στο γεγονός ότι ο ισχυρός «δωροδότης» τους, δεν είναι πλέον σε θέση να ελέγξει τις εσωτερικές κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις, τις νέες πολιτικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα συχνά να μην έχει κανένα εχέγγυο μόνιμης και σταθερής φιλίας, αλλά ασυμμετρικής μάλλον σύμπτωσης συμφερόντων. Συμμαχίας, δηλαδή, μάλλον ad hoc παρά σταθερής και ασυννέφιαστης στρατηγικής σχέσης. Η στρατηγική αξία των οικοπέδων, βέβαια, παραμένει, αλλά η συμπεριφορά των κατόχων τους δεν μπορεί είναι πλέον να θεωρείται δεδομένη καθόσον η οικονομική και στρατιωτική ισχυροποίηση ενίοτε δεν αναγνωρίζει «οφειλές» αλλά είναι «αχάριστη» και απρόβλεπτη καθώς επιδιώκεται η εκμετάλλευση στο έπακρο των διευρυμένων δυνατοτήτων επιλογών και περιθωρίων εξωτερικής δράσης σε όλους τους τομείς, προς εθνικό όφελος. Οι αναδυόμενες εσωτερικές νέες ελίτ οικονομικής και πολιτικής ισχύος δεν είναι κατ’ ανάγκην φιλικές προς τους εξωτερικούς ευεργέτες τους.
ΑΛΛΑΓΗ ΣΚΗΝΙΚΟΥ
Η είσοδος στον 21ο αιώνα, όπου στο παγκόσμιο σύστημα, μετά την κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας και την τυπική λήξη του Ψυχρού Πολέμου το 1989, δεσπόζουσα θέση κατέχει η μοναδική αλλά όχι και πανίσχυρη υπερδύναμη, οι ΗΠΑ, σημαδεύεται καθοριστικά από την τρομοκρατική επίθεση στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης στις 11 Σεπτεμβρίου 2001 και από τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» που κήρυξε ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους ο νεότερος, αρχίζοντας συστηματικά να προετοιμάζει τη στρατιωτική επέμβαση στο Ιράκ. Οι σχέσεις με την Ευρώπη θα υφίσταντο δεινή δοκιμασία. Στο άμεσο περιβάλλον κυριαρχούν οι λεγόμενοι νέο-συντηρητικοί (neocons) για την πολιτική καταγωγή, επίδραση και δράση των οποίων έχουν ήδη γραφεί πάρα πολλά.
Στην Τουρκία, το νεοπαγές κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΠ) του Ταγίπ Ερντογάν κατάγει πραγματικό θρίαμβο στις βουλευτικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 2002 κερδίζοντας το 34,28% της συνολικής ψήφου και 363 έδρες σε σύνολο 550, ήτοι την απόλυτη πλειοψηφία. Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τότε ούτε την πορεία της Νέας Τουρκίας ούτε την πολιτική κυριαρχία του κόμματος του Ερντογάν, που κράτησε τα ηνία της χώρας για 12 ολόκληρα χρόνια. Η πρόσφατη (10 Αυγούστου) εκλογή του Ερντογάν ως προέδρου της χώρας ανοίγει ένα νέο πολιτικό κεφάλαιο στη χώρα, οι συνέπειες του οποίου είναι δύσκολο επί του παρόντος να εκτιμηθούν με ακρίβεια.
Την 1η Μαΐου 2003, η τουρκική Εθνοσυνέλευση με την ψήφο της αρνήθηκε τη δημιουργία από το έδαφος της δεύτερου μετώπου κατά του Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν, μολονότι είχαν προηγηθεί πολύμηνες διαπραγματεύσεις με την Αμερική. Όπως σημειώνει η Αθανασοπούλου, το στοιχείο της «αναπάντεχης» αυτής απόφασης δεν ήταν η τουρκική άρνηση αλλά η αμερικανική (αλλά και γενικότερη θα πρόσθετα) έκπληξη. Υπό το φως των στοιχείων και των συμπερασμάτων της μελέτης της η εκτίμηση αυτή δικαιολογείται απόλυτα. Η τουρκική αυτή απόφαση επρόκειτο να αλλάξει δραστικά τις διμερείς σχέσεις των χωρών στο επόμενο διάστημα.
ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΕΙΣ, ΑΝΑΤΑΡΑΞΕΙΣ, ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ
Η αμερικανική στρατιωτική επέμ βαση στο Ιράκ το 2003 με την επικουρία κάποιας «συμμαχίας των προθύμων», με την απουσία των μεγάλων χωρών της Ευρώπης πλην των γνωστών «Λακεδαιμονίων», ήτοι της Βρετανίας επί πρωθυπουργίας Τόνυ Μπλερ, που η κυβέρνησή του κατέφυγε σε απερίγραπτες μεθόδους για να εκμαιεύσει την συγκατάθεση της Βουλής .για τη στρατιωτική συμμετοχή της χφρας στην εισβολή, στο πλευρό της Αμερικής, άλλαξε το status quo στη Μέση Ανατολή και κατά συνέπεια και τη βάση πάνω στην οποία στηριζόταν η στρατηγική σχέση με την Τουρκία. Η ψυχρότητα μεταξύ Αμερικής και Τουρκίας ήταν πλέον εμφανής. Διαπιστώθηκε από αμερικανικής πλευράς ότι η Τουρκία δεν ήταν δεδομένη, ούτε φίλη χώρα αλλά ούτε και σύμμαχος σε συνθήκες ανάγκης και μάλιστα στον επίδικο χώρο της Μέσης Ανατολής. Προκύπτει ότι στις διεθνείς σχέσεις απουσιάζουν τα «βαθιά» συναισθήματα και επικρατούν οι αμοιβαία επωφελείς, έστω και ετεροβαρείς, συμβατικές σχέσεις.
Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τότε μέχρι σήμερα στις σχέσεις των δυο χωρών, σημάδεψε πλειάδα διακυμάνσεων, αναταράξεων και ριζικών ανατροπών. Με την άνοδο του Μπαράκ Ομπάμα στην αμερικανική προεδρία το 2008, οι σχέσεις με την Τουρκία αναθερμάνθηκαν, αλλά και πάλι ο στρατηγικός χώρος τής Μέσης Ανατολής αποδείχτηκε η λυδία λίθος για τη δοκιμασία των σχέσεων τόσο με την Τουρκία όσο και με το Ισραήλ. Ενδεικτικά, οι αμερικανικές προσπάθειες για την επίλυση του Παλαιστινιακού τόσο κατά την πρώτη θητεία του Ομπάμα όσο και κατά τη δεύτερη δεν ευδοκίμησαν, οι σχέσεις με το Ισραήλ, χωρίς να απολέσουν τη στρατηγική τους αξία, πέρασαν από πολλές διακυμάνσεις, η στρατηγική στρατιωτική και πολιτική συνεργασία Ισραήλ- Τουρκίας υπέστη ανεπανόρθωτα, κατά τα φαινόμενα, πλήγματα, με τη στροφή της τουρκικής πολιτικής προς άλλα μεσανατολικά ακροατήρια, το φιλοϊσραηλινό λόμπι στις ΗΠΑ έπαψε να στηρίζει την τουρκική πολιτική από το 2010, οι σχέσεις Αμερικής-Τουρκίας είναι αμφίβολο αν χαρακτηρίζονται πλέον από κάποια στρατηγική δομή ή, απλώς, πέραν του συμμαχικού πλαισίου, περιορίζονται σε κάποια ad hoc εταιρική σχέση, ανάλογα με τις περιστάσεις, η Τουρκία έπαιξε με τη φωτιά στρώνοντας το κόκκινο χαλί στους αντιπάλους του Άσσαντ της Συρίας (αλλά σημερινούς, εκ των πραγμάτων, εχθρούς της, όπως οι άγριοι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους) και εισπράττει το τίμημα, αντιμετωπίζοντας σοβαρά διλήμματα στην περιοχή και άλλα πολλά και συναφή.
Στην πραγματικότητα, η Τουρκία δεν είναι η μόνη χώρα που αντιμετωπίζει προκλήσεις και διλήμματα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Όλες αυτές οι εξελίξεις, στις οποίες εμπλέκεται και η Ελλάδα, συνεπάγονται κρίσιμες επιλογές για την ελληνική εξωτερική πολιτική, διορατικότητα και μεγάλη προσοχή για να διασφαλίζονται τα εθνικά συμφέροντα της χώρας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο στη βάση των νέων εξελίξεων και συσχετισμών που η ίδια η ρευστότητα της περιοχής υποβάλλει σε συνεχείς αναδιατάξεις.
Η εξαιρετική, από κάθε άποψη, έρευνα της Αθανασοπούλου αποτελεί σπουδαία συμβολή στον τομέα τον οποίο μελετά και τον οποίο πραγματεύεται με πληρέστατη γνώση της σχετικής βιβλιογραφίας και των άλλων πηγών, ιδιαίτερα μάλιστα των τουρκικών, οξύ πολιτικό κριτήριο, βαθιά επίγνωση και δεξιότητα επισήμανσης και στάθμισης των κρίσιμων παραγόντων που έχουν ειδικό βάρος στις διεθνείς σχέσεις. Επιτελείται, με άλλα λόγια, με υψηλό βαθμό επιστημονικής συνέπειας και αναλυτικής ικανότητας. Εξ ίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι μπορεί να αποτελέσει το αναγκαίο δυναμικό υπόβαθρο για να κατανοήσουμε όλες αυτές τις εξελίξεις στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας, αλλά και τις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκία-Ισραήλ από τότε μέχρι σήμερα. Διότι, ας μην το παραβλέψουμε, εμφάνιση στο προσκήνιο και της Ελλάδας ήταν απότοκος της εξέλιξης των τριγωνικών αυτών σχέσεων.
Είναι πάρα πολύ σημαντικό ότι το βιβλίο της Εκάβης Αθανασοπούλου έχει ήδη κυκλοφορήσει και στα αγγλικά από τον εκδοτικό οίκο Routledge (26/6/2014) με τίτλο Strategic Relations Between the US and Turkey 1979-2000: Sleeping with a Tiger.
1 Βλ. πρόσφατη εκτενή ανάλυση της Connie Bruck με τίτλο “Friends of Israel” στο περιοδικό The New Yorker, 1/9/2014. Σχετικά με την πολιτική επιρροή του φιλο-ισραηλινού λόμπι κλασικό είναι πλέον το βιβλίο των καθηγητών John Mearsheimer και Stephen Walt με τίτλο The Israel Lobby and U.S. Foreign Policy, Farrar, Strauss and Giroux, NY, 2007, τη σπουδαιότητα του οποίου ορθώς η συγγραφέας επισημαίνει. Η σχετική βιβλιογραφία είναι πλέον αρκετά εκτεταμένη.