Η Ελλάδα και η Συμμαχία

«ΝΑΤΟ’S SOUTHERN ALLIES: INTERNAL AND EXTERNAL CHALENGES», επιμέλεια John Chipman, εκδόσεις Routledge, 1988, σ.σ. 399.

«POLITICS AND SECURITY IN THE SOUTHERN REGION OF THE ATLANTIC ALLIANCE», επιμέλεια Douglas T. Stuart, εκδόσεις Macmillan Press, 1988, σ.σ. 209.

Και οι δύο τόμοι, που η ταυτόχρονη σχεδόν έκδοσή τους είναι μάλλον συμπτωματική, περιέχουν τις εισηγήσεις συνεδρίων που έγιναν το 1984 και το 1985 με την αρωγή οργανώσεων του ΝΑΤΟ ή άλλων φορέων ψιλικά προσκείμενων προς την Συμμαχία. Η τόσο μεγάλη καθυστέρηση που παρατηρείται στην έκδοση τέτοιου υλικού, στερεί κατά κανόνα τους αναγνώστες από την αναγκαία επίκαιρη πληροφόρηση κι ανάλυση και τους υποχρεώνει συνήθως να εκλαμβάνουν ορισμένες καταστάσεις, που έχουν ήδη ξεπεραστεί από τα πράγματα, σαν δεδομένες. Ευτυχώς τα δυο αυτά βιβλία παρέχουν επαρκές ιστορικό υπόβαθρο κι αναλυτικό πλαίσιο ώστε η απουσία των σύγχρονων εξελίξεων να μην επηρεάζει ουσιαστικά τις υποθέσεις εργασίας και ανάλυσης. Αυτό ισχύει τουλάχιστον για τα κεφάλαια που αναφέρονται στην Ελλάδα και που είναι γραμμένα από τον Θάνο Βερέμη, επίκουρο καθηγητή Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών, καθώς και για τα εισαγωγικά και συμπερασματικά σημειώματα των επιμελητών των βιβλίων.

Οι χώρες της Νοτίου Ευρώπης (Γαλλία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία και Τουρκία) παρουσιάζουν πολλές ιδιομορφίες στη σχέση τους με το ΝΑΤΟ, στην εκτίμηση των εξωτερικών απειλών που αντιμετωπίζουν, στην ανάλυση των γεω – στρατηγικών προοπτικών

τους. Η διαπίστωση αυτή συνιστά κι ένα από τα βασικά συμπεράσματα των βιβλίων με την έννοια ότι μόνο η παραδοχή της πραγματικότητας αυτής μπορεί ν’ αποτελέσει την αφετηρία για ευρύτερη αναγνώριση του ρόλου των χωρών αυτών μέσα στη Συμμαχία και σαφέστερη ανταπόκριση στις αμυντικές ανάγκες και τα συναφή προβλήματά τους.

Ένα δεύτερο στοιχείο είναι η εκτίμηση ότι η περιοχή, καθώς δεν αποτελεί ενιαίο γεωγραφικό και πολιτικό σύνολο, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ενιαίας κι ολοκληρωμένης στρατηγικής σύλληψης και επεξεργασίας. Από την άλλη μεριά ορισμένες τάσεις που εμφανίστηκαν στην τελευταία δεκαετία, όπως π.χ. η ωρίμανση της αμυντικής κι εξωτερικής πολιτικής χωρών όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία, το γεγονός ότι, σ’ αντίθεση με το Βορρά, ο Ευρωπαϊκός Νότος ανέδειξε πολλές σοσιαλιστικές κυβερνήσεις, και τελικά η διαρκής ελληνοτουρκική ένταση στη Νότια Πτέρυγα, προκαλούν στο ΝΑΤΟ αυξημένη ανησυχία αλλά και ενδιαφέρον για την περιοχή.

Τέλος δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι κυρίως η Νότιος πτέρυγα του ΝΑΤΟ (Ιταλία, Ελλάδα και Τουρκία) είναι ιδιαίτερα ευάλωτη τη στιγμή που θεωρείται ότι η στρατηγική και πολιτική υποστήριξη στο Κεντρικό Μέτωπο της Ευρώπης είναι τέτοια ώστε καθιστά πλέον αδύνατη οποιαδήποτε επέμβαση εχθρικών δυνάμεων.

Στα δυο του κεφάλαια για την Ελλάδα ο Βερέμης παρουσιάζει το ιστορικό υπόβαθρο των θεμάτων της ελληνικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, τους εσωτερικούς της προσδιοριστικούς παράγοντες και την επίδραση των ξένων παραγόντων, προβαίνει δε σε μια σημαντική διάκριση μεταξύ αμυντικής κι εξωτερικής πολιτικής. Η πρώτη, υποστηρίζει, χαρακτηρίζεται από σταθερότητα, συνέχεια και συνοχή, ενώ η δεύτερη είναι πιο ευμετάβλητη και τρωτή στις ιδεολογικές κλίσεις των εκάστοτε κυβερνήσεων, προσφέρεται δε για τακτικούς ελιγμούς από άποψη εσωτερική κι ασυνέχειας στην ελληνική εξωτερική πολιτική μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981 και το βαθμό συναίνεσης που έχει επιτευχθεί πάνω σ’ ορισμένα τουλάχιστον κρίσιμα θέματα, κυρίως δε την αντιμετώπιση της Τουρκίας.

Σχετικά με τους νέους προσανατολισμούς του ΠΑΣΟΚ στην εξωτερική πολιτική ο Βερέμης υποστηρίζει ότι τελικά οι αλλαγές δεν ήταν και τόσο συγκλονιστικές. Απογυμνωμένη από διακηρύξεις και ρητορείες, η πολιτική αυτή ήταν μάλλον ρεαλιστική, πολιτική αναβάθμισης της θέσης της χώρας μέσα στο δυτικό σύστημα οικονομικών και πολιτικών συμμαχιών, παρά αποκοπής του ομφάλιου λώρου. Τα δεδομένα της διεθνούς ισορροπίας ισχύος δεν μπορούν να ανατραπούν βέβαια δια των λόγων. Για παράδειγμα, παρά τις εντυπώσεις, τον τόνο, το στυλ και τα παρόμοια εκατέρωθεν, το αμοιβαίο συμφέρον μάλλον παρά κάποιο άκαμπτο δόγμα χαρακτηρίζει τις σχέσεις Ελλάδας – Ην. Πολιτειών, υποστηρίζει ο Βερέμης. Επιπρόσθετα η κατάσταση της οικονομίας εντοπίζεται σαν ένας από τους πιο καθοριστικούς παράγοντες των προσαρμογών που επήλθαν στην εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης. Δομικές αδυναμίες, χρόνιες ανισορροπίες, συγκυριακές δυσκολίες, ακατάλληλη οικονομική πολιτική, συνέκλιναν και συνέτειναν σε μια αλλαγή πορείας προς πιο «ήρεμες θάλασσες».

Συμπερασματικά, η αμοιβαία επίδραση μεταξύ των διεθνών περιοριστικών παραγόντων και των απαιτήσεων της εσωτερικής πολιτικής παρέχουν ασφαλέστερο δείκτη εκτίμησης της εξωτερικής μας πολιτικής από ερμηνείες που φαίνεται ν’ αρκούνται αποκλειστικά σχεδόν στους δήθεν αυτοσχεδιασμούς της στιγμής ή τους αιφνιδιασμούς ή τις προσωπικές προτιμήσεις του ηγέτη ή ακόμα τις ιδεολογικές κομματικές ψυχώσεις.

Το ύφος των άρθρων του Βερέμη είναι απλό και οι θέσεις του μετρημένες και μετριοπαθείς χωρίς υποχωρήσεις στα ουσιαστικά θέματα, χωρίς νόθευση της επιχειρηματολογίας. Η κριτική στάση του απέναντι στην κυβερνητική πολιτική περιέχει όλα τα στοιχεία μιας στάθμισης των δεδομένων βασισμένης σε αρχές. Άλλωστε δεν παραγνωρίζει τους ποικίλους περιορισμούς στην άσκηση της πολιτικής αυτής ούτε όμως παρασύρεται σ’ έναν ανερμάτιστο ρεαλισμό.

Και δεν θα μπορούσε κανείς να παρασιωπήσει το γεγονός ότι η στάση του αυτή τον φέρνει σε χτυπητή αντίθεση με τον συγγραφέα των άρθριυν για την Τουρκία, τον Ali Karaosmanoglou, Διευθυντή Στρατηγικών Μελετών του Ινστιτούτου Εξωτερικής Πολιτικής της Αγκυρας.

Λείπει ο χώρος εδώ για μια κριτική παρουσίαση των άρθρων του. Αλλά δεν θα τον αδικούσα καθόλου, πιστεύω, αν υποστήριζα ότι δείχνει μάλλον υπερβάλ- λοντα ζήλο στην υπεράσπιση της επίσημης τουρκικής πολιτικής γραμμής. Πρόκειται για τη διαφορά μεταξύ του ανεξάρτητου ακαδημαϊκού και του τυφλού κρατικού οργάνου.