Οι δεκαετίες αποτελούν συμβατικά χρονολογικά ορόσημα που χρησιμεύουν για μεσοπρόθεσμες αποτιμήσεις πεπραγμένων και γεγονότων παρέχοντας ταυτόχρονα την ευκαιρία για εκτιμήσεις περί τα μέλλοντα. Κάθε εγχείρημα έχει τις δυσκολίες του όχι μόνο γιατί η προβλεψιμότητα των κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων από τη φύση της είναι επισφαλής αλλά και γιατί το παρελθόν, μ’ οποιαδήποτε εννοιολογική οργάνωση κι αν συλληφθεί, με κανένα τρόπο δεν προδιαγράφει τις συγκεκριμένες εκβάσεις των μελλοντικών εξελίξεων, συχνά δε αποτελεί κάκιστο οδηγό, ιδιαίτερα για όσους πιστεύουν στον ιστορικό ντετερμινισμό ή θεωρούν ότι η ιστορία αποτελεί μία τυχαία αλληλουχία γεγονότων.
Θα άξιζε ίσως να τονισθεί ότι αυτό που προβάλλεται συνήθως σαν διδαχή και οδηγός για το μέλλον δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ιδεολογική και πολιτική χρήση της ιστορίας. Και αψευδή μαρτυρία παρέχουν οι διαδικασίες με βάση τις οποίες οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης «ξαναγράφουν» σήμερα την επίσημη ιστορία τους.
Δεν θα ήταν δύσκολο να αποδεχθεί κανείς ότι στη δεκαετία του ’80 οι νεο-φιλελεύθερες ιδέες -με πολιτικούς φορείς τα νεο-συντηρητικά κόμματα έθεσαν τη σφραγίδα τους- είχαν ορισμένες σοβαρές επιπτώσεις οι οποίες δεν πρόκειται να εξαφανιστούν στη δεκαετία που έρχεται, απλώς και μόνο επειδή αναθεματίζονται. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι καθοριστική ήταν η επίδραση του Θατσερισμού.
Ο Γάλλος Jean – Pierre Cot, επικεφαλής της σοσιαλιστικής ομάδας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δήλωσε πρόσφατα, δίκην αφορισμού, ότι ο φιλελευθερισμός της δεξιάς έχει σβήσει κι ότι ουδείς είναι πλέον σήμερα θατσερικός εκτός από την ίδια την κυρία Θάτσερ, δήλωση βέβαια απορριπτική αλλά και υποσυνείδητα αμφίσημη διότι περιγράφει ακριβώς και την επίδραση του φαινομένου και τα όριά του, παρά το γεγονός ότι οι πιο ένθερμοι οπαδοί της κ. Θάτσερ συναντιόνται σήμερα στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Το πείραμα του Θατσερισμού είχε σαν υπόβαθρο τόσο τα εμφανή αδιέξοδα της μεταπολεμικής σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης και συναίνεσης όσο και τα ιδιαίτερα προβλήματα της Βρεταννίας. Όμως η απήχηση του μοντέλου ήταν ευρύτερη γιατί πεδίο εφαρμογής των νεο-φιλελεύθερων δογμάτων αποτέλεσε η οικονομία και επιδίωξη, επιτυχής σε μεγάλο βαθμό, η κατάκτηση της ηγεμονίας στο χώρο της οικονομικής κα: κοινωνικής ιδεολογίας. Στα δύο αυτά αλληλένδετα πεδία ο νεο-φιλελευθερισμός σημείωσε αξιόλογες πλην όμως περιορισμένες επιτυχίες.
Αναδιαρθρώσεις
Κατ’ αρχήν η καπιταλιστική οικονομία γνώρισε νέα περίοδο αναζωογόνησης και σημαντικών αναδιαρθρώσεων. με τίμημα την αύξηση της ανεργίας, το μαρασμό ολόκληρων κοινοτήτων, τη σχετική έκλειψη της παλαιάς βιομηχανικής εργατικής τάξης, τη στασιμότητα ή τη μείωση του εισοδήματος για σημαντική μερίδα του κοινωνικού συνόλου ακόμα δε και την εξαθλίωση περιθωριακών κοινωνικών υποστρωμάτων.
Ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά αποτέλεσαν οι ιδιωτικοποιήσεις, η
μείωση των δημοσίων δαπανών με συγκρούσεις στο χώρο του κράτους κοινωνικής πρόνοιας και η μείωση των φόρων, κυρίως για τις ανώτερες εισοδηματικές τάξεις, αγοράς.
Ο γραφειοκρατικός και συγκεντρωτικός κρατισμός της σοσιαλδημοκρατίας δέχθηκε ισχυρά και ανεπανόρθωτα πλήγματα. Το ατομικό, το ιδιωτικό κυριάρχησε επί του κρατικού, του δημοσίου. Η ατομική πρωτοβουλία αποδεσμεύθηκε από τον ασφυχτικό κλοιό παράλογων κρατικών ελέγχων, ο επιχειρηματικός δυναμισμός απελευθερώθηκε. Οι τάσεις αυτές ενισχύθηκαν με την επικράτηση καταναλωτικών προτύπων, που με τη βοήθεια της κατάργησης των πιστωτικών ελέγχων, επέβαλαν νέα πρότυπα ατομικών επιλογών και ατομικής ελευθερίας στο χώρο αυτό.
Κράτος πρόνοιας
Τελευταίο οχυρό της σοσιαλδημοκρατικής ιδεολογίας απέμεινε το «κράτος κοινωνικής πρόνοιας» που αποδείχθηκε περισσότερο ισχυρό απ’ όσο νόμιζαν οι επίδοξοι καταδαφιστές του. Ισως γιατί οι μεσαίες τάξεις μολονότι αποδέχθηκαν το νέο οικονομικό ρασιοναλισμό δεν ήτανδιατεθειμένες να υποστούν και τις συνέπειες ριζικών
νεο-φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων στο χώρο της Υγείας και Κοινωνικής Περίθαλψης και κατά δεύτερο λόγο της Παιδείας. Στους τομείς αυτούς παρά τη διείσδυση του ιδιωτικού, οι αντιστάσεις υπήρξαν παντού σθεναρότερες.
Οι μεταρρυθμίσεις και οι αναδιαρθρώσεις του οικονομικού συστήματος δεν μπορούσαν να επιβληθούν και να λειτουργήσουν αν τα ιδεολογικά αυτά θέματα δεν αρθρώνονταν σ’ έναν συνεκτικό πολιτικό – ιδεολογικό λόγο που κατάφερε να επιβάλει πλαίσια αναφοράς στα ιδεολογικά και πολιτικά θέματα της ημερήσιας διάταξης. Στην περίπτωση της Βραταννίας το φαινόμενο εκφράστηκε μέσω της κ. Θάτσερ. Η εμμονή στο «πιστεύω» της αντιπαρατάχτηκε απέναντι σε μια παράδοση αποϊδεολογικοποιημένου και άχρωμου τε- χνοκρατικού σοσιαλδημοκρατισμού.
Απ’ αυτήν την άποψη οι αναλύσεις περί δεξιού ριζοσπαστικού λαϊκιστικού φαινομένου κάθε άλλο παρά εκτός τόπου και χρόνου είναι. Κι ακόμα, ο εκσυγχρονισμός της Βραταννίας συνοδεύτηκε από αυταρχικές κοινωνικές και πολιτικές πρακτικές που επιβεβαιώνουν την άποψη ότι ο φιλελευθερισμός δεν ταυτίζεται ούτε πρέπει να συγχέεται με την ελευθερία.
Εάν η «ανάγνωση» αυτή της ιδεολογικής κληρονομιάς που αφήνει η δεκαετία του ’80 είναι ορθή, τότε το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι αν το ιδεολογικό αυτό οπλοστάσιο είναι επαρκές και κατάλληλο για να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα της ερχόμενης δεκαετίας. Οι προκλήσεις του ’90 είναι ήδη ορατές και η σωστή αντιμετώπισή τους από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες θα κρίνει και το αν η γηραιά ήπειρος ανατέλλοντος του νέου αιώνα θα αναδειχθεί εκ νέου σε παγκόσμια ηγετική δύναμη όπως στο διάστημα από τον 16ο μέχρι τον 19ο αιώνα.
Το περιβάλλον, για παράδειγμα, υπονομεύει στην ουσία τις αρχές της αγοράς και του ατομικισμού, επιβάλλει δημόσιες ρυθμίσεις και παρεμβάσεις στην αγορά, δημιουργεί νέους χώρους συλλογικότητας.
Ένα δεύτερο εξ ίσου σημαντικό ερώτημα είναι οι διαρκείς επιπτώσεις της κληρονομιάς αυτής του ’80 στα σοσιαλδημοκρατικά και σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης που αναζητούν νέους δρόμους και προσανατολισμούς για να συνδεθούν στενότερα με τα κοινωνικά αιτήματα, να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα, και να προ-, βληθούν σαν πειστική εναλλακτική κυβερνητική λύση.
Μπορεί η αποδοχή των αρχών της οικονομικής αποτελεσματικότητας να συμβαδίσει με τις πάγιες αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και της κρατικής προστασίας των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων και με ποιά μέσα ή μορφές οργάνωσης και κινητοποίησης θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί η δημοσιονομική κρίση του κράτους, η κρίση του κράτους κοινωνικής πρόνοιας πέρα από την απλή αύξηση των φόρων και των δημοσίων δαπανών;
Τέλος, θα πρέπει να σταθμιστούν ανάλογα οι επιπτώσεις της επιτυχίας ή αποτυχίας των οικονομικών μεταρρυθμίσεων στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, που γίνονται στη βάση των θεσμών της ελεύθερης αγοράς, στη μελλοντική εξέλιξη των νεο-φιλελεύθερων δογμάτων και στις νέες συνθέσεις που επιχειρούνται στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας.