ΠΑΣΟΚ: Γιατί 39,15%;

Ίσως η πολιτική συγκυρία να μην προσφέρει τις πλέον κατάλληλες συνθήκες για νηφάλιες αναλύσεις και εκτιμήσεις του εκλογικού αποτελέσματος της 18ης Ιουνίου. Εν’ όψει της νέας εκλογικής αναμέτρησης τον προσεχή Οκτώβριο οι επιφυλάξεις είναι ευνόητες και κατανοητές, όπως επίσης και η πολιτικό-κομματική φόρτιση των διαφόρων αναλύσεων.

Είναι πάντως φανερό ότι και οι τρεις μεγάλοι πολιτικοί σχηματισμοί που συμμετείχαν στις εκλογές του Ιουνίου έχουν να απαντήσουν σε καίρια ερωτήματα τα οποία προς το παρόν ευσχήμως αποφεύγουν. Η Νέα Δημοκρατία θα πρέπει να εξηγήσει το δικό της ποσοστό που ήταν εμφανώς αρκετά μικρότερο σε σχέση με τις προσδοκίες που εξέθρεψε και καλλιέργησε. Ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου θα πρέπει να αναρωτηθεί για την πενιχρή συγκομιδή ψήφων πέραν του αθροίσματος του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσ. στις εκλογές του 1985. Τέλος το ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να υποβάλει στον εαυτό του μιά σειρά από ερωτήματα κρίσιμης σημασίας για το μέλλον του, πράγμα που πεισματικά αρνείται να κάνει αναζητώντας τα αίτια της εκλογικής του ήττας σε εξωγενείς παράγοντες, οι οποίοι μάλιστα μεταμφιέζονται πάραυτα σε “αποδιοπομπαίους τράγους”, για να συγκεντρώσουν όλες τις βίαιες εξωτερικές εκδηλώσεις των αισθημάτων των ηττημένων.

Ιδιαίτερα το ΠΑΣΟΚ αρνείται να αντικρύσει την πραγματικότητα. Μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν σοβαρές εκτιμήσεις συλλογικών του οργάνων για τα εκλογικά αποτελέσματα, ενώ όσες καταχωρούνται σε κομματικές εκδόσεις από στελέχη του, περιορίζονται σε κοινότυπες επιφανειακές και μάλλον ανώδυνες διαπιστώσεις (1). Γεγονός πάντως είναι ότι κάτω από τις δεδομένες συνθήκες, η εκλογική επίδοση του ΠΑΣΟΚ υπήρξε υψηλότερη των εκτιμήσεων που προέκυπταν από διάφορους συνδυασμούς δημοσκοπήσεων και αναλύσεων. Κατά συνέπεια, χρειάζεται μια πρώτη προσέγγιση απέναντι στο φαινόμενο της ανθεκτικότητας της ψήφου του ΠΑΣΟΚ Ορισμένες ερμηνείες για το σχετικά “απροσδόκητο” εκλογικό ποσοστό του, προκύπτουν από δειγματολογικές έρευνες (2) καθώς και από ορθολογικές πολιτικές αναλύσεις (3). Οι μεν έρευνες δείχνουν τις μετακινήσεις των ψηφοφόρων με κύριο χαρακτηριστικό τις απώλειες του ΠΑΣΟΚ τόσο προς τη Ν.Δ. όσο και προς τον Συνασπισμό, οι δε αναλύσεις επισημαίνουν παραμέτρους που σχετίζονται κυρίως με τις επιδράσεις της νομής της εξουσίας, με τη διανομή των λαφύρων και με την εκτεταμένη κρατική πατρωνεία στην εκλογική συμπεριφορά. Μ ’άλλα λόγια ακόμα το σύστημα της πολιτικής πελατείας με τις συγκεντρωτικές και άκαμπτες γραφειοκρατικές- κομματικές δομές που προσέλαβε στην περίοδο 1981-89, μαζί με την παράλληλη επέκταση του κράτους -εργοδότη, θεωρείται υπεύθυνο για ένα ποσοστό 3-5% που εκαρπώθη το ΠΑΣΟΚ όντας στην εξουσία.

Όμως, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι η ποσοτικοποίηση ορισμένων παραγόντων είναι δυνατή – και μάλιστα ότι δεν περιέχει κανένα σφάλμα απόκλισης – παραμένει το γεγονός του 35,94% του ΠΑΣΟΚ στην Ευρωπαϊκή κάλπη, όπου, σύμφωνα μ’ορισμένους συλλογισμούς – γενικά αποδεκτούς – δεν μπορεί να ισχύουν οι ανασχετικοί παράγοντες διαρροής ψήφων από το ΠΑΣΟΚ προς τους άλλους κομματικούς σχηματισμούς. Μήπως, λοιπόν, πρόκειται για ένα ποσοστό το οποίο ενδέχεται να προσφέρει μικρά ακόμα όρια περαιτέρω συμπίεσης; Και κάτω από ποιούς όρους θα ίσχυε μια τέτοια υπόθεση; Προς ποιά κατεύθυνση θα έπρεπε να αναζητηθούν τα στοιχεία εκείνα που θα μας έδιναν ορισμένες σταθερές της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ;

Όταν είχε αρχίσει η συζήτηση περί ΠΑΣΟΚ στην περίοδο της εκπληκτικής ανόδου του στο πολιτικό στερέωμα της χώρας το 1977, είχα τονίσει (4) τον λαϊκίστικό χαρακτήρα του και την αυταρχική δόμηση του λαϊκισμού του.

Και είχα επανέλθει αργότερα στο ίδιο θέμα υποστηρίζοντας ότι κυρίαρχο στοιχείο στο ΠΑΣΟΚ παρέμεινε το λαϊκίστικό, με την έννοια ότι εξακολουθούσε να αποτελεί την κυριώτερη αρχή οργάνωσης και άρθρωσης του πολιτικού του λόγου και των οργανωτικών χαρακτηριστικών του ως κινήματος και ως κόμματος. Δεν μπορώ να μεταφέρω εδώ την επιχειρηματολογία. Επισημαίνω όμως ότι οι διάφορες προσεγγίσεις στον ορισμό του λαϊκισμού περιέχουν αξιόλογα στοιχεία σοβαρού προβληματισμού και δεν μπορούν να ταυτιστούν με την τρέχουσα έννοια που προσέλαβε ο όρος στην Ελλάδα, θεωρούμενος συνώνυμο του πολιτικού εκχυδαϊσμού, της καταδημαγώγησης, του ύφους και ήθους μιάς πολιτικής συμπεριφοράς και άλλων πολιτικών αμαρτημάτων στενά συνυφασμένων με τις πολιτικές και ιδεολογικές πρακτικές του ΠΑΣΟΚ, όπως μάλιστα εκφράζονταν όλο και πιο καθοριστικά από το γνωστό εκδοτικό και ραδιοφωνικό συγκρότημα.

Οι εκτεταμένες αυτές εισαγωγικές παρατηρήσεις ήταν, νομίζω, αναγκαίες για να κατανοηθούν ορισμένες συμπυκνωμένες επισημάνσεις σχετικά με τους μονιμότερους παράγοντες της εκλογικής απήχησης του ΠΑΣΟΚ, που μπορώ τώρα να διατυπώσω ως υποθέσεις εργασίας μέσα στο πλαίσιο του προβληματισμού για τον κυρίαρχο λαϊκιστικό του χαρακτήρα.

  1. Ο χαρισματικός ηγέτης

α) Ο ρόλος της προσωπικότητας του κ. Παπανδρέου παρέμεινε καθοριστικός και αναντικατάστατος. Υπήρξε ένας δημοφιλής πολιτικός σε απ’ευθείας σχέση με το “λαό Του”, χωρίς άλλες πολιτικές διαμεσολαβήσεις. Όσοι υποστηρίζουν ότι η παρουσία του κ. Παπανδρέου ζημίωσε το ΠΑΣΟΚ δεν προσκομίζουν καμμιά απόδειξη. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει.

Η ενεργός συμμετοχή του στον προεκλογικό αγώνα, που άλλωστε κινήθηκε διαφημιστικά γύρω από το πρόσωπό του κατά κύριο λόγο, επέτυχε τη συσπείρωση στις γραμμές του κόμματος των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ και κέρδισε αρκετούς αναποφάσιστους, περιορίζοντας τις εκλογικές ζημίες σε “ανέλπιστο” ποσοστό. Υπό τις δεδομένες συνθήκες, βέβαια, ο κ. Παπανδρέου παραμένει το μεγαλύτερο κεφάλαιο αλλά και η Αχίλλειος πτέρνα του ΠΑΣΟΚ. Ο δισυπόστατος αυτός ρόλος συμψηφίζει απώλειες και κέρδη δημοτικότητας ανάλογα με την έκταση στην οποία οι “πιστοί” πείθονται για την αποτελεσματικότητα του χαρίσματος και για την εκπλήρωση της αποστολής του ηγέτη.

β) Ο ρόλος της χαρισματικής προσωπικότητας έρχεται σε κτυπητή αντίθεση με τη δημιουργία διαρκών και σταθερών θεσμικών δομών. Το κύρος και η εξουσία της τόσο στο λαό όσο και προς το κόμμα, παραμένουν πολιτικά αδιαμεσολάβητες. Αποτελεί τη μοναδική και αδιαμφισβήτητη πηγή εξουσίας και νομιμοποίησής της. Φάνηκε σ’ορισμένες στιγμές ότι η κομματική οργάνωση του ΠΑΣΟΚ θα μπρορούσε να θέσει κάποιους περιορισμούς στον ηγέτη και να αποτελέσει μια παράλληλη ή και συμπληρωματική πηγή νομιμοποίησης. Από τα πράγματα όμως οι διαδικασίες αυτές ακυρώθηκαν. Ετσι μπορεί να εξηγηθεί ως ένα βαθμό το γεγονός της ανώδυνης διαγραφής ή αποχώρησης σημαντικών στελεχών και πολιτικών οι οποίοι δεν κατάφεραν να επιβιώσουν στον ανοιχτό πολιτικό στίβο ακόμα και με το σύστημα της απλής αναλογικής που εφαρμόστηκε στις πρόσφατες εκλογές. Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει την ηγετική του εξουσία παρά μόνον επί ποινή πολιτικού αφανισμού. Έτσι καθίσταται κατανοητή η εύγλωττη σιωπή που τηρείται από τους επίδοξους επιγόνους για την ηγεσία του κόμματος.

  1. Το κόμμα

α) Ο κομματικός μηχανισμός αποτελεί εργαλείο πολιτικής κινητοποίησης και ένταξης νέων κοινωνικών στρωμάτων στην πολιτική. Διαθέτει ακόμα σημαντικά αποθέματα μαζικής εκλογικής κινητοποίησης. Ωστόσο δεν αποτελεί αποφασιστικό χώρο διαμόρφωσης και λήψης πολιτικών αποφάσεων παρά μόνο σε συνάρτηση με την τελική άποψη του Ηγέτη.

β) Ο εποικισμός του κρατικού μηχανισμού από το κόμμα επετεύχθη με συγκεντρωτικές-γραφειοκρατικές διαδικασίες ώστε να ασκείται απόλυτος σχεδόν έλεγχος του υποκειμενικού παράγοντα. Δημιουργήθηκε έτσι ένα ισχυρό σώμα κρατικοδίαιτης νομενκλατούρας με ποικίλες διαστρωματώσεις και παραφυάδες, η πολιτική και γραφειοκρατική δύναμη της οποίας απομένει να καταγραφεί και να σταθμιστεί ως προς την επίδρασή της στο εκλογικό αποτέλεσμα.

γ) Ο ιδεολογικός ρόλος του κόμματος είναι σημαντικός. Αναπαράγει τα πρότυπα της λαϊκίστικής, χαρισματικής εξουσίας στις γραμμές του και επεξεργάζεται τα “θέματα της λαϊκίστικής ιδεολογίας”. Διαχέει και επιβάλλει μ’άλλα λόγια αναγνωρίσιμα πλαίσια ιδεολογικής αναφοράς για ευρύτατες κοινωνικές ομάδες και οικοδομεί τις κοινωνικοπολιτικές ταυτότητες των υποκειμενικών φορέων συλλογικής δράσης. Γι’αυτό και το ΠΑΣΟΚ βρίθει προπαγανδιστούν, ιδεολόγων και τεχνοκρατών. Στερείται όμως αξιόλογων και σοβαρών διανοουμένων. Αυτή η πολιτική λειτουργία της λαϊκιστικής ιδεολογίας και η έλλειψη σοβαρής θεωρητικής επεξεργασίας των προβλημάτων, η απογύμνωσή του από σώμα σοβαρών διανοουμένων, δεν επιτρέπει και τη φυσιολογική ανάπτυξη και αναμέτρηση συγκοτημένων πολιτικών απόψεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πιο συγκροτημένη πολιτική άποψη, αυτή του “σοσιαλιστικού εκσυγχρονισμού” του κ. Σημίτη, δεν εμφανίζεται πουθενά στα θεωρητικά και άλλα έντυπα του κόμματος, ούτε προκύπτει ως προϊόν συλλογικής επεξεργασίας ή κατεύθυνσης πολιτικού ρεύματος. Αποτελεί δηλαδή αποκλειστικά προϊόν του κ. Σημίτη, είναι δε άγνωστη τόσο η κομματική όσο και η γενικότερη απήχηση των θέσεών του στο σώμα των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. Και είναι ακριβώς αυτό το κέλυφος της λαϊκιστικής ιδεολογίας το οποίο επέτρεψε την σχετικά αποτελεσματική στροφή και αλλαγή πολιτικής του ΠΑΣΟΚ σε πολλούς χώρους, χωρίς την κατάρρευση του όλου οικοδομήματος.

  1. Ο κοινωνικός χώρος

Το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να καταγραφεί στη συνείδηση ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων ως “λαϊκό” κόμμα – π.χ. με τις αυξήσεις μισθών και ημερομισθίων στην πρώτη τετραετία, με τον υπέρογκο δημόσιο δανεισμό για καταναλωτικούς σκοπούς, με τις αθρόες πελατειακές προσλήψεις στο δημόσιο, με τις προεκλογικές παροχές και τις εισροές από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα κλπ. Οι αποδέκτες βέβαια ουδόλως ενδιαφέρονται είτε για την πηγή προέλευσης των παροχών είτε για την επιβάρυνση της εθνικής οικονομίας.

Έτσι η πολιτική του ΠΑΣΟΚ έχει δημιουργήσει ένα συμπαγές κοινωνικοπολιτικό μπλοκ από διάφορα στρώματα των πόλεων και της υπαίθρου το οποίο δεν μπορεί να διασπαστεί παρά μόνο με συγκεκριμένη πολιτική απόσπασης ή αποκόλλησης ορισμένων κοινωνικών ομάδων-στόχων. Αν δηλαδή ένας άλλος ηγετικός πολιτικός σχηματισμός απευθυνθεί στα αιτήματα των ομάδων αυτών συγκεκριμένα και τις προσδέσει πειστικά σ’ένα δικό του οικονομικό και πολιτικό πρόγραμμα.

Οι παρατηρήσεις αυτές ενισχύονται από την “κοινωνική πολιτική” του ΠΑΣΟΚ που συνήθως παραγνωρίζεται. Και πάλι σημασία έχουν όχι τόσο τα μεγάλα επιτεύγματα και έργα – γιατί τέτοια δεν υπήρχαν – αλλά η ιδεολογία και οι εφαρμογές – στο βαθμό που έγιναν – του κράτους κοινωνικής πρόνοιας. Ακόμα και η απασχόληση που δημιουργείται στις κατώτερες βαθμίδες υπαλληλικού και βοηθητικού προσωπικού λόγω της επέκτασης του κράτους στον τομέα αυτό, δημιουργεί σοβαρά πολιτικά ερείσματα για τον πολιτικό εμπνευστή και εκτελεστή της ιδέας.

  1. Ο πολιτικός χώρος

Κινδυνεύει κανείς να χαθεί στο δάσος των αναλύσεων που έχουν δημοσιευθεί σχετικά με τον πολιτικό χώρο που εκφράζει το ΠΑΣΟΚ. Εχουν επισημανθεί με επάρκεια η προέλευση του στελεχιακού και κοινοβουλευτικού του δυναμικού και η συνύπαρξη πολλών πολιτικών ρευμάτων (ΕΑΜογενών, Κεντρογενών κλπ.). Αυτό που συνήθως παραγνωρίζεται είναι ότι το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να συνενώσει αυτά τα ρεύματα κάτω από κοινή πολιτική στέγη και να τους δώσει ενιαία πολιτική έκφραση, αν όχι συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα.

Οι επισημάνσεις αυτές δεν εξαντλούν βέβαια το θέμα. Δεν είναι δυνατόν επίσης να πάρουν συγκεκριμένη ποσοτική έκφραση σαν παράγοντες που έχουν συμβάλει στη μείωση της εκλογικής δύναμης του ΠΑΣΟΚ ή που μπορεί να συντελέσουν στην ανθεκτικότητα της εκλογικής του βάσης. Είναι βέβαιο όμως ότι, με τα σημερινά δεδομένα, το ΠΑΣΟΚ διατηρεί μιά συμπαγή κοινωνική βάση με “τσιμέντο” τη λαϊκιστική ιδεολογία και πολιτική του. Η περαιτέρω συμπίεση της εκλογικής του απήχησης θα εξαρτηθεί:

α) από το ρόλο που θα διαδραματίσει ο χαρισματικός Ηγέτης του. β) από την αποτελεσματικότητα της Ν.Δ. να διεισδύσει στις παρυφές του κοινωνικοπολιτικού του μπλοκ, αποσπώντας μικρές ίσως αλλά κρίσιμες ομάδες ψηφοφόρων, και

γ) από την ικανότητα του Συνασπισμού να διευρύνει ουσιαστικά την εκλογική του βάση.

Ακόμα κι αν πληρωθούν οι προϋποθέσεις αυτές, το ΠΑΣΟΚ θα εξακολουθήσει να υποστηρίζεται από ευρύτατα κοινωνικά στρώματα και πολιτικά ρεύματα.

Εάν τώρα οι πολιτικοί κληρονόμοι του διεκδικήσουν το μερίδιό τους ατομικά ή αποφασίσουν την εξ’ αδιαιρέτου αποδοχή της κληρονομιάς (το εάν και πότε είναι κρίσιμοι παράγοντες) ανάλογα με την κατάσταση και την αξία των περιουσιακών του στοιχείων, αποτελούν προς το παρόν υποθετικά ερωτήματα.

(1)  Ο Γιάννης Παπαδάτος π.χ. υποστηρίζει ότι η μείωση της εκλογικής δύναμης του ΠΑΣΟΚ υπήρξε μια προειδοποίηση στην ηγεσία του για τις κακές πλευρές εξάσκησης της κυβερνητικής εξουσίας. Βλ. ΕΞΟΡΜΗΣΗ, 25 Ιουνίου.

(2)  Βλ. την έρευνα της εταιρείας ΔΗΜΕΛ που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ στις 27 και 28 Ιουνίου.

(3)  Βλ. τα άρθρα των κ.κ. Τσαλόγλου και θ. Αναστασιάδη στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 25 Ιουνίου.

(4)  Βλ. Β. Καπετανγιάννη, “H πολιτική-θεωρητική σημασία της συζήτησης για το ΠΑΣΟΚ”, στο περιοδικό ΠΟΛΙΤΗΣ, 2 Απριλίου 1978. Βλ. τη συλλογή άρθρων για το ΠΑΣΟΚ στο βιβλίο του Π. Παπασαραντόπουλου /επιμ.ΓΠΑΣΟΚ και Εξουσία”, Εκδ. Παρατηρητής, Θεσ/νίκη 1980.