Ηγέτες και πολιτικές ευθύνες

Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΝΑΡΕΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΔΡΑΜΑΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 1961-1967

Η περίοδος στην οποία αναφέρεται το βιβλίο του Π. Παρασχευόπουλου* είναι πράγματι φορτισμένη με μια δραματιχότητα ξεχωριστή στην μεταπολεμική πολιτική ιστορία της Ελλάδος Με υπόβαθρο τόσο τις σοβαρές κοινωνικές αλλαγές που τροφοδοτούσε η ραγδαία ανάπτυξη όσο και τις αντιστάσεις ενός χλειστού και χαταπιεστιχού πολιτικού συστήματος, η εποχή συμπυκνώνει μέσα απ’ τις πολύπλευρες πολιτικές συγκρούσεις μεταξύ θρόνου, Στρατού, Βουλής, πολιτικών κομμάτων και λαϊκών κινημάτων ένα βασικό δίλημμα που με ιστορικούς πια όρους μπορεί να τεθεί ως εξής: άνοιγμα του κλειστού πολιτικού συστήματος ή προσφυγή σε έκτακτες, αντισυνταγματικές λύσεις με στόχο ν’ ανακοπεί η ορμητική είσοδος των μαζών στην πολιτική, να σταθεροποιηθεί ή κατεστημένη πολιτική τάξη και να διατηρηθεί η θεσμική ισορροπία του κράτους, όπως διαμορφώθηκε μετά τον εμφύλιο πόλεμό;

Η σύγκρουση μεταξύ των νομίμων απαιτήσεων της πολιτικής συμμετοχής και των άκαμπτων πολιτικών θεσμών «λύθηκε» με το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967, Η δε δραματικότητα προκύπτει απ’ την έκταση και ένταση των πολιτικών κινητοποιήσεων (φοιτητές, ανερχόμενα μικρό-μεσαία στρώματα των πόλεων, εργαζόμενοι, αγρότες), τη σκληρότητα των συγκρούσεων, τις παρστεταμένες εκλογικές εκστρατείες, τις βραχύβιες κυβερνήσεις και την αστάθεια, τις δολοφονίες, την τρομοκρατία, τις δολοπλοκίες, τη διαμάχη και τους συμβιβασμούς στα παρασκήνια, την όλη, ανεπανάληπτη ατμόσφαιρα της Χαμένης Ανοιάς.

Την περίοδο αυτή που αρχίζει το 1961 με την άρνηση του Γ. Παπανδρέου, ως αρχηγού της Ενωσης Κέντρου, καθώς και της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) να δεχθούν τη νομιμότητα των αποτελεσμάτων της εκλογικής αναμέτρησης του 1961 (που ανέδειξε πρώτο κόμμα με αυτοδύναμη π λειοψηφία στη Βουλή την Εθνική Ριζοσπαστική Ενωση-ΕΡΕ του Κ. Καραμανλή) και που λήγει με το πραξικόπημα των συνταγματαρχών στις 21-4-67, εξιστορεί κι αναλύα ο Παρασκευόπουλος, συμμετέχοντας ο ίδιος στα «δραματικά γεγονότα> από τη θέση του μέλους της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΔΑ. Η ανάλυση του περιορίζεται αυστηρά στις εξελίξεις και διακυμάνσεις της πολιτικής σκηνής και του παρασκηνίου και βασίζεται σε δημοσιευμένες, δευτερογενείς πηγές.

Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δεσπόζουσα φυσιογνωμία της περιόδου αναδεικνύεται ο αειθαλής Γεώργιος Παπανδρέου, που εξέφρασε με το χάρισμα, την επιγραμματικότητα, τη ρητορική δεινότητα και το ακούραστο σθένος του, τις τότε δυνάμεις του προοδευτικού φιλελευθερισμού και της αλλαγής. Χωρίς να στερείται κοινωνικού περιεχομένου, ο πυρήνας του αιτήματος τότε, έκφραση των κινημάτων «από τα κάτω» ήταν πολιτικός: η άνοδος στην πολιτική εξουσία δυνάμεων που θα κατεδάφιζαν τους πολιτικούς φραγμούς και θα οδηγούσαν σ’ ένα βαθύ εκδημοκρατισμό του κράτους, της πολιτικής και της κοινωνίας.

Δε θα είχε νόημα να επισημάνει κανείς κενά, ανακολουθίες, αντιφάσεις στο βιβλίο ή ακόμα να προχωρήσει σ’ αντίλογο επί σημείων ή εφ’ όλης της ύλης. Ο σκελετός των κυριότερων επιχειρημάτων του συγγραφέα είναι ήδη γνωστός από προηγούμενο βιβλίο του (βλ. *Μαρτυρία 1963- 67, Πώς φτάσαμε στη δικτατορία», Διάλογος 1974).

Ο Παρασκευόπουλος καταλογίζει βαρύτατες ευθύνες στον Γ. Παπανδρέου όσο και στην ηγεσία της ΕΔΑ (κυρίως στην περίοδο 1963-67) για την πορεία. των πραγμάτων. Σφάλματα τακτικής, υπεροψία, αυταπάτες, ελλιπής και εσφαλμένη εκτίμηση του συσχετισμού των δυνάμεων, σοβαρή υποτίμηση των ισχυρών κέντρων πολιτικής ισχύος, συναισθηματισμός, έλλειψη προοπτικής και ευθύνες απέναντι στη διασφάλιση ομαλής δημοκρατικής πορείας και διεξόδου απ’ την οξύτατη πολιτική κρίση των ετών 1965-67. Με λίγα λόγια τους καταλογίζει μεγάλο μέρος της ευθύνης για την έκβαση της πολιτικής διαμάχης -την επιβολή της δικτατορίας- χωρίς όμως να εξισώνει τον θύτη με το θύμα.

Η αιτία της πολιτικής αυτής συμπεριφοράς αναζητείται στην ανεπίτρεπτη κατά τον συγγραφέα ανάμειξη της ηθικής και ιδεολογίας με την ψυχρή, ρεαλιστική και ρασιοναλιστική στάθμιση των δεδομένων – ιδιότητες υπέρ των οποίων επιχειρηματολογεί και που κατ’ αυτόν πρέπει να διακρίνουν τους υπεύθυνους πολιτικούς ηγέτες. Πράγματι, η αντίληψη αυτή της πολιτικής πρακτικής διαποτίζει κι ολόκληρη την αναλυτική προσέγγιση του βιβλίου. Και δε θα είχε ίσως κανείς αντίρρηση να συμφωνήσει με την αυστηρή ετυμηγορία του αΥ δεν συνέβαινε οι λόγοι, \α έργα και οι πράξεις των πολιτικών ηγετών σε δημοκρατικά πολιτικά συστήματα να δημιουργούν ταυτόχρονα και τα όρια, τους περιορισμούς των κινήσεων τους. Ηγήτορες αλλά ταυτόχρονα και αιχμάλωτοι του ακροατηρίου τους και των εκλογέων. Το τίμημα για κάθε παρέκκλιση από τον Χανόνα αυτό είναι η απώλεια του λαϊκού ερείσματος.

Οι ευθύνες βέβαια δεν αίρονται. Αλλάξτε? όρια και τους περιορισμούς που οι ίδιες οι πολιτικές ηγεσίες της ΕΚ και της ΕΔΑ είχαν δημιουργήσει, ήταν μάλλον αδύνατο να υπερβούν παρά μόνο με τίμημα τη σύγχυση και τη συρρίκνωση της λαϊκής τους βάσης. Η αυτοκτονία δεν είναι συχνό φαινόμενο στην πολιτική που κυριαρχείται από ισχυρό ένστικτο αυτοσυντήρησης. Εξ ου και η ατολμία της παραπαίουσας ΕΔΑ ή οι παρασκηνιακοί συμβιβασμοί του Γ. Παπανδρέου, μακριά από το φως της δημοσιότητας. Το πολιτικά λογικόν μπορεί να μην ήταν και το πολιτικά εφικτόν.

Μπορεί ορισμένες πολιτικές κινήσεις και χειρονομίες του Γ. Παπανδρέου, που του ταίριαζαν άλλωστε όπως έγραψε ο Π. Κανελλόπουλος, να μην δικαιώθηκαν πολιτικά και με κριτήριο πάντα την τελική έκβαση, να παρέμειναν συμβολικά, ηθικού χαρακτήρα διαβήματα. Αρκετές φορές όμως τέτοια διαβήματα παραδειγματικής και μόνο έστω αξίας συμβαίνει να βάζουν υποθήκες και να κινητοποιούν ηθικές δυνάμεις στο επίπεδο της μαζικής πολιτικής που μεταγενέστερα, σ’ ευθετώτερο ίσως χρόνο, μπορεί ν’ αποβούν αναντικατάστατες για τη ρεαλιστική πολιτική.

Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους το βιβλίο δεν θα άξιζε να διαβαστεί μόνο σαν χρονικό γεγονότων.

*ΠΟΤΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ, «Γεώργιος Παπανδρέου: Τα δραματικά γεγονότα 1961-1967», Εκδόσεις Φυτράκης / Ο Τύπος ΑΕ. Αθήνα 2988, σ.σ. 307.