Οι προεδρικές εκλογές στην Αμερική

Μπορεί το τέρας να εκλεγεί;

Δανείζομαι τον τίτλο του σημειώματος αυτού από το εκτενές σημείωμα του Michael Tomasky στο περιοδικό New Yorker (14/6/2016). Η αγωνία της φιλελεύθερης και δημοκρατικής Αμερικής για το ενδεχόμενο εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές της 8ης Νοεμβρίου κορυφώνεται καθώς διανύονται οι τελευταίες εβδομάδες προ των εκλογών.* Κι επειδή πρόκειται για την ισχυρότερη χώρα του κόσμου, ανάλογη αγωνία, αλλά συνάμα και αντίθετες προσδοκίες επικρατούν στην Ευρώπη και σε όλον τον κόσμο. Γι’ αυτό και ο αρθρογράφος επανέρχεται με νέο του άρθρο στο περιοδικό1 διερωτώμενος εάν μπορεί να συμβεί το «αδιανόητο». Διότι, όπως καταλήγει, ο Τραμπ είναι απρόβλεπτος ακόμα και για τον εαυτό του.

Η Χίλαρι Κλίντον μπορεί να μην είναι πολύ δημοφιλής, για διάφορους λόγους, είναι όμως μια σκληροτράχηλη πολιτικός του Δημοκρατικού κόμματος με μακρά εμπειρία στο Καπιτώλιο και σε ανώτατα κυβερνητικά αξιώματα. Πρώτη κυρία στο Λευκό Οίκο, γερουσιαστής, υπουργός Εξωτερικών. Γνωρίζουμε πώς θα κυβερνήσει, πώς αντιλαμβάνεται τα αμερικανικά συμφέροντα, τον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων, το μέλλον της χώρας της. Μπορεί να βασιστεί κανείς στην εκτίμηση της ορθολογικής διαμόρφωσης των πολιτικών αποφάσεων, της αντιμετώπισης των μεγάλων παγκόσμιων προκλήσεων, των δύσκολων οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων της χώρας. Σοβαρός και ορθολογικός παίκτης στο δύσκαμπτο, δυσκίνητο, πολύπλοκο και δυσλειτουργικό πλέον πολιτικό σύστημα της Αμερικής.

Πεισματάρα ως όνος, το έμβλημα των Δημοκρατικών, μπορεί άραγε να γίνει ο 45ος πρόεδρος της Αμερικής, η πρώτη γυναίκα, νικώντας τον χοντρόπετσο ελέφαντα των Ρεπουμπλικάνων; Δεν είναι καθόλου βέβαιο, καθώς ο πολυεκατομμυριούχος Τραμπ γίνεται πιστευτός ως ο «αντισυστημικός» πολιορκητικός κριός που θα διεμβολίσει το οχυρό του πολιτικού «κατεστημένου». Υπάρχει σοβαρό «αντι-ελιτίστικο» κοινωνικό και πολιτικό υπόστρωμα, σαν έτοιμο από καιρό, για να δεχτεί τα αλλοπρόσαλλα μηνύματα του Τραμπ και τον αχαλίνωτο ναρκισσισμό του. Μπορεί σειρά σπουδαίων πολιτικών των Ρεπουμπλικάνων, όπως ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Κόλιν Πάουελ, να τον χαρακτηρίζουν «εθνική ντροπή» (national disgrace), τα πλήθη όμως τον υποδέχονται με ενθουσιασμό και παραληρούν με τις απερίγραπτες ανοησίες και ασυναρτησίες του, το ρατσισμό, το μισογυνισμό και το μίσος του για τους μετανάστες. Εδώ κυριαρχούν διάφορες ιδεολογίες, δοξασίες, συναισθήματα, προκαταλήψεις, φόβοι, φοβίες, ανασφάλειες, αναζήτηση «σωτήρων», θρησκοληψίες, απέραντη συνωμοσιολογία, εθνικισμός και τα συναφή. Δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με ορθολογικά επιχειρήματα. Γι’ αυτόν το λόγο όσα και να του προσάπτουν, όσες αντιφάσεις και μύρια όσα άλλα εύκολα μπορούν να του αποδοθούν, αυτός παραμένει απτόητος και αλώβητος. Σαν ανοξείδωτο τηγάνι, τίποτα δεν κολλά επάνω του. Κι αν κάνει και κανένα «παραπάτημα», η συνταγή είναι γνωστή: για όλα φταίνε τα «συστημικά ΜΜΕ».

Η άλλη Αμερική

Υπάρχει μια άλλη, «βαθιά» Αμερική, η «σκοτεινή» της πλευρά, ελάχιστα γνωστή στον έξω κόσμο. Αλλά ούτε κι αυτή ενδιαφέρεται για τον έξω κόσμο καθώς, πέρα από τα σύνθετα κοινωνικά προβλήματα που την ταλανίζουν, είναι βραχυκυκλωμένη από το αμερικανικό «μεγαλείο» και τον αμερικανικό «εξαιρετισμό» (exceptionalism). Ένα συνονθύλευμα απόψεων και συναισθηματικών στάσεων που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τα φοβικά κι άλλα «ψεκασμένα» καθ’ ημάς σύνδρομα. Επί παραδείγματι, μολονότι ο Τραμπ αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα έχει γεννηθεί στην Αμερική, μόνο το 1/3 των ψηφοφόρων του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος το πιστεύει. Για να μην αναφερθεί κανείς σε άλλες τερατώδεις πεποιθήσεις που αφθονούν, αγνοώντας τα γεγονότα και τα λογικά αποδεικτικά στοιχεία. Οι «ψεκαστήρες» δεν κυκλοφορούν μόνο στους ελληνικούς αιθέρες.

Ο μη συμβατικός δισεκατομμυριούχος θεωρεί ως το ισχυρότερο χαρτί του την «ιδιοσυγκρασία» του. Χωρίς να μπορεί να αρθρώσει ένα στοιχειωδώς συνεκτικό και συνεπές ιδεολογικό και πολιτικό αφήγημα εφικτών προτάσεων και λύσεων για τα δεινά της χώρας του, έχει καταφέρει να εκφράσει όλα εκείνα τα συναισθήματα οργής κατά των πολιτικών ελίτ, ξενοφοβίας, ρατσισμού, μισογυνισμού, εθνικιστικού παροξυσμού, θυμού, εκδίκησης, τιμωρίας, αρνητισμού, οικονομικής αποστέρησης και τα συναφή από τα οποία διακατέχεται μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος. «Μας πήραν τη χώρα» (ποιοι άραγε;). Να σταματήσουμε την παρακμή. Να την ξανακάνουμε «μεγαλύτερη, καλύτερη, ισχυρότερη». Να ταρακουνήσουμε το «κατεστημένο».

Αυτό το τμήμα του εκλογικού σώματος, η φτωχή μη ισπανόφωνη λευκή εργατική τάξη, οι περισσότερο θρησκευόμενοι και οι λιγότερο μορφωμένοι, αλλά και γενικότερα η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος ελάχιστα εμπιστεύονται πλέον την κυβέρνησή τους. Μόνο το 19% σήμερα σε σχέση με το 77% το 1958. Μια συνεχής κατολίσθηση. Παρά το γεγονός ότι η Αμερική ούτε την ισχύ της έχει χάσει (απλώς, άλλες χώρες ισχυροποιούνται) ούτε την ευημερία της.

Δύο αντίπαλοι κόσμοι

Από την άλλη μεριά, η κοινωνική συμμαχία των Δημοκρατικών συσπειρώνει τις μειονότητες, τους περισσότερο μορφωμένους, τους νεότερους και τους λιγότερο θρησκευόμενους σε μια Αμερική που το δημογραφικό και κοινωνικό προφίλ της έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές τα τελευταία χρόνια.

Το πρόβλημα είναι ότι τα στρώματα της φτωχής και λιγότερο μορφωμένης εργατικής λευκής τάξης, που κατά πλειοψηφία κλίνουν προς τον Τραμπ, έχουν ισχυρή παρουσία σε Πολιτείες κρίσιμες για την εκλογική αναμέτρηση.

Το πορτρέτο, λοιπόν, των ψηφοφόρων των δυο κομμάτων διαφέρει. Υπάρχουν άφθονες έρευνες που το πιστοποιούν.

Σύγκρουση, λοιπόν, δυο στρατοπέδων, δυο διαφορετικών «κόσμων»; Προφανώς ναι.

Είναι, βέβαια, γεγονός ότι οι κοινωνικές ανισότητες και η συγκέντρωση του εθνικού πλούτου στα χέρια μιας μικρής μειοψηφίας, γεγονός που πιστοποιείται πέραν κάθε αμφιβολίας από σειρά σοβαρών μελετών σε πανεπιστήμια και «δεξαμενές σκέψης» τα τελευταία χρόνια με τη χρήση πολλαπλών κριτηρίων, προκαλούν σοβαρούς κοινωνικούς τριγμούς, ιδιαίτερα στις μεσαίες τάξεις και σε όσους εξακολουθούν να πιστεύουν στο «αμερικανικό όνειρο», ήτοι στην αέναη ανοδική κοινωνική κινητικότητα. Ενδεικτικά, μετά το 1980 το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού απορροφούσε το 9% του εισοδήματος και το 19% του πλούτου της χώρας. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το 2007 ήταν 23% και 35%. Το 60% του εισοδήματος των τέκνων καθοριζόταν από το επίπεδο εισοδήματος των γονέων τους. Περίπου 43 εκατ. ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, μεταξύ των οποίων 14 εκατ. παιδιά. Το ήμισυ εξ αυτών είναι Αφροαμερικανοί και Λατινοαμερικανοί.

Επίσης, η κρίση, η στασιμότητα, η διάψευση των προσδοκιών της μεσαίας τάξης δημιουργούν άφθονο αρνητισμό και απόρριψη. Αναζητείται διέξοδος. Εύκολη λεία για τους δημαγωγούς και τους λαϊκιστές κάθε απόχρωσης.

Παρ’ όλα αυτά, επί Ομπάμα, η χώρα κατάφερε να ξεπεράσει την οικονομική κρίση του 2008, τη χειρότερη από τη Μεγάλη Ύφεση, το κραχ του 1929, παρά το τεράστιο δημόσιο χρέος της και τα πολλαπλά κοινωνικά της προβλήματα. Επί παραδείγματι, η ανεργία, που είχε σχεδόν πλησιάσει το 10% το 2010, έχει πέσει σήμερα κάτω από το 5%. Οι μισθοί σημειώνουν κάποια μικρή άνοδο και πολύ πιο μεγάλη τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης. Το ποσοστό της φτώχειας μειώνεται, όπου το όριο είναι 21.600 ευρώ για τετραμελή οικογένεια, για τρίτη χρονιά μετά το 2008, και τα εισοδήματα αυξάνονται. Όταν θα έρθει η ώρα του απολογισμού της προεδρίας του, τότε ίσως συνειδητοποιηθεί το μέγεθος της προσπάθειας που κατέβαλε ο Ομπάμα στο εσωτερικό, παρά την εχθρική στάση των νομοθετικών σωμάτων που αντιμετώπισε και στις δύο θητείες του, για τη βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών.

 Δύσκολη αποστολή

Σε περίπτωση επικράτησης της Κλίντον η αποστολή της κάθε άλλο παρά εύκολη θα είναι. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις οι Ρεπουμπλικάνοι αναμένεται να διατηρήσουν την πλειοψηφία τους στη Βουλή των 435 Αντιπροσώπων και πιθανότατα και στη Γερουσία των 100. Σημειωτέον ότι και τα δύο σώματα έχουν τη νομοθετική πρωτοβουλία.

Οι βουλευτές, που εκλέγονται από τις Πολιτείες με βάση τον πληθυσμό τους, έχουν διετή θητεία. Απορεί κανείς πότε προλαβαίνουν να νομοθετήσουν, τη στιγμή που πρέπει από την πρώτη μέρα της εκλογής τους να τρέχουν για να διασφαλίσουν τη χρηματοδότηση της επανεκλογής τους.

Η Γερουσία ανανεώνεται κατά το 1/3 περιοδικά ανά δύο έτη, με τους γερουσιαστές να απολαμβάνουν 6ετή θητεία. Κάθε Πολιτεία, ανεξαρτήτως πληθυσμού, εκλέγει δύο γερουσιαστές για λόγους αντισταθμιστικής ισορροπίας του πολιτικού συστήματος. Ο έλεγχος της Γερουσίας καθίσταται σημαντικότατος ιδιαίτερα όταν ένα κόμμα επιτύχει τον μαγικό αριθμό των 60 εδρών, καθόσον παρεμποδίζει τους αντιπάλους του να καταφεύγουν νομίμως στην παρελκυστική τακτική της απέραντης χρονοτριβής (filibustering).

Έμμεση εκλογή

Ίσως να μην είναι ευρύτερα γνωστό ότι ο πρόεδρος δεν εκλέγεται με άμεση ψηφοφορία, αλλά με έμμεση. Χρειάζεται να κερδίσει 270 εκλέκτορες (που διορίζονται) σε σύνολο 535. Κατά συνέπεια, κάθε Πολιτεία έχει τη δική της εκλογική βαρύτητα καθόσον ο (η) υποψήφιος που συγκεντρώνει τη σχετική πλειοψηφία κερδίζει όλους τους εκλέκτορες, με εξαίρεση τις Πολιτείες Μείν και Νεμπράσκα. Ο Ομπάμα, το 2012, με το 51,1% των ψήφων κέρδισε 332 εκλέκτορες (το 61,7% του συνόλου). Συμμετοχή 54,9%. Ενδέχεται, όμως, να μην εκλεγεί πρόεδρος ο υποψήφιος που συγκέντρωσε τις περισσότερες ψήφους στην Επικράτεια. Κάτι τέτοιο συνέβη στην αναμέτρηση της 7/11/2000, όταν ο Δημοκρατικός υποψήφιος Αλ Γκορ έλαβε το 48,4% (266 εκλέκτορες) σε όλη την Επικράτεια αλλά έχασε την προεδρία από τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο, που έλαβε 47,9% (271 εκλέκτορες). Βέβαια, η ανακαταμέτρηση των ψήφων που έγινε στη Φλόριντα (25 εκλέκτορες), όπου κυβερνήτης ήταν ο αδελφός του Μπους, Τζεμπ, κατέληξε σε παρωδία και ένα μεγαλοπρεπές φιάσκο, αμαυρώνοντας όλη την εκλογική διαδικασία. Χρειάστηκε τελικά η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 12/12, όπου επικρατούσαν οι Συντηρητικοί, με πλειοψηφία 5-4, για να αναδειχτεί πρόεδρος, εφόσον τερμάτισε τη διαδικασία της εκ νέου καταμέτρησης.

Θα παραλείψω το ρόλο του πολιτικού χρήματος στις εκλογές, προεδρική και άλλες, καθώς και την πολύπλοκη νομοθεσία. Πρόβλημα σύνθετο αλλά καθοριστικής σημασίας. Όπως επίσης το ρόλο των ΜΜΕ και της επικοινωνίας.

Τηλεμαχίες

Οι τηλεοπτικές μονομαχίες δεν είναι βέβαιο ότι παίζουν καθοριστικό ρόλο. Ο Ομπάμα το 2012 είχε χάσει, κατά τις εκτιμήσεις, την πρώτη τηλεοπτική μονομαχία με τον αντίπαλό του Ρόμνεϊ κι όμως κέρδισε τελικά την προεδρία. Η Κλίντον μπορεί να κέρδισε με μεγάλη διαφορά την πρώτη τηλεοπτική μονομαχία στις 26/9 (υπολείπονται άλλες δύο, στις 10 και 19/10), αλλά δεν είναι βέβαιο ότι θα εξέλθει τελικά νικήτρια.

Εξαρτάται από τη στάση των αναποφάσιστων. Άλλωστε, γι’ αυτούς γίνονται οι τηλεμαχίες. Τα έσοδα των τηλεοπτικών σταθμών από διαφημίσεις εκτοξεύονται στα ύψη. Ανέρχονται σε δισ. δολάρια στο εκλογικό έτος.

Γεγονός πάντως είναι ότι οι τηλεοπτικές αναμετρήσεις αναζωπυρώνουν το ενδιαφέρον για την πολιτική και τους υποψηφίους, προσφέροντας άφθονο θέαμα. Ακόμα κι αν η τηλεθέαση της πρώτης αυτής τηλεμαχίας φτάσει τα 100 εκατ., πράγμα που θα αποτελούσε ένα από τα μεγαλύτερα τηλεοπτικά γεγονότα στην ιστορία της χώρας, θα πρέπει να αντιπαραβληθεί με τα 250 εκατ. που είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους. Στα προκαταρκτικά στοιχεία δεν συμπεριλαμβάνονται οι τηλεθεατές που παρακολούθησαν την τηλεμαχία σε μπαρ, εστιατόρια αλλά και μέσω διαδικτύου, στο Twitter, στο Facebook και σε άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που ανέρχονται σε πολλά εκατομμύρια. Διατηρώ τις επιφυλάξεις μου κατά πόσο όλα αυτά μπορούν να αλλάξουν ριζικά την εικόνα της αναμέτρησης και τις τάσεις που έχουν ήδη διαμορφωθεί στο εκλογικό σώμα.

Ο Τραμπ έχει ροκανίσει τη μεγάλη διαφορά στις δημοσκοπήσεις που τον χώριζε από την Κλίντον προ εβδομάδων. Τα μαθηματικά μοντέλα που χρησιμοποιεί ο γκουρού των δημοσκοπήσεων Nate Silver, που δεν έχει προς το παρόν αποτύχει στις προβλέψεις του, δίνουν επί του παρόντος στην Κλίντον στατιστικές πιθανότητες εκλογής της μόνο 55% (ήταν στο 87% στις 13/8). Τίποτα δεν έχει ακόμα τελειώσει. Η νίκη μπορεί να κριθεί με διαφορά στήθους καθώς κρίσιμες Πολιτείες, όπως Φλόριντα, Κολοράντο, Οχάιο, Πενσιλβάνια, Βόρεια Καρολίνα και Βιρτζίνια, κρατάνε συνήθως το κλειδί της επιτυχίας στη συλλογή των εκλεκτόρων.

Αστάθμητοι παράγοντες

Διάφοροι απρόβλεπτοι και αστάθμητοι παράγοντες καθιστούν τις προβλέψεις εξαιρετικά δύσκολες. Είναι ο εφιάλτης της ατελούς επιστήμης των δημοσκοπήσεων.

Κατ’ αρχάς η αποχή, που συνήθως πλήττει το Δημοκρατικό Κόμμα, καθόσον τμήματα πιο «αριστερών» ψηφοφόρων του απογοητεύονται και δεν προσέρχονται στην κάλπη επειδή πιστεύουν ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει.

Κάποια αιφνίδια ασθένεια των υποψηφίων που θα δώσει έναυσμα για νέες αμφισβητήσεις.

Κάποια νέα διαρροή από το Wikileaks του Τζούλιαν Ασάνζ, που πρόσφατα δήλωσε ότι έχει στα χέρια του χιλιάδες σελίδες «σημαντικών εγγράφων» για την Κλίντον. Η διαρροή τον περασμένο Ιούλιο 20.000 emails του Δημοκρατικού Κόμματος που αφορούσαν και τον Σάντερς, αντίπαλο της Κλίντον στις προκριματικές εκλογές, υποχρέωσε την πρόεδρο του κόμματος σε παραίτηση. Έτσι κι αλλιώς καμιά εκλογική αναμέτρηση στην Αμερική δεν είναι εντελώς «καθαρή» και η απληστία του κοινού για την προσωπική ζωή των πολιτικών είναι αδηφάγα.

Μέχρι ποιου σημείου το στρατόπεδο του Τραμπ είναι διατεθειμένο να εντείνει τον «βρόμικο» πόλεμο με προσωπικές επιθέσεις, εάν μάλιστα διαπιστωθεί ότι μια τέτοια τακτική αποδίδει δημοσκοπικά οφέλη.

Τέλος, ο ρόλος και η επίδοση τρίτων υποψηφίων. Τόσο ο προεδρικός υποψήφιος του Ελευθεριακού Κόμματος (Libertarian Party) Gary Johnson όσο και η των Πρασίνων (Green Party) Jill Stein δεν αποκλείεται να παίξουν καθοριστικό ρόλο, εφόσον τελικά δεν επικρατήσει ακραία πόλωση. Ο πρώτος σημειώνει κατά μέσο όρο δημοσκοπικές επιδόσεις γύρω στο 6,5% και η δεύτερη γύρω στο 2,5%, μερικά εκατομμύρια ψήφων ουκ ολίγα. Δεν είναι βέβαιο ποιον υποψήφιο θα πλήξουν περισσότερο. Τα ποσοστά τους είναι κρίσιμα στις αμφίρροπες Πολιτείες και μπορούν να κρίνουν το αποτέλεσμα. Επί παραδείγματι, ο προεδρικός υποψήφιος των Πρασίνων στις εκλογές του 2000 Ralph Nader πήρε ποσοστό 2,74% στην Επικράτεια, αλλά 1,35% στη Φλόριντα, όπου η διαφορά μεταξύ Μπους και Γκορ ήταν μόλις 537 ψήφοι (0,009%), με έπαθλο 25 εκλέκτορες που έκριναν και το τελικό αποτέλεσμα.

Αναφορικά με τη στάση διαφόρων διάσημων γκουρού της αμερικανικής Αριστεράς, όπως ο σκηνοθέτης Όλιβερ Στόουν, που υποστηρίζει ότι η επιλογή είναι μεταξύ μιας «πολεμοχαρούς» και ενός «τρελού», πράγμα που προσανατολίζει σε άλλη, τρίτη επιλογή, συμβάλλει εξ αντικειμένου στην εκλογή του «τρελού». Όμως, μετά την απομάκρυνση από την κάλπη ουδέν λάθος αναγνωρίζεται.

Ομογένεια

Η στάση της Ομογένειας, οι προτιμήσεις της, οι κύριοι οικονομικοί και πολιτικοί παίκτες που πρόσκεινται και στα δυο κόμματα, ο ρόλος της Αρχιεπισκοπής και του ελληνικού και κυπριακού λόμπι, καθώς και οι ομογενείς υποψήφιοι αποτελούν ένα μεγάλο θέμα με το οποίο δεν μπορώ να καταπιαστώ σε αυτό το Σημείωμα.

Αντί επιλόγου

Η επέλαση του δεξιού λαϊκισμού δεν αποκλείεται να αρχίσει από την Αμερική, με απρόβλεπτες επιπτώσεις όχι μόνο για τις κρίσιμες εκλογές σε Γαλλία και Γερμανία το 2017 αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο.

Πρόκειται, λοιπόν, για μια αμφίρροπη αναμέτρηση που θα κρίνει πολλά.

Ο επίλογος της σύγκρουσης θα γραφεί σε λίγο στις κάλπες.

God bless (save) America!

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Στην περίοδο των προεδρικών εκλογών του 2012 έτυχε να υπηρετώ ως προϊστάμενος του Γραφείου Τύπου και Επικοινωνίας της πρεσβείας της χώρας μας στην Ουάσιγκτον, DC, ως σύμβουλος Επικοινωνίας, Βρισκόμουν ήδη εκεί τέσσερα χρόνια. Με τους συναδέλφους και συνεργάτες μου προσπαθήσαμε να αποκτήσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα της εκλογικής αναμέτρησης μεταξύ Ομπάμα και Ρόμνεϊ, ώστε να μεταφέρουμε στην Υπηρεσία μας τη δική μας εικόνα, τη δική μας άποψη και εκτίμηση για την πορεία της εκλογικής διαμάχης και το πιθανό αποτέλεσμά της. Οι εκτιμήσεις αυτές πήραν τη μορφή εβδομαδιαίων σημειωμάτων, συνολικά οκτώ.

Στη συνέχεια παραθέτω το Σημείωμα αρ. 8, το τελευταίο, δύο ημέρες πριν από τις εκλογές της 6ης Νοεμβρίου για όσους εκ των αναγνωστών θα ήθελαν ενδεχομένως να έχουν ένα μέτρο σύγκρισης με τις προηγούμενες προεδρικές εκλογές. Πρόκειται για εκτιμήσεις από συστηματική παρακολούθηση και ανάλυση ανοιχτών πηγών, ήτοι ΜΜΕ, μελέτες, έρευνες κ.τ.λ.

Γραφείο Τύπου και Επικοινωνίας Washington, DC

ΠΡΟΣ:

Ουάσιγκτον, 4 Νοεμβρίου 2012

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 8-Τελικό

ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ

 Ι. Στην τελική ευθεία, μετά την καταιγίδα

Δυο ήμερες απομένουν ως την κρίσιμη αναμέτρηση της 6ης Νοεμβρίου προς ανάδειξη του 44ου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η υπερκαταιγίδα «Σάντι» υπήρξε το απροσδόκητο και αστάθμητο γεγονός που ανέστειλε για λίγες ημέρες την προεκλογική εκστρατεία κατά την περασμένη εβδομάδα. Μολονότι ο Ρεπουμπλικάνος κυβερνήτης Κρις Κρίστι της Πολιτείας της Νέας Υέρσης (New Jersey), που επλήγη σοβαρά από τον τυφώνα, επαίνεσε δημόσια τον Ομπάμα για την ετοιμότητα και τη βοήθεια που προσέφερε, δεν είναι βέβαιο σε ποιο βαθμό το γεγονός αυτό θα επιδράσει στο εκλογικό αποτέλεσμα και σε βάρος ποίου υποψηφίου, καθόσον υπάρχει το ενδεχόμενο μειωμένης προσέλευσης στις κάλπες από τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί. Κατά συνέπεια, το ποσοστό συμμετοχής στις εκλογές και η ικανότητα των δυο κομμάτων να κινητοποιήσουν τους ψηφοφόρους τους αποτελεί, κατά τα φαινόμενα, έναν εξαιρετικά κρίσιμο παράγοντα διαμόρφωσης του εκλογικού αποτελέσματος που δεν μπορεί να σταθμιστεί με ακρίβεια. Οι δημοσκοπήσεις πάντως έδειξαν ότι οι ψηφοφόροι στη μεγάλη τους πλειοψηφία επιδοκίμασαν τις άμεσες ενέργειες Ομπάμα για την αντιμετώπιση μιας έκτακτης κατάστασης.

Η πρώιμη ψήφος ήδη ανέρχεται σε 29 εκατ., ήτοι στο 21% περίπου των ψηφισάντων του 2008 και σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις ο Ομπάμα προηγείται στις κρίσιμες Πολιτείες. Μέχρι την ημέρα των εκλογών την ερχόμενη Τρίτη (6/11) αναμένεται να έχουν ψηφίσει πάνω από 40 εκατ., ή το 30% περίπου του συνόλου των ψηφοφόρων.

Τα στοιχεία για την ανεργία που δόθηκαν στη δημοσιότητα την περασμένη Παρασκευή (2/11) και η οποία υπολογίζεται στο 7,8%-7,9% δεν είναι βέβαιο αν θα ευνοήσουν τον Ομπάμα την τελευταία στιγμή, σίγουρα όμως δεν πρόκειται να ευνοήσουν τον Ρόμνεϊ. Επίσης, ας σημειωθεί ότι ο δήμαρχος της Νέας Υόρ- κης Μπλούμπεργκ (1/11) τάχθηκε υπέρ του Ομπάμα. Το περιοδικό The Economist1 (3-9/11), με τη γνωστή αγγλική ρήση better the devil you know, τάχθηκε διστακτικά μεν αλλά σαφώς υπέρ του Ομπάμα. Με σημερινό κύριο άρθρο της η εφημερίδα Washington Post τάσσεται κι αυτή υπέρ του Ομπάμα.

II. Δημοσκοπήσεις

Οι δημοσκοπήσεις σε εθνικό επίπεδο δείχνουν απόλυτη σχεδόν ισοδυναμία των δυο υποψηφίων. Ο μέσος όρος τους την περασμένη εβδομάδα δίνει ελαφρό προβάδισμα στον Ομπάμα κατά +0,2% ή κατ’ άλλες μετρήσεις +0,4% στον Ρόμνεϊ, διαφορά αμελητέα από στατιστική άποψη.

Ωστόσο, τα 4 πιο έγκυρα μαθηματικά μοντέλα πρόβλεψης του εκλογικού αποτελέσματος σε εθνικό επίπεδο εξακολουθούν να δείχνουν νικητή τον Ομπάμα με στατιστικές πιθανότητες που κυμαίνονται από 70%-85% έναντι 15%-30% του Ρόμνεϊ. Στα γραφεία στοιχημάτων οι πιθανότητες υπέρ του Ομπάμα εξακολουθούν να κυμαίνονται γύρω στο 65% έναντι 35% του Ρόμνεϊ.

Οι προβλέψεις αυτές μεταφράζονται σε εκλέκτορες από 277 έως 307 υπέρ του Ομπάμα (πλειοψηφία 270).

Η παράσταση νίκης, σύμφωνα με δημοσκόπηση της εταιρείας Gallup, που διεξήχθη όμως πριν από τον τυφώνα «Σάντι» (27-28/10), είναι 44%- 32% υπέρ του Ομπάμα, που έχει σημαντικό προβάδισμα στους ανεξάρτητους ψηφοφόρους (52%-35%).

Το σημαντικότερο είναι ότι, σύμφωνα και πάλι με τα εγκυρότερα μοντέλα πρόβλεψης, ο Ομπάμα έχει μικρό μεν αλλά σταθερό προβάδισμα στις κρίσιμης σημασίας Πολιτείες. Ο Ομπάμα χρειάζεται να κερδίσει το 1/3 των Πολιτειών αυτών για να εξέλθει νικητής.

Ο Ρόμνεϊ χρειάζεται να κερδίσει τα 2/3 των Πολιτειών αυτών, πράγμα που δεν φαίνεται μεν πιθανό αλλά δεν είναι και αδύνατο. Οι 22 δημοσκοπήσεις της Παρασκευής στις διεκδικούμενες Πολιτείες και οι 22 του Σαββάτου επιβεβαιώνουν στη συντριπτική πλειονότητά τους το μικρό μεν αλλά σταθερό προβάδισμα του Ομπάμα.

Η Πολιτεία του Οχάιο εξακολουθεί να παραμένει το κλειδί για τον τελικό νικητή. Άλλωστε, αποτελεί μικρογραφία της χώρας από πολλές απόψεις.3 Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις ο Ομπάμα διατηρεί ελαφρό προβάδισμα. Η στατιστική πιθανότητα η Πολιτεία αυτή να αποδειχθεί τελικά καθοριστικής σημασίας στην έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης ανέρχεται σε 50%, μακράν των άλλων κρίσιμων Πολιτειών που καμιά τους δεν αγγίζει το 10%.

Δεν αποκλείεται να επαναληφθεί το φαινόμενο των εκλογών του 2000, με τον Ομπάμα να χάνει σε εθνικό επίπεδο ψήφων αλλά να κερδίζει την επανεκλογή του, λόγω επικράτησής του σε ορισμένες κρίσιμες Πολιτείες, έστω και με μικρή διαφορά.

Οι πιθανότητες ισοπαλίας στο επίπεδο των εκλεκτόρων, ήτοι 269 για κάθε υποψήφιο, είναι ελάχιστες.

Οι προβλέψεις για τη Βουλή και τη Γερουσία παραμένουν αμετάβλητες, ήτοι τον έλεγχο της Βουλής φαίνεται να διατηρούν οι Ρ. και της Γερουσίας οι Δ., αποτέλεσμα που διαμορφώθηκε στις ενδιάμεσες εκλογές του 2010 και που φαίνεται να διατηρείται.4

Συμπέρασμα: Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν απόλυτη σχεδόν ισοδυναμία στο εθνικό επίπεδο. Η μάχη πλέον είναι στήθος με στήθος. Η εκλογή του νέου προέδρου θα κριθεί στις διεκδικούμενες Πολιτείες, όπου ο Ομπάμα διατηρεί σε ορισμένες, αρκετές για να κερδίσει την επανεκλογή του, μικρό αλλά σταθερό προβάδισμα.

Επιμύθιο

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, rebus sic statibus, η αίσθηση είναι ότι η μάχη είναι και θα παραμείνει εξαιρετικά αμφίρροπη μέχρι την τελευταία στιγμή και κατά συνέπεια κάθε ασφαλής πρόβλεψη είναι παρακινδυνευμένη. Ωστόσο, οι πιθανότητες, έστω και ελαφρές, γέρνουν προς την πλευρά του Ομπάμα.

Επίλογος

Παρακολουθώντας τη συζήτηση και διαμάχη μεταξύ των δύο παρατάξεων μέσω των ΜΜΕ αλλά και ηγετικών φορέων διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, μπορεί κανείς να οδηγηθεί στη διαπίστωση ότι η αναμέτρηση αυτή είναι πραγματικά «ιστορικής» σημασίας, όχι μόνο διότι η επιλογή ενώπιον των ψηφοφόρων είναι αρκετά σαφής αλλά και διότι συγκρούονται απόψεις και αντιλήψεις για την Αμερική και το μέλλον της.

Από τη μια μεριά στο κόμμα των Συντηρητικών έχουν κυριαρχήσει εξτρεμιστικές απόψεις που συχνά παραπέμπουν σε εποχές πριν από το New Deal του Φράνκλιν Ρούσβελτ. Η πολιτική Ομπάμα χαρακτηρίζεται ούτε λίγο ούτε πολύ από «σοσιαλιστική» έως «κομμουνιστική» με απαραίτητο παρακολούθημα το «ευρωπαϊκή», επίθετα που επέχουν θέση πολιτικής ύβρεως και ιδεολογικού φανατισμού. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η πολιτική ζωή έχει φτάσει σε πρωτοφανή επίπεδα πόλωσης, το δε πολιτικό σύστημα σε πλήρη σχεδόν παράλυση. Η κατάσταση αυτή έχει σχέση με την επικράτηση των ιδεών των διαφόρων κομμάτων του Τσαγιού, κινήματα βάσης, που επέβαλλαν ως δυναμικές μειοψηφίες τους δικούς τους υποψηφίους στις ενδοκομματικές εκλογές εκτοπίζοντας τη μετριοπαθή πτέρυγα του κόμματος. Ο Ρόμνεϊ κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες να φανεί μετριοπαθής και εσκεμμένα παραμένει ασαφής και ομιχλώδης ως προς την πολιτική του μοιράζοντας αφειδώς υποσχέσεις προς τους πάντες και προβάλλοντας μια οικονομική πολιτική που δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική εκτός του ότι ευνοεί τους πλουσίους της χώρας, θεωρώντας τους ως το μοχλό της οικονομικής προόδου. Τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική πολιτική του κινούνται στη σφαίρα της φαντασίας και ενός περασμένου πλέον αμερικανικού μεγαλείου που δεν μπορεί να υποστηριχθεί από τους οικονομικούς πόρους της χώρας. Ακόμη κι αν εκλεγεί ο Ρόμνεϊ θα έχει να αντιμετωπίσει τη σφοδρή αντίδραση της βάσης του σε οποιαδήποτε ρεαλιστική πρόταση.

Στον αντίποδα, η παράταξη των Δημοκρατικών έχει προσαρμοστεί ευκολότερα στη σημερινή εποχή, στις αλλαγές που συντελούνται τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο διεθνές περιβάλλον. Αναζητεί λύσεις κατ’ αρχήν μέσω του διαλόγου, των συμμαχιών και της διπλωματίας. Επιθυμεί να απαγκιστρώσει την Αμερική από τις καταστροφικές εξωτερικές της περιπέτειες και να επικεντρωθεί στην ανασυγκρότηση της χώρας, τη μόνη οδό που οδηγεί στην ανάκτηση της ισχύος. Είναι περισσότερο κοινωνική και συμπλέει πιο άνετα με τις κοινωνικές αλλαγές που συντελούνται. Έχει μεγαλύτερη επαφή με τα σύγχρονα εσωτερικά και παγκόσμια προβλήματα και αναζητεί λύσεις χωρίς να καταφεύγει σε εξτρεμισμούς και στον αφελή και φαντασιακό εξαιρετισμό (exceptionalism) του αμερικανικού έθνους. Έχει ρεαλιστική οικονομική πολιτική και ενδιαφέρεται περισσότερο για την κοινωνική συνοχή και την προστασία των αδυνάτων. Είναι ανεκτική και προωθεί τα δικαιώματα των μειονοτήτων και των γυναικών. Έχει μετριοπαθή θέση στο θέμα της μετανάστευσης. Τονίζει περισσότερο την κοινωνική αλληλεγγύη και τη συλλογική προσπάθεια χωρίς να υποτιμά, το αντίθετο μάλιστα, τον δυναμισμό του αμερικανικού καπιταλισμού. Προσπαθεί να ρυθμίσει δειλά τη λειτουργία της Wall Street, την αιτία της οικονομικής κρίσης και κατάρρευσης, συναντώντας λυσσώδη αντίδραση. Δίνει έμφαση στην παιδεία, τις υποδομές, την έρευνα, την καινοτομία και τεχνολογία με τη βοήθεια του κράτους.

Άβυσσος επίσης χωρίζει τα δυο κόμματα ως προς την αντιμετώπιση της φτώχειας και των πρωτοφανών για τα ιστορικά δεδομένα της βίας της Αμερικής κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων. Ουδέποτε η διαμάχη για το μέγεθος και το ρόλο του κράτους στην οικονομία και την κοινωνία ήταν τόσο εμφανής όσο στην παρούσα εκλογική αναμέτρηση, μολονότι οι δημόσιες δαπάνες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης δεν υπερβαίνουν το 23% του ΑΕΠ της χώρας.

Πρόκειται κυριολεκτικά για δυο διαφορετικές «Αμερικές» που αντανακλώνται εύλογα στο δημογραφικό προφίλ και της χώρας και των δυο κομμάτων. Ο Ομπάμα κυριαρχεί στους ψηφοφόρους κάτω των 30 ετών, όπου προηγείται με διαφορά 21%, διαφορά που περιορίζεται στο 6% στην ηλικιακή ομάδα 30-44, ισοβαθμεί στην ομάδα 45- 64, ενώ στην ομάδα 64 και άνω ο Ρόμνεϊ προηγείται με διαφορά 19% παρά το γεγονός ότι η μεταρρύθμιση Ομπάμα στον τομέα της Υγείας προστατεύει το πρόγραμμα Medicare, που αφορά στους ηλικίας 65 ετών και άνω και θεωρείται από τις πιο σημαντικές κοινωνικές κατακτήσεις της χώρας.

Σύμφωνα με την απογραφή του 2010 ο πληθυσμός των λευκών μειώθηκε από 69,1% στο 63,7% σε σχέση με το 2000. Αντίθετα, ο πληθυσμός των ισπανόφωνων αυξήθηκε από 12,5% στο 16,3%. Στην περασμένη δεκαετία, ενώ ο συνολικός πληθυσμός αυξήθηκε κατά 1,2%, ο πληθυσμός των Αφροαμερικανών αυξήθηκε κατά 12,3% και των Λατίνων κατά 43%. Υπολογίζεται ότι το ποσοστό των λευκών θα πέσει κάτω από το 50% το 2050 αν συνεχιστούν οι σημερινές δημογραφικές τάσεις. Ο Ρόμνεϊ υπερτερεί στους λευκούς κατά 60% ενώ ο Ομπάμα στις μειονότητες κατά 80%.

Με λίγα λόγια οι Συντηρητικοί εμφανίζονται ως ένα κόμμα του παρελθόντος που δίνει μάχες οπισθοφυλακής, ενώ οι Δημοκρατικοί ως το κόμμα του μέλλοντος.

Υπό το φως της ανωτέρω πολύ ελλειπτικής, συνοπτικής και επιγραμματικής παράθεσης των ιδεολογικών, πολιτικών και οικονομικών διαφορών μεταξύ των δυο κομμάτων, καθώς και των διαφορετικών προσλήψεων των αλλαγών και των νέων συσχετισμών στη διεθνή σκηνή, η επιλογή των Αμερικανών ψηφοφόρων δύναται πράγματι να χαρακτηριστεί ως «ιστορικής» σημασίας.

* Για λόγους που έχουν να κάνουν με την τεχνική παραγωγή του περιοδικού το σημείωμα αυτό γράφτηκε τέλη Σεπτεμβρίου.

1 Προδημοσίευση από το τεύχος της 13ης Οκτωβρίου με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Can the unthinkable happen?».

2 Βλ. «Which One?», The Economist, 3-9/11/2012.

3 Βλ. The Time, 5/11/2012.

4 Στις ενδιάμεσες εκλογές του 2010, στις οποίες η συμμετοχή ανήλθε μόλις στο 40%, ως συνήθως, οι Ρεπουμπλικάνοι κέρδισαν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων αλλά όχι της Γερουσίας. Οι Ρεπουμπλικάνοι κέρδισαν επίσης την πλειοψηφία των νομοθετικών Σωμάτων σε μεγάλο αριθμό Πολιτειών, ελέγχοντας 29 από αυτές. Επειδή οι εκλογικές περιφέρειες επαναπροσδιορίζονται (redistricting) σύμφωνα με τα αποτελέσματα της απογραφής πληθυσμού σε όλη την Επικράτεια (2010), ο έλεγχος αυτός επέτρεψε στους Ρ. να προσφύγουν στην προσφιλή μέθοδο και των δυο κομμάτων επαναχάραξης των ορίων των εκλογικών περιφερειών (gerrymandering) κατά τρόπο που να διασφαλίζει την επανεκλογή βουλευτών και γερουσιαστών με ασφαλή τρόπο. Έτσι ερμηνεύεται και το γεγονός ότι οι αλλαγές και στα δύο νομοθετικά σώματα θα είναι μάλλον οριακές.