TONY JUDT, ILL FARES THE LAND, The Penguin Press, New York, 2010, σελ. 253
“Ill fares the land, to hastening ills a pray,
Where wealth accumulates, and men decay.”
Oliver Goldsmith1,
The Deserted Village (1770)
Επιλέγοντας την πρώτη φράση από στίχο του ποιήματος του Γκόλ- ντσμιθ ως τίτλο του τελευταίου και αποχαιρετιστήριου βιβλίου του, που γράφτηκε -ή μάλλον υπαγορεύτηκε κάτω από «ασυνήθιστες συνθήκες», όπως ο ίδιος αναφέρει- και εκδόθηκε λίγους μήνες πριν από το θάνατό του2, ο Τόνι Τζαντ3 προφανώς δεν νοσταλγεί ούτε εξιδανικεύει κάποια προβιομηχανική, ειδυλλιακή εποχή. Η αναφορά που κάνει στην «ερήμωση» ο θαρραλέος και ανεξάρτητος αυτός δημόσιος διανοούμενος και κορυφαίος ιστορικός της εποχής μας δεν αποσκοπεί παρά στο να υπομνήσει τα επιτεύγματα των κοινωνικών αγώνων και της σοσιαλδημοκρατίας του περασμένου αιώνα, κυρίως μετά τον Β” Παγκόσμιο Πόλεμο, σε αντιπαράθεση με τη σημερινή «ερήμωση» του κοινωνικού τοπίου από την προέλαση του νεοφιλελευθερισμού. Έχοντας προλάβει να παρακολουθήσει την οικονομική κατάρρευση του 2008 -τη χειρότερη από την τρομακτική καταστροφή του 1929- ο Τζαντ επιδιώκει να ανατρέψει τα σημερινά δεδομένα του δημόσιου πολιτικού διαλόγου, που εν πολλοίς προσδιορίζουν την προσέγγιση και αντιμετώπιση σύγχρονων συλλογικών προβλημάτων, θέτοντας τη δική του σφραγίδα, ως πολύτιμη παρακαταθήκη για την επόμενη γενιά. Γι’ αυτό και αφιερώνει το σύντομο και μαχητικό αυτό βιβλίο του, προέκταση σκέψεων και προβληματισμών διάλεξης που είχε δώσει χωρίς χειρόγραφο στη Νέα Υόρκη4, στους έφηβους γιους του. Πρόκειται για μια βαθύτατα πολιτική και ηθική στάση με οδηγό τις επιτεύξεις αλλά και τα λάθη της σοσιαλδημοκρατίας στο παρελθόν και με στόχο την αντιμετώπιση των σημερινών κοινωνικών προβλημάτων που προσπαθεί να φέρει στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης, στην Ευρώπη και στην Αμερική.
Το βιβλίο του -στην ουσία σειρά δοκιμίων που με μνημονικά ολονύκτια τεχνάσματα κατάφερε να υπαγορεύει την επαύριο στους συνεργάτες του- είναι πλούσιο σε ιδέες και θεματολογία που είναι αδύνατο να καλυφθούν σε μια βιβλιοκρισία. ΓΓ αυτό, αρκεί ίσως να επικεντρωθεί κανείς σε δύο βασικά θέματα: στην κοινωνική ισότητα-ανισότητα και στο ρόλο του κράτους στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, όπως το αντιλαμβάνεται η σοσιαλδημοκρατική οπτική του.
Ο Τζαντ επιτίθεται με σφοδρότητα κατά της κοινωνικής ανισότητας -που τη θεωρεί διαβρωτική, διότι σαπίζει τις κοινωνίες εκ των ένδον, καταστρέφοντας το ηθικό συναίσθημα και τη στοιχειώδη αλληλεγγύη και συνοχή της κοινωνίας- ως υποκείμενης αιτίας πολλών κοινωνικών δεινών, όπως της εγκληματικότητας, της θνησιμότητας, της κακής υγείας κ.τ.λ. Μια κατάσταση Ιδιωτικής αφθονίας και δημόσιας εξαθλίωσης.5
Προς εττίρρωση της επιχειρηματολογίας του, παραθέτει σειρά στοιχείων για την εισοδηματική ανισότητα στη σημερινή Αμερική. Από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και τη δεκαετία του ’70, υποστηρίζει, οι κοινωνίες της ανεπτυγμένης Δόσης, με όλες τις αναγκαίες διαφοροποιήσεις μεταξύ τους, γίνονταν όλο και λιγότερο άνισες. Η ροπή αυτή αντιστράφηκε, κυρίως στις ΗΠΑ και στο Ην. Βασίλειο (το οποίο συνήθως «μιμείται τα χειρότερα χαρακτηριστικά της Αμερικής»), από τον «ενθουσιασμό» των νεοφιλελεύθερων, με επίκεντρο την απορρύθμιση των αγορών και αποτέλεσμα την όξυνση των ανισοτήτων από πλευράς πλούτου και εισοδήματος, υγείας, παιδείας, ευκαιριών ζωής. Μετά το 1979 ήρθε η εποχή της «Μεγάλης Απόκλισης».6 Επί παραδείγματι, από το 1980 έως το 2005, περίοδο μακράς και διηνεκούς οικονομικής αύξησης στις ΗΠΑ, πάνω από το 80% της αύξησης του εισοδήματος κατέληξε στο ανώτερο 1%. Το 2005, το 1% των Αμερικανών κατείχε το 21,2% του εθνικού εισοδήματος της χώρας, έναντι 15% στις αρχές του περασμένου αιώνα.7 Χαρακτηριστικά, ο πλούτος της οικογένειας που ίδρυσε τη γνωστή εταιρεία Wal-Mart υπολογιζόταν σε 90 δισ. δολ. (όση περίπου και του κατώτερου 40% του πληθυσμού της Αμερικής, κάπου 120 εκ. ατόμων), του Μπιλ Γκέιτς της Microsoft στα 46 δισ. δολ. κ.τ.λ. Ο κατάλογος των Αμερικανών δισεκατομμυριούχων είναι μακρύς.8 Ο Τζαντ αντλεί τα στοιχεία του περί ανισότητας και κοινωνικής κινητικότητας κυρίως από το πρόσφατο βιβλίο των R. Wilkinson και Κ. Picket.9 Οι συγγραφείς, εκτός των σημαντικών στοιχείων που παραθέτουν, υποστηρίζουν ότι η μεγαλύτερη ισότητα καθιστά τις κοινωνίες ισχυρότερες. Στην περίοδο 1979- 2005 το μέσο εισόδημα μετά τους φόρους του ανώτερου 1% αυξήθηκε κατά 176%, του ανώτερου 20% κατά 69% και του κατώτερου 20% μόνο κατά 6%. Τα επίσημα στοιχεία που δημοσίευσε το αμερικανικό Γραφείο Απογραφής10 δείχνουν ότι το ποσοστό των ατόμων που ζουν κάτω από το επίσημο όριο της φτώχειας (κάπου $22.000 ετήσιο εισόδημα για 4μελή οικογένεια) αυξήθηκε (λόγω της οικονομικής κρίσης) από 13,2% το 2008, στο 14,3% το 2009, ήτοι από 39,8 εκ. στα 43,6 εκ. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό από το 1994, ενώ χτυπητές παραμένουν οι διαφορές μεταξύ εθνικών και φυλετικών κοινοτήτων, φύλων και ηλικιακών ομάδων και φυσικά γεωγραφικών περιοχών. Για παράδειγμα, πάνω από 1 στα 4 παιδιά Αφροαμερικανών και Λατίνων είναι κάτω από τα όρια της φτώχειας, ενώ ο καθηγητής Έντελμαν του Πανεπιστημίου Τζόρτζταουν της Ουάσιγκτον, ο οποίος ασχολείται με το πρόβλημα της φτώχειας σχεδόν 50 χρόνια, υποστηρίζει ότι το 43% των φτωχών είναι «πολύ φτωχοί».11 Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν επίσης ότι το 10% των παιδιών ηλικίας κάτω των 18 ετών δεν έχουν ασφάλεια υγείας. Το 41% των φτωχών ηλικίας κάτω των 65 ετών δεν έχουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, ο Δείκτης Gini, διεθνώς παραδεκτός για τη μέτρηση της ανισότητας, ανήλθε στο 0,468 από 0,39 το 1970 (στο Ην. Βασίλειο αυξήθηκε από 0,26 το 1979 στο 0,35 το 2006),12 ενώ η πείνα αποτελεί σο βαρό πρόβλημα στη Νέα Υόρκη13 και γενικότερα σε όλη τη χώρα.14 Ταυτόχρονα, ο πλούτος συγκεντρώνεται σε όλο και λιγότερα χέρια ενώ το χάσμα πλουσίων και φτωχών αυξάνεται. Το 2007, 15 γιγαντιαίες εταιρείες της Γουόλ Στριτ είχαν περιουσιακά στοιχεία αξίας 13,6 τρισ. δολ., ενώ ένα χρόνο μετά το οικονομικό κραχ, αφού κατάπιαν ορισμένες σχετικά πιο αδύναμες, επανήλθαν στην κερδοφορία τη στιγμή που ο μέσος Αμερικανός κινδυνεύει να χάσει το σπίτι του και αντιμετωπίζει το φάσμα της ανεργίας,’5 η οποία επισήμως εξακολουθεί να κινείται στο 8,5% (τέλη 2011). Δεν θα είχε κανένα νόημα να παραθέσει κανείς κι άλλα στατιστικά στοιχεία και μελέτες. Είναι πολλά και επιβεβαιώνουν την πραγματικότητα.16 Γεγονός πάντως είναι ότι η Αμερική έχει τη μεγαλύτερη ανισότητα μεταξύ των ανεπτυγμένων πλουσίων χωρών, των σκανδιναβικών, της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας, του Καναδά, της Αυστραλίας, κ.τ.λ., κατατάσσεται στην 93 η θέση στον παγκόσμιο πίνακα «εισοδηματικής ανισότητας», παρουσιάζει το μεγαλύτερο ρυθμό αύξησής της στα τελευταία 30 χρόνια και το μικρότερο βαθμό κοινωνικής ανοδικής κινητικότητας στην ίδια περίοδο. Επιδόσεις κάθε άλλο παρά αξιοζήλευτες για την ισχυρότερη οικονομία του κόσμου. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που το κίνημα «Occupy Wall Street» με στόχο το 1%17 βρίσκει τόση μεγάλη απήχηση στην αμερικανική κοινωνία.18 Οι κοινωνικές ανισότητες και η συγκέντρωση πλούτου είναι μεγαλύτερες σήμερα σε σχέση με τη δεκαετία του ’30.
Ο Τζαντ προσφέρει ορισμένες εύστοχες παρατηρήσεις σχετικά με αυτό που αποκαλεί «αμερικανικές ιδιαιτερότητες», ήτοι την αντιπάθεια, αν όχι πραγματική απέχθεια, σημαντικής μερίδας των Αμερικανών, κι όχι μόνο των συντηρητικών, απέναντι στο ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό πρότυπο (ή μάλλον πρότυπα) του κοινωνικού κράτους, πράγμα που δεν είναι και τόσο δύσκολο να διακρίνει κανείς στις επιθέσεις εναντίον του προέδρου Ομπάμα, που θέλει, ο αθεόφοβος, να κάνει την Αμερική «Ευρώπη», κάτι ως λίθος αναθέματος και ύβρις. Ο αμερικανικός καπιταλισμός έχει τα δικά του χαρακτηριστικά. Προσοχή! Οι πλούσιοι δέχονται επίθεση, μας προειδοποιεί ο Economist.19 Το «αμερικανικό όνειρο», η επιτυχία του «αυτοδημιούργητου» παραμένουν πάντα ισχυρά κίνητρα στην αμερικανική κοινωνία, μολονότι οι στατιστικές πιθανότητες ανόδου στις υψηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες, αν και υπαρκτές διαμέσου της «σκληρής δουλειάς» και τα συναφή, είναι στην πραγματικότητα μικρές. Πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι το 43% των Αμερικανών πιστεύει ότι οι πλούσιοι έκαναν τα χρήματά τους με «σκληρή δουλειά, όντας φιλόδοξοι και έχοντας καλή παιδεία», ενώ το 46% πιστεύει ότι το χρήμα τους οφείλεται στο γεγονός ότι «γνώρισαν τα κατάλληλα άτομα ή γεννήθηκαν σε πλούσιες οικογένειες», ένδειξη ότι η οικονομική κρίση οδηγεί σε κάποιο βαθμό συνειδητοποίησης των αιτιών των κοινωνικών συγκρούσεων. Η κοινωνική κινητικότητα20 δεν είναι πάντα μονόδρομος προς τα επάνω και η κυκλοφορία μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών ομάδων και γενεών έχει πολλές κατευθύνσεις και διακλαδώσεις, κυρίως σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Ανισότητα και «αμερικανικό όνειρο» συνυπάρχουν τροφοδοτούμενα από τον ίδιο το δυναμισμό του συστήματος.21 Ο μύθος της «επιτυχίας» και των «ίσων ευκαιριών» εξακολουθεί να διατηρείται σε μεγάλη έκταση. Οι Αμερικανοί δεν φθονούν τον πλούτο, μολονότι λοιδορούν τους καρχαρίες της Γουόλ Στριτ και τον καπιταλισμό του καζίνου, αλλά επιθυμούν σφόδρα οι ίδιοι να τον αποκτήσουν και στην επιδίωξη αυτή είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν πάρα πολλά. Αν το «ευρωπαϊκό όνειρο»,22 ανταγωνιστικό του καπιταλισμού της Σχολής του Σικάγου, έχει τη δυνατότητα, έστω και υπό τις σημερινές συνθήκες κρίσης, όχι μόνο να αντικαταστήσει το αμερικανικό, τη «γη της ευκαιρίας», αλλά και υπό ορισμένες προϋποθέσεις να προμηθεύσει το κοινωνικό όραμα του μέλλοντος, αποτελεί μεγάλη συζήτηση, στην οποία δεν είναι δυνατόν να υπεισέλθει κανείς εδώ. Η ευρωπαϊκή ιδέα ήταν η πιο επιβλητική και μετασχηματιστική στο δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα και πυρήνας της Ε.Ε., της οποίας ο προϋπολογισμός δεν υπερέβαινε το 1% του ΑΕΠ των χωρών-μελών. Μήπως ορισμένες απόψεις στις αρχές του αιώνα μας περί Ευρώπης ως υπερδύναμης ή κυρίαρχης στον 21ο αιώνα ήταν κάπως βιαστικές και πρόωρες;23 Μήπως, τελικά, η πρόσφατη βαθιά και συνεχιζόμενη οικονομική και θεσμική κρίση
έχει ξεθωριάσει και τα δυο «όνειρα» εκατέρωθεν του Ατλαντικού, έχει εξασθενίσει την εμπιστοσύνη και στα δυο πρότυπα;
Απέναντι στις τάσεις προς μεγαλύτερη ανισότητα στις τρεις τελευταίες δεκαετίες, που τροφοδοτήθηκαν από τη νεοφιλελεύθερη και ωμή οικονομική και κοινωνική πολιτική του Ρέιγκαν και της Θάτσερ, ο Τζαντ αντιπαραθέτει τα τεράστια επιτεύγματα της σοσιαλδημοκρατίας. Πρόκειται για τις τρεις δεκαετίες αμέσως μετά τον πόλεμο, les trente glorieuses, «τη σοσιαλδημοκρατική εποχή».24 Ήταν η εποχή όπου το ζόφο και την ομίχλη του πολέμου, τις φοβερές ανθρώπινες θυσίες και στερήσεις και τις τρομακτικές υλικές καταστροφές αντικατέστησε η καντιανή διαρκής ειρήνη και η σταδιακή αισιοδοξία, με τη ραγδαία οικονομική ανάπτυξη και την πλήρη σχεδόν απασχόληση ως αποτέλεσμα κεϊνσιανής πολιτικής και μικτής οικονομίας. Για τη Δυτική Ευρώπη, ήταν η εποχή των συνταρακτικών αλλαγών, της εξάπλωσης των δικαιωμάτων, της μείωσης των ανισοτήτων και της εδραίωσης του κοινωνικού κράτους από «το λίκνο στον τάφο», και ενός νέου τρόπου ζωής σε συνθήκες ευημερίας και σχετικής αφθονίας. Η «Χρυσή Εποχή» της κοινωνικής και πολιτισμικής επανάστασης κατά τον Χομπσμπάουμ,25 η εποχή μετασχηματισμού της δημοκρατίας κι ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου συναίνεσης στη «Σκοτεινή Ήπειρο» του Μαζάουερ.26 Επρόκειτο για συγκλονιστικές εξελίξεις που συντελέστηκαν και με τη βοήθεια του Σχεδίου Μάρσαλ, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην οικονομική ανόρθωση της ερειπωμένης Ευρώπης μετά τον πόλεμο, και με την αμερικανική ομπρέλα ασφάλειας, που επέτρεφαν στις ευρωπαϊκές χώρες να ανασυγκροτηθούν οικονομικά και να διατηρήσουν χαμηλά τις αμυντικές τους δαπάνες.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μεταπολεμική επιτυχία της σοσιαλδημοκρατίας οφείλεται στην ισορροπία μεταξύ παραγωγής και αναδιανομής υπό την εποπτεία και το ρυθμιστικό ρόλο του κράτους. Ήταν ένας επιτυχημένος συνδυασμός πολιτικού φιλελευθερισμού, με επίκεντρο το κράτος δικαίου και την επέκταση ελευθεριών και δικαιωμάτων και της κοινωνικής δημοκρατίας. Ένας ιστορικός συμβιβασμός μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας σε πλαίσιο αναπτυγμένης πολιτικής δημοκρατίας και κράτους δικαίου και ένα κοινωνικό συμβόλαιο με τους εργαζόμενους και τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που η δημιουργία και επέκταση του κοινωνικού κράτους να έχει τη συναίνεση και μετριοπαθών συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων. Απόδειξη ότι, ακόμη και σήμερα, οι περικοπές του κοινωνικού κράτους συναντούν αντίσταση και είναι πολιτικά δύσκολες, συμπεριλαμβανομένων και των περιπτώσεων που είναι απολύτως αναγκαίες για την επιβίωση των βασικών αρχών και πτυχών του συστήματος. Εκεί όπου ο «σοσιαλισμός», υπαρκτός ή μη, στις διάφορες εκδοχές του απέτυχε παταγωδώς με τεράστιο ανθρώπινο κόστος, η σοσιαλδημοκρατία θριάμβευσε πέρα από κάθε λογική προσδοκία, αντιμετωπίζοντας με αξιοσημείωτη επιτυχία τις κοινωνικές προκλήσεις της βιομηχανοποίησης στις ανεπτυγμένες χώρες στο πλαίσιο του έθνους-κράτους, επενδύοντας στην υγεία, στην παιδεία, στην κοινωνική προστασία, στη στέγαση, στον πολιτισμό, στο περιβάλλον και γενικότερα στην ποσότητα και ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών. Ωστόσο, είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι ορισμένες κορπορατιστικές και συντεχνιακές εκφάνσεις της, η παραμέληση ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων πέραν της οργανωμένης εργασίας, η παρωχημένη στάση των εργατικών συνδικάτων και οι τρόποι διεκδίκησης των αιτημάτων τους, μορφές υπερεξάρτησης ατόμων και ομάδων από το κράτος, γραφειοκρατικοποίησης και φαινόμενα κατάχρησης του κοινωνικού κράτους και διαφθοράς -πρακτικές και δράσεις που στην ουσία στρέφονταν σε βάρος του κοινωνικού συνόλου- έστρωσαν μάλλον παρά έφραξαν το δρόμο προς το νεοφιλελευθερισμό. Για παράδειγμα, οι εικόνες των άταφων νεκρών στο «χειμώνα της δυσαρέσκειας» (1978-1979) επί Εργατικής κυβέρνησης Κάλαχαν στη Μ. Βρετανία, λόγω των γενικευμένων και παρατεταμένων απεργιακών κινητοποιήσεων που παρέλυαν τη χώρα, δεν ήταν δύσκολο να οδηγήσουν σε λίγους μήνες στον εκλογικό θρίαμβο της Θάτσερ και στην έναρξη της εποχής της.
Αναφορικά με το ρόλο του κράτους στην καπιταλιστική οικονομία και κοινωνία, πρόκειται για θέμα που πάντα αποτελούσε πεδίο σφοδρής διαμάχης εντός του σοσιαλιστικού και εργατικού κινήματος και γενικότερα της Αριστεράς, από τη διαμάχη
Λένιν-Κάουτσκι μέχρι τη διαμάχη Μίλιμπαντ27 28 29 30 31-Πουλαντζά28 29 από τις στήλες της Επιθεώρησης της Νέας Αριστεράς {New Left Review) στη δεκαετία του ’60 και του ’70. Επρόκειτο για διαμάχες με βαθιά πολιτική και ιδεολογική σημασία καθώς και καθοριστικές συνέπειες για την πολιτική πορεία των κομμουνιστικών και σοσιαλδημοκρατικών (εργατικών και σοσιαλιστικών) κομμάτων της Δύσης, που οδήγησαν σε σχίσματα και διασπάσεις. Διότι, το μεν Κράτος και Επανάσταση29 του Λένιν ούτε στο μαρασμό του κράτους οδήγησε ούτε στην ουτοπία της αταξικής κομμουνιστικής κοινωνίας, αλλά στο εφιαλτικό καθεστώς της «δικτατορίας του προλεταριάτου» των γκουλάγκ, της εξόντωσης των πολιτικών αντιπάλων, των μαζικών δολοφονιών (του Μηδέν και το Άπειρον30 31 και του Χίλια Εννιακόσια Ογδόντα Τέσσερα31), στις εκατόμβες αθώων θυμάτων της ολοκληρωτικής τυραννίας του Στάλιν και του Μάο και των επιγόνων τους, των δορυφορικών κρατών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ή, ακόμα και σήμερα, της κληρονομικής κομμουνιστικής μοναρχικής δικτατορίας της Β. Κορέας. Ήτοι, σε μονοκομματικά δικτατορικά καθεστώτα πολιτικής ανελευθερίας και καταπίεσης, στο όνομα του «ταξικού εχθρού». Αυτό ήταν το ιστορικό αποτέλεσμα της κατάργησης της «τυπικής αστικής δημοκρατίας» και της αντικατάστασής της με την υποτιθέμενη «ουσιαστική» των καθεστώτων ποικίλης κομμουνιστικής έμπνευσης. Αντίθετα, η κριτική του «αποστάτη»32 Κάουτσκι33 34 * στον μπολσεβικισμό και οι απόψεις του, καθώς και του «ρεβιζιονιστή» και «ρε- φορμιστή» Μπερνστάιν,34 * όχι μόνο δικαιώθηκαν ιστορικά αλλά και επηρέασαν βαθιά τα αριστερά κόμματα στη Δυτική Ευρώπη, οδηγώντας τα σε προσαρμογές πολιτικής που αργότερα απέδωσαν σημαντικά αποτελέσματα και οφέλη για τους εργαζόμενους και τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω.
Ο Τζαντ πιστεύει στη δύναμη του φιλελεύθερου κράτους. Το θεωρεί βασικό μοχλό της κοινωνικής προόδου και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Πιστεύει στον παρεμβατικό και αναδιανεμητικό του ρόλο, στην αρχή της δικαιοσύνης,33 στην εγγενή ηθική φύση των δημόσιων αποφάσεων. Ποιος μπορεί να είναι ο σημερινός ρόλος του κράτους είναι ένα ερώτημα που τον απασχολεί σοβαρά. Προβληματίζεται έντονα για το γεγονός ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα δεν έχουν καταφέρει να αξιοποι ήσουν τη σημερινή οικονομική κρίση, να προωθήσουν τις θέσεις τους, να προτείνουν και να γίνουν πόλος έλξης εναλλακτικών λύσεων. Αντίθετα, φαίνεται ότι τα ευρωπαϊκά προοδευτικά κόμματα αδυνατούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, όπως έδειξαν οι Ευρωεκλογές με την επικράτηση της κεντροδεξιάς και η οπισθοχώρηση της σοσιαλδημοκρατίας ακόμη και στη Σουηδία. Παράλληλα, ο Τζαντ, με άκρα ανησυχία, επισημαίνει την άνοδο λαϊκιστικών ακροδεξιών κομμάτων σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Πράγματι, τα παραδείγματα στην Ολλανδία, στη Σουηδία και στην Αυστρία (στις δημοτικές εκλογές στη Βιέννη), για να μην αναφέρουμε το θλιβερό παράδειγμα της σημερινής Ουγγαρίας του αντιμνημονιακού Ορμπάν (που είναι αμφίβολο αν μπορεί να ανήκει στην ευρωπαϊκή δημοκρατική οικογένεια), δείχνουν πόσο ευάλωτα είναι ορισμένα κοινωνικά στρώματα στην ξενοφοβική προπαγάνδα κατά μεταναστών και μουσουλμάνων, που συχνά χρησιμοποιούνται ως άλλοθι και ως «αποδιοπομπαίοι τράγοι» για τα σημερινά κοινωνικά προβλήματα. Παράλληλα, όμως, η ίδια η Αριστερά στρουθοκαμηλίζει και αρνείται πολλές φορές να συζητήσει αυτά τα προβλήματα στις πολύπλοκες διαστάσεις τους και τα όριά τους, προβλήματα που κατ’ εξοχήν βιώνουν τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα.
Σήμερα, είναι φανερό ότι η παρούσα φάση της παγκοσμιοποίησης ανέτρεψε εκ των πραγμάτων το προηγούμενο πλαίσιο, σε βαθμό που οι αναδιανεμητικές πολιτικές στο πλαίσιο του εθνικού κράτους να γίνονται όλο και πιο δύσκολες χωρίς ευρύτερο διεθνή συντονισμό πολιτικών και δράσης προς την κατεύθυνση αυτή. Ταυτόχρονα, φαίνεται ότι η πολιτική ανασύνταξη της σοσιαλδημοκρατίας σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση. Κι αυτό δεν οφείλεται μόνο στη συρρίκνωση της μαζικής εκλογικής βάσης της στα αναπτυγμένα ευρωπαϊκά κράτη, όπου στο παρελθόν αποτελούνταν από τους συνδικαλισμένους εργαζόμενους, κυρίως του δημόσιου τομέα, από ορισμένα μεσαία στρώματα καθώς και την προοδευτική διανόηση. Οι αλλαγές στο οικονομικό σύστημα επέφεραν αναπόφευκτα και μεγάλες αλλαγές στην απασχόληση και στην κοινωνική διαστρωμάτωση, ενώ στον πολιτικό στίβο έκαναν δυναμικά την εμφάνισή τους διάφορα μονοθεματικά κοινωνικά κινήματα και η λεγάμενη «πολιτική της ταυτότητας», δημιουργώντας πολιτικούς χώρους έξω από το παραδοσιακό ταξικό, οικονομιστικό και ενίοτε κρατικιστικό πλαίσιο. Η αποτυχία του «Τρίτου Δρόμου»36 του Μπλερ ή του «Νέου Κέντρου» στη Γερμανία δεν οφείλεται τόσο στην έλλειψη διάγνωσης των νέων προβλημάτων, όσο στην αντιμετώπισή τους με όρους ψηφοθηρικής αγοραίας πολυσυλλεκτικότητας κι όχι με όρους σύναψης στέρεων πλειοψηφικών κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών με σαφή πολιτικό σχέδιο και προσανατολισμό. Η ασύντακτη μετακίνηση προς το άμορφο «κέντρο» ή το νεφελώδη «μεσαίο χώρο» συσκότισε τις ευδιάκριτες γραμμές των εναλλακτικών λύσεων και κατέληξε σε μια μεταμοντέρνα πολιτική σούπα. Τον ίδιο χώρο, άλλωστε, διεκδίκησε και διεκδικεί με τα δικά της ιδεολογήματα και η κεντροδεξιά, με σημαντικές μάλιστα εκλογικές επιτυχίες. Χρειάζονται πλέον νέοι προβληματισμοί για την ανανέωση της σοσιαλδημοκρατίας σχετικά με τους στόχους της, το μέγεθος και το ρόλο του κράτους στη νέα εποχή της καθολικής σχεδόν οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ανασφάλειας, καθόσον η δυναμική των κοινωνικών προβλημάτων είναι σήμερα διαφορετική σε σχέση με το παρελθόν. Οι προβληματισμοί του Τζαντ είναι καθ’ όλα γόνιμοι.
Γι’ αυτό και η επεξεργασία πολιτικών που να εμπνέονται από την αρχή της ισότητας στις σημερινές συνθήκες είναι αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε. Διότι είναι γεγονός ότι από τη στιγμή που η δημοκρατική Αριστερά ενσωμάτωσε στην ιδεολογία της, στην πολιτική πρακτική της και στους πολιτικούς στόχους της το ιδεώδες της ελευθερίας, την προάσπιση και επέκταση των πολιτικών ελευθεριών και του κράτους δικαίου στις πολύπλευρες διαστάσεις του, κρίσιμο κριτήριο της διάκρισης μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, ή γενικότερα μεταξύ προοδευτικών και συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων, εξαιρουμένων των άκρων του πολιτικού φάσματος, παραμένει η διαφορετική εκτίμηση, στάση και αντιμετώπιση του προβλήματος της ισότητας. Οι συντηρητικές δυνάμεις δεν αντιτίθενται στην ισότητα διότι κατέχονται από «κακές προθέσεις» ή διότι είναι αναγκαστικά «όργανα» του μεγάλου κεφαλαίου -μολονότι η σχέση τους με αυτό είναι στενότερη σε σχέση με άλλες πολιτικές δυνάμεις- αλλά επειδή θεωρούν τις κοινωνικές ανισότητες «φυσικές», εγγεγραμμένες στη φύση των ανθρώπων και της κοινωνίας, μάλιστα δε επωφελείς για τη λειτουργία και πρόοδο του συστήματος προς όφελος όλων. Δεσμοί, ρυθμίσεις και τα συναφή σχετικά με τη λειτουργία της «ελεύθερης» και «ουδέτερης» αγοράς αποτελούν ανάθεμα και συναρτώνται με την ελευθερία του ατόμου. Αντίθετα, για τις προοδευτικές δυνάμεις, οι κοινωνικές ανισότητες είναι παράγωγα και δομικό στοιχείο του οικονομικού συστήματος. Η έννοια της ισότητας είναι σχετική, καθόσον ιστορικά προσδιορισμένη, και δεν μπορεί να αναχθεί σε οποιαδήποτε μορφή ισοπεδωτικού εξισωτισμού. Γι’ αυτόν το λόγο την αντίληψη της Αριστεράς για την ισότητα διατρέχει η αρχή της δικαιοσύνης και ο προστατευτικός και αναδιανεμητικός ρόλος του φιλελεύθερου κοινωνικού κράτους.
Ακριβώς επειδή η έννοια της ισότητας είναι σχετική και όχι απόλυτη, χρειάζεται να γνωρίζουμε επισταμένα την κατάσταση των υποκειμένων και ομάδων προς τα οποία απευθύνονται οι πολιτικές προστασίας και αναδιανομής, το είδος των αγαθών πάσης φύσεως προς αναδιανομή και τα κριτήρια με βάση τα οποία θα γίνει. Είναι φανερό, επί παραδείγματι, ότι η αρχή των γενικευμένων παροχών άνευ εισοδηματικών κριτηρίων δεν μπορεί πλέον να παραμείνει απαραβίαστη ούτε είναι επιθυμητή, αν μη τι άλλο, διότι στις σημερινές σκληρές δημοσιονομικές συνθήκες τουλάχιστον δεν ωφελεί άτομα και ομάδες που έχουν πραγματική ανάγκη επαρκούς προστασίας. Σε πολλές περιπτώσεις το κράτος πρόνοιας ωφέλησε κυρίως τα μεσαία στρώματα. Η κοινωνική πολιτική για τη μείωση των ανισοτήτων πρέπει να έχει συγκεκριμένους στόχους και να χρησιμοποιεί αποτελεσματικά μέσα, δημιουργώντας δεσμούς εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης στην κοινωνία. Έτσι κι αλλιώς, οι πλέον εύποροι δύνανται να αποφεύγουν την αλληλεγγύη, να περιορίζονται στις δικές τους «περιχαρακωμένες κοινότητες» και να προσφεύγουν σε ιδιωτικές υπηρεσίες, έχοντας αναπτυγμένη και αποτελεσματική «αμυντική βιομηχανία εισοδήματος».
Η πάλη κατά των ανισοτήτων πρέπει να είναι εγγεγραμμένη στην πολιτική ατζέντα της σοσιαλδημοκρατίας με εγγενή την ηθική διάστασή της, απορρίπτοντας την «ουδετερότητα» της αγοράς ως αυταξία και αποδεκτή κατάσταση ανισοτήτων. Προσανατολισμοί και αξίες πρέπει να πατούν στο στερεό έδαφος της σημερινής πραγματικότητας κι όχι σε κάποιες, τραγικά δοκιμασμένες άλλωστε, ουτοπίες. Χτίζει κανείς με ό,τι υλικό έχει. Η πολιτική παραμένει σε μεγάλο βαθμό ποιος παίρνει τι, πότε και πώς. Ο ρεαλισμός δεν αποκλείει την πεποίθηση ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει διαφορετικός, καλύτερος, με την ατομική και συλλογική δράση. Άτομα και κοινωνίες έχουν ανάγκη από ιδεολογίες και «δημιουργικά όνειρα». Γι’ αυτό και η προβολή σαφών εναλλακτικών λύσεων συνεπάγεται και μέγιστη πολιτική ευθύνη, ήτοι την ευθύνη ενός καλύτερου μέλλοντος. Διότι είναι τελείως ανεύθυνο και παραπλανητικό να απορρίπτει κανείς το παρόν, όσο ανεπαρκές και άδικο κι αν είναι, στο όνομα ενός τραγικά αποτυχημένου πολιτικού προ- τάγματος, αντί να σχεδιάζει και να διεκδικεί συστηματικά τη βελτίωσή του. Πόσω μάλλον όταν από τα συντρίμμια και τις στάχτες μιας χώρας ουδείς φοίνικας αναγεννιέται, παρά μόνο δάκρυα και αίμα.
Ίσως το μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε υπό τις σημερινές συνθήκες να είναι ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης με ρυθμιστικό πλαίσιο που να επιτυγχάνει κάποια ισορροπία μεταξύ παραγωγής πλούτου και κοινωνικών αναγκών, διότι από τη στασιμότητα της πίτας ή τη μείωσή της, σε συνθήκες μάλιστα ύφεσης και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν ωφελούνται τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα. Ακόμη κι αν πρόκειται απλώς για «καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο», όπως υποστηρίζει ο Νίκος Μουζέλης, ο συνδυασμός ισχυρού και αξιόπιστου κράτους και ισχυρής, δραστήριας κοινωνίας των πολιτών μπορεί να διασφαλίσει ότι η λογική της οικονομικής σφαίρας δεν θα επικρατήσει στις σφαίρες της πολιτικής και του πολιτισμού, όπως ο ίδιος έχει έξοχα αναλύσει στα έργα του και στις δημόσιες παρεμβάσεις του.
Τελικά, ο Τζαντ υποστηρίζει με σθένος ότι πρέπει να μάθουμε πώς να δημιουργήσουμε έναν καλύτερο κόσμο, με βάση την πλούσια εμπειρία του παρελθόντος μάλλον παρά τα όνειρα ενός απροσδιόριστου μέλλοντος, πιστεύοντας, όπως ο μεγάλος συντηρητικός κριτικός της Γαλλικής Επανάστασης Έντμουντ Μπερκ,37 ότι «η κοινωνία είναι μια εταιρική σχέση μεταξύ ζώντων, νεκρών και μη γεννημένων». ΓΓ αυτό, επιμένοντας ότι «ως πολίτες μιας ελεύθερης κοινωνίας έχουμε υποχρέωση να εξετάζουμε τον κόσμο μας με κριτικό πνεύμα», τελειώνει το βιβλίο του προτρέποντας σε δράση, επικαλούμενος τη γνωστή θέση του Μαρξ, χωρίς ρητά να τον κατονομάζει, ότι «οι φιλόσοφοι μέχρι τώρα περιορίστηκαν στο να ερμηνεύουν τον κόσμο με διάφορους τρόπους. Το πρόβλημα είναι να τον αλλάξουν».38 Κύκνειο πολιτικό και ηθικό άσμα, crie de coeur. Επίκαιρη συνάμα παρακαταθήκη ότι
η σοσιαλδημοκρατία μπορεί να έχει μέλλον, υπό ορισμένους όρους. Τι είναι νεκρό αλλά και τι είναι ζωντανό από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατική παράδοση, ποιες οι αναγκαίες προσαρμογές και πολιτικές δυνατότητες σήμερα, ποιο το πολιτικό σχέδιο για το ξεπέρασμα της σημερινής κρίσης, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, με ποια οικονομική πολιτική, με ποιο ρόλο του κράτους, με ποιο κοινωνικό κράτος, με ποιες κοινωνικές δυνάμεις και συμμαχίες – αυτή είναι η σημερινή πρόκληση για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, που δεν μπορεί απλώς να επαναπαύεται στις δάφνες του παρελθόντος.
Θα έλεγα δε ότι το αυτό ισχύει και για τις ελληνικές σοσιαλδημοκρατικές και κεντροαριστερές πολιτικές δυνάμεις, που ήρθε η ώρα, μέσα σε συνθήκες διακύβευσης του ίδιου του δυτικού και ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας, να υψώσουν τη φωνή τους και να αποκτήσουν την πολιτική εκπροσώπηση που τους αξίζει.
1 Oliver Goldsmith (1728-1774). Ιρλανδός συγγραφέας και ποιητής. Το πιο γνωστό ποίημά του (7ο Ερημωμένο Χωριό) αποτελεί, κατά τους κριτικούς, μια μελαγχολική ελεγεία για τη χαμένη, απλή και φυσική ζωή των φτωχών κατοίκων ενός, φανταστικού μάλλον, χωρίου (του Auburn), που ρήμαξε με την έλευση της βιομηχανικής εποχής, του πλούτου και της πολυτέλειας.
2 Βλ. Κ. Ε. Fleming, «Τόνυ Τζαντ, Αναγνώστης», The Athens Review of Books, τ. 10, Σεπτέμβριος 2010. Βλ. επίσης Στάθης Καλύβας, «Διανοούμενοι και Προφήτες», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Κυριακή 22/8/2010, και Θάνος Βερέμης, «Για τον ιστορικό Τόνυ Τζουντ», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 17/1/2012.
3 Ο Τόνι Τζαντ γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1948 από αριστερή εβραϊκή οικογένεια. Σπούδασε στο Κέμπριτζ και στην ‘Ecole Normale Superieure στο Παρίσι και δίδαξε στο Κέμπριτζ, στην Οξφόρδη, στο Μπέρκλεϊ και στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, όπου, πριν από το θάνατό του, ήταν καθηγητής και διευθυντής του Ινστιτούτου Remarque, το οποίο ίδρυσε ο ίδιος το 1995 και το οποίο επικεντρώνεται στη μελέτη της Ευρώπης. Έχει δημοσιεύσει 13 βιβλία. Το ογκώδες (960 σελ.) και βραβευμένο βιβλίο του POSTWAR: A History of Europe since 1945, Penguin Press, NY, 2005, θεωρείται από τα καλύτερα για τη μεταπολεμική ιστορία της Ευρώπης. Πιο πρόσφατα, το βιβλίο του REAPPRAISALS: Reflections on the Forgotten Twentieth Century, Penguin Press, NY, 2008, αποτελεί συλλογή εξαιρετικών δοκιμίων, άρθρων και βιβλιοκρισιών της περιόδου 1994-2007. Γνώριζε σε βάθος την ιστορία του γαλλικού σοσιαλισμού και της γαλλικής διανόησης, θέματα για τα οποία έχει γράψει εκτεταμένα. Αρθρογραφούσε στις New York Times, New York Review of Books και London Review of Books και κάποια εποχή στο περιοδικό New Republic πριν τον «κόψουν», λόγω των «προκλητικών» του απόψεων για την πολιτική του Ισραήλ.
4 Η διάλεξη δόθηκε στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης στις 19/10/2009 και δημοσιεύθηκε με κάποιες προσαρμογές στην επιθεώρηση New York Review of Books (1 7/10/2009) με τίτλο “What is Living and What is Dead in Social Democracy?”. Η επιθεώρηση δημοσίευσε (29/4/2010) και το πρώτο κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου με τον ίδιο τίτλο: III Fares the land.
5 “Private affluence, public squalor“, κατά τη γνωστή διατύπωση του μεγάλου Αμερικανού οικονομολόγου και φιλελεύθερου J.K. Galbraith (1908-2006), στο διάσημο βιβλίο του The Affluent Society, 1958.
6 Βλ. το βιβλίο του βραβευμένου με Νόμπελ οικονομολόγου καθηγητή του Πρίνστον και μαχητικού αρθρογράφου της NY Times Paul Krugman, The Conscience of a Liberal, W.W. Norton, 2007.
7 Σύμφωνα με τα τότε στατιστικοί στοιχεία του Willford King, του Πανεπιστημίου του Γουισκόνσιν (The Wealth and Income of the People of the United States of America), όταν η Αμερική αντικαθιστούσε το Ην. Βασίλειο ως την πλουσιότερη χώρα του κόσμου. Βλ. Timothy Noah, “The United States of Inequality”, Slate, 9/9/2010. Βλ. επίσης, “Special Report: Inequality in America: The rich, the poor and the growing gap between them”, The Economist, 17/6/2006.
8 M. Miller and D. Greenberg, “The Forbes 400”, Forbes, 30/9/2009.
9 Βλ. R. Wilkinson and K. Picket, The Spirit Level: why greater equality makes societies stronger, Bloomsbury Press, 2009.
10 U.S. Census Bureau, Income, Poverty and Health Insurance Coverage in the United States: 2009, 16/9/2010.
11 Βλ. Katerina vanden Heuvel, “As 44 million Americans live in poverty, a crisis grows”, The Washington Post, 28/9/2010.
12 Βλ. “More or less equal?”, στο ειδικό ένθετο του Economist με τίτλο «Spare a dime? A Special Report on the Rich», 4/4/2009.
13 Βλ. “The Big Apple is hungry”, The Economist, 16/1/2010.
14 Βλ. Amy Goldstein, “Report: More Americans going hungry”, The Washington Post, 16/11/2009.
15 Βλ. Niall Ferguson, “Wall Street’s New Gilded Age”, Neewsweek, 21/9/2009.
16 Βλ. Alan Krueger (πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του προέδρου Ομπάμα), «The Rise and Consequences of Inequality in the Unites States», ομιλία στο Center for American Progress (think tank στην Ουάσιγκτον), 12/1/2012.
17 Μεταξύ της πληθώρας δημοσιευμάτων για το ποια είναι η σύνθεση αυτού του πλουσιότερου 1% της αμερικανικής κοινωνίας βλ. The Economist, 21/1/2012, Shaila Dewan and Robert Gebeloff, New York Times, 14/1/2012, Suzy Khimm, Washington Post, 6/10/2011, CNNMoney, 29/10/2011, John Carey, CNBC, 19/10/2011.
18 Συνοπτική παράθεση στοιχείων: Henry Blodget, CHRTS: Here’s What The Wall Street Protesters Are So Angry About…, www.businessinsider.com
19 “The Rich under attack”, The Economist, 4/4/2009.
20 Βλ. Tom Hertz, Understanding Mobility in America, Center for American Progress, 2006.
21 Βλ. “Inequality and the American Dream”, The Economist, 17/6/2006.
22 Βλ. Jeremy Rifkin, The European Dream: How Europe’s Vision of the Future is Quietly Eclipsing the American Dream, Polity, 2004. Βλ. επίσης Timothy Garton Ash, Free World, Allen Lane, 2004. Βλ. επίσης Tony Judt, Reappraisals, ό.π., Κεφ. XXIII, «The Good Society: Europe vs America”.
23 Βλ. χαρακτηριστικά: T.R. Reid, United States of Europe: The New Superpower and the End of American Supremacy, Penguin Books, 2004, και Mark Leonard, Why Europe Will Run the 21st Century, Fourth Estate, 2005.
24 Βλ. Postwar…, ό.π., υποσ. 3, Κεφ. XI.
25 Βλ. Eric Hobsbawm, The Age of Extremes: the short 20th century 7974-7997, Michael Joseph, 1994, Μέρος II. Η ελληνική έκδοση από το «Θεμέλιο» με τίτλο Η Εποχή των Άκρων, 1995.
26 Βλ. Mark Mazower, Dark Continent: Europe’s twentieth century, Allen Lane, 1998. Ελληνική έκδοση με τίτλο Σκοτεινή Ήπειρος, από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2006.
27 Βλ. Ralf Miliband (1924-1994), The State in Capitalist Society, 1969, Class Power and State Power, 1983.
28 Βλ. τα βιβλία Nicos Poulantzas (1936-1979): Political Power and Social Classes, NLB, 1973 (στα γαλλικά το 1968). Βλ. επίσης Classes in Contemporary Capitalism, NLB, 1975 (στα γαλλικά το 1973), State, Power, Socialism, NLB, 1978, τα οποία έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Θεμέλιο. Για μια αποτίμηση του έργου του βλ. Η Πολιτική Σήμερα: Ο Νίκος Πουλαντζάς και η Επικαιρότητα του Έργου του, Θεμέλιο, 2001. Βλ. επίσης Β. Καπετανγιάννης, «Νίκος Πουλαντζάς, In Memoriam», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τχ. 19, Μάιος 2002, και «Μνήμη Νίκου Πουλαντζά», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 14/12/1989.
29 Η πρώτη έκδοση του βιβλίου του Λένιν έγινε τον Αυγουστο-Σεπτέμβριο του 1917, λίγες εβδομάδες πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση.
30 Όπως μεταφράστηκε στην Ελλάδα το «μυθιστόρημα» του Arthur Koestler (1905-1983) Darkness at Noon, 1941. Τόσο αυτό όσο και το βιβλίο του Ο Κομμισάριος και ο Γιόγκι (The Yogi and the Commissar, 1945) κυκλοφόρησαν από τις εκπληκτικές εκδόσεις Γαλαξίας, σε μετάφραση Αλέξανδρου Κοτζιά, στη δεκαετία του ’60.
31 Βλ. George Orwell (1903-1950), 1984, που κυκλοφόρησε το 1949.
32 Βλ. Vladimir Lenin, The Proletarian revolution and the Renegade Kautsky, 1918 (κυκλοφόρησε σε Βρετανία, Γαλλία και Γερμανία το 1919), που γράφτηκε για να αντικρούσει το The Dictatorship of the Proletariat του Κάουτσκι. (Τα βιβλία του Λένιν ε’χουν εκδοθεί στη σειρά Μαρξιστική Βιβλιοθήκη των εκδόσεων Θεμέλιο).
33 Karl Kautsky (1854-1938). Βλ. Marxism and Bolshevism: Democracy and Dictatorship, 1934, και Social Democracy vs Communism, 1946. Βλ. Β. Καπετανγιάννη^, «Η εκδίκηση του “αποστάτη” Κάουτσκυ», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 17-1-1990.
34 Eduard Bernstein (1850-1932). Βλ. Evolutionary Socialism, 1899.
35 Βλ. τα έργα του John Rawls (1921-2002): A Theory of Justice, Belknap Pres, 1971, Political Liberalism, Columbia Univ. Press, 1993, και Justice as Fairness: A Restatement, Belknap Press, 2001. Η αρχή της διαφοράς (difference principle) του Rawls προσφέρει το κριτήριο σύμφωνα με το οποίο μπορούμε να σταθμίσουμε εάν η άνιση κατανομή μπορεί να δικαιολογηθεί με καταφατική απάντηση στην περίπτωση που αποβαίνει προς όφελος των φτωχότερων και ασθενέστερων. Βλ. επίσης Amartya Sen, The Idea of Justice, Belknap Press, 2009, αφιερωμένο στη μνήμη του Rawls.
36 Βλ. Anthony Giddens, The Third Way: The Renewal of Social Democracy, Polity Press, 1998, και The Third Way and its Critics, Polity Press, 2000.
37 Edmund Burke, Reflections on the Revolution in France, 1790.
38 Πρόκειται για την περίφημη 11η (και τελευταία) «Θέση» του Μαρξ για τον Λουδοβίκο Φόιερμπαχ, που έγραψε το 1845. Το κείμενό του δημοσιεύθηκε από τον Ένγκελς ως Παράρτημα στο βιβλίο του Ludwig Feuerbach, 1888, με τον τίτλο «Θέσεις».