Η Ελλάδα των μνημονίων 2010-2012

Το βιβλίο του Ζαφείρη Τζαννάτου* σχετικά με τον σχεδίασμά και την εφαρμογή των δυο πρώτων Μνημονίων Κατανόησης, που έσωσαν την Ελλάδα από την άτακτη χρεοκοπία, την ολοκληρωτική καταστροφή και τη μετατροπή της σε Βενεζουέλα της Ευρώπης, είναι πολλαπλά σημαντικό. Πρώτον, διότι συμβάλλει στη μέχρι τώρα βιβλιογραφία που καταπιάνεται σοβαρά με τα αίτια της χρεοκοπίας από οικονομική σκοπιά και, δεύτερον, διότι θέτει σοβαρά ερωτήματα τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν τρόπον τινά πυξίδα για αποφυγή λαθών στο μέλλον.

Επί παραδείγματι:

  • ο περιορισμός του ελλείμματος πρέπει να γίνεται από περικοπές δαπανών ή αύξηση φόρων;
  • Ελήφθη υπόψη ο ρόλος των συντάξεων ως κύριου παράγοντα για τη μείωση της φτώχειας;
  • Ελήφθη υπόψη ο ρόλος της παραοικονομίας στην Ελλάδα;
  • Ελήφθη υπόψη ο αντίκτυπος του κοινωνικού διαλόγου;
  • Ήταν η ελληνική οικονομία υψηλού εργατικού κόστους ή υψηλού οικονομικού κόστους;

Δεν μπορώ να υπεισέλθω εδώ στις απαντήσεις που δίνει ο συγγραφέας στα ερωτήματα αυτά παραθέτοντας, αναλύοντας και αξιολογώντας πλήθος στοιχείων. Παρενθετικά, χρησιμότατο είναι και το Ημερολόγιο της κρίσης που προτάσσεται στο βιβλίο, πράγμα που βοηθάει πάρα πολύ τον αναγνώστη.

Η μελέτη υποστηρίζει τελικά ότι το ελληνικό πρόγραμμα προσαρμογής παρέκλινε από αυτά που θεωρούνται «καλές πρακτικές» στη διεθνή εμπειρία στην εφαρμογή ανάλογων προγραμμάτων. Το πρόγραμμα ήταν υπερβολικά αισιόδοξο και εμπροσθοβαρές. Προσπάθησε, δηλαδή, να πετύχει «πάρα πολλά, πολύ σύντομα». Θα μπορούσε να είχε σχεδιαστεί και εφαρμοστεί με μεγαλύτερη προσοχή.

Ο συγγραφέας έχει επίγνωση της πολιτικής διάστασης των πραγμάτων, αλλά δεν καταπιάνεται διεξοδικά με αυτήν. Απλώς, αναφέρεται στις θεσμικές και πολιτικές ανεπάρκειες της χώρας. Γενικά, όπως προκύπτει και από δημόσιες τοποθετήσεις του σε ΜΜΕ, υποστηρίζει ότι το ελληνικό πρόβλημα έγκειται στη διακυβέρνηση κι ότι η χώρα χρειάζεται ρεαλιστική οικονομική πολιτική, όχι θεωρίες και ιδεοληψίες, πράγμα που θα μπορούσε να εκφραστεί μέσα οπό μια κυβέρνηση «εθνικής ενότητας».

Ο συγγραφέας δεν είναι ο μόνος που διατυπώνει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τον σχεδίασμά των πρώτων μνημονίων και τη διάγνωση του ελληνικού προβλήματος, εάν δηλαδή επρόκειτο περί κρίσης ρευστότητας ή φερεγγυότητας (εμφανώς επρόκειτο για τη δεύτερη περίπτωση).

Το θέμα δεν είναι εάν έγιναν λάθη στον σχεδιασμό του πρώτου ή του δεύτερου μνημονίου, διότι η άλλη πτυχή αφορά στην εφαρμογή τους και την ελληνική «ιδιοκτησία» τους. Φυσικά και έγιναν λάθη και με τους «πολλαπλασιαστές» και με άλλα πολλά. Και φυσικά έπρεπε να διασωθούν οι γαλλικές και γερμανικές τράπεζες λόγω της έκθεσής τους στο ελληνικό χρέος. Και φυσικά η αρχιτεκτονική του ενιαίου νομίσματος δεν ήταν τέτοια που να μπορούσε από μόνη της να αντέξει τους κλυδωνισμούς μιας παγκόσμιας οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης. Κι ούτε μπορεί να απορριφθεί ο ισχυρισμός ότι υπήρχε και κάποια σκληρότητα ή διάθεση κάποιας «τιμωρίας», δικαιολογημένη ή όχι, έναντι της χώρας μας.

Ωστόσο, από την άλλη μεριά, είναι γεγονός ότι η Ε.Ε. για πρώτη φορά αντιμετώπιζε τέτοια προβλήματα, ήταν λογικό να αναζητήσει νέες θεσμικές λύσεις, συνεργασία με το ΔΝΤ και να προστατεύσει το ευρώ κι άλλες αδύναμες χώρες του Νότου από τη «μολυσματική μετάδοση» της ελληνικής νόσου.

Θα μπορούσε, δηλαδή, να σωθεί η Ελλάδα χωρίς να διατηρηθεί και να στηριχτεί το ευρώ;

Θα μπορούσε να δοθεί στην Ελλάδα το μεγαλύτερο δάνειο που έχει δοθεί παγκοσμίους σε χρεοκοπημένη χώρα χωρίς το ευρώ;

Θα μπορούσε ποτέ να γίνει τέτοιο «κούρεμα» των χρεών της, που δεν έχει γίνει για καμιά άλλη χώρα παγκοσμίους, χωρίς τη διατήρηση του ευρώ; Με γερμανικά μάρκα, στερλίνες, γαλλικά φράγκα ή δολάρια;

Ακόμα και μια ετεροβαρής στήριξη δεν αποτελεί έμπρακτο δείγμα αλληλεγγύης των εταίρων μας, ακόμα και των πιο αδυνάτων;

Μήπως έχει δίκαιο και ο υπουργός Οικονομικών της μικρής Μάλτας όταν μας ζητά να τηρήσουμε τα υπεσχημένα τη στιγμή που και η χώρα τους μας δανείζει με επιτόκιο μικρότερο από αυτό με το οποίο δανείζεται η ίδια; Μήπως δεν είναι και τόσο «τοκογλύφοι» οι Ευρωπαίοι εταίροι μας;

Ένα δεύτερο και εξίσου σημαντικό ερώτημα, που συχνά κάνει κι αυτό την εμφάνισή του σε διάφορες, σοβαρές μάλιστα αναλύσεις, σχετίζεται με τη δήθεν επιβολή της λιτότητας από τους «ξένους». Θα ήταν, άραγε, δυνατή η δημοσιονομική προσαρμογή μιας χώρας με διπλά (ισοζύγιο πληρωμών και προϋπολογισμός) τεράστια ελλείμματα χωρίς λιτότητα και πτώση του ΑΕΠ και του βιοτικού επιπέδου των πολιτών; Νομίζω μόνο ως αποκύημα φαντασίας και πολιτικής απάτης. Ωστόσο, παραμένει το ερώτημα, καθ’ όλα νόμιμο, σχετικά με τα αίτια μιας τέτοιας μεγάλης και παρατεταμένης ύφεσης, πτώσης του ΑΕΠ κατά 25%, δίκαιου επιμερισμού των διάφορων βαρών που αναγκαστικά ανέκυψαν και άλλα συναφή. Είναι, όμως, άλλης τάξεως ερωτήματα. Δεν έχουν να κάνουν με τη δήθεν δυνατότητα αποφυγής του αναπόφευκτου, όταν ακόμα χρειαζόμαστε τα δανεικά των εταίρων μας και δεν μπορούμε να σταθούμε στα πόδια μας.

Κανείς δεν είναι πλέον διατεθειμένος να μας δανείζει για να διαιωνίζουμε μια επίπλαστη καταναλωτική ευημερία. Χωρίς να τακτοποιήσουμε τα του οίκου μας. Και, φυσικά, κανείς δεν πρόκειται πλέον να μας εμποδίσει εάν αποφασίσουμε να αυτοκτονήσουμε εγκαταλείποντας το πρόγραμμα, το ευρώ και κατ’ επέκταση την Ε.Ε., προς αναζήτηση μιας χιμαιρικής «άλλης λύσης» που θα αποτελεί καταστροφική οικονομική και γεωπολιτική επιλογή.

Υπό το φως βέβαια των μετέπειτα εξελίξεων, αφότου δηλαδή το πηδάλιο της διακυβέρνησης της χώρας ανέλαβε η αριστεροδεξιά εθνολαϊκιστική κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που οδήγησαν στο τρίτο και επαχθέστερο μνημόνιο με νέο κόστος άνω των 100 δισ. ευρώ και την τραγική κατάσταση την οποία βιώνει σήμερα η χώρα, που τη βύθισαν σε νέο τέλμα, αδιέξοδα και φαύλο κύκλο, οι παραινέσεις και τα συμπεράσματα του βιβλίου ασφαλώς και υπέχουν τη θέση του «βοώντος σε ώτα μη ακουόντων». Αλλά, η τραγική μας και διχαστική κυβέρνηση προφανώς και δεν είχε ούτε φυσικά έχει ανάγκη τέτοιων νηφάλιων αναλύσεων από επιστήμονες, όπως ο Τζαννάτος, που έχουν διεθνή πείρα διαχείρισης παρόμοιων προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής και σταθεροποίησης σε άλλες χώρες.

Γι’ αυτό, άλλωστε, φόρτωσαν τη χώρα και τους πολίτες με 10πλάσια βάρη απ’ το «τρισκατάρατο» email Χαρδούβελη.

Γι’ αυτό, άλλωστε, η εγκληματική πολιτική της κυβέρνησης έχει δημιουργήσει και στη χώρα μας ένα συνεχώς διογκούμενο αντιευρωπαϊκό ρεύμα, συνέπεια της παταγώδους διάψευσης της λαϊκίστικής επαγγελίας. Συνέπεια της απογοήτευσης όσων καλή τη πίστη ενέδωσαν στις λαϊκίστικές σειρήνες και έπεσαν θύματα της μεγαλύτερης πολιτικής απάτης στη Μεταπολίτευση.

Γι’ αυτό, άλλωστε, βρισκόμαστε ξανά ενώπιον χείριστων επιλογών.

Γι’ αυτό, άλλωστε, διαιωνίζεται ο φαύλος κύκλος.

Γι’ αυτό, άλλωστε, οι απελπισμένοι πολίτες, εθισμένοι στη δημαγωγία και τον διχαστικό λόγο των κυβερνώντων, που μόνο με αυτόν μπορούν να επιζήσουν, αναζητούν νέους «σωτήρες» και εμφανίζονται έτοιμοι να παραδώσουν την ορθοκρισία τους στον πρώτο τυχόντα αγύρτη πολιτικό αριστερής ή άλλης κοπής, που είναι σε θέση να απευθυνθεί στο συναίσθημα και να πείσει ότι κατέχει τη μαγική ράβδο των εύκολων λύσεων.

Η έλλειψη τριών βασικών προϋποθέσεων εμποδίζει τη χώρα να βγει από τα χρόνια αδιέξοδά της και να οικοδομήσει το μέλλον της σε στέρεες και διαρκείς βάσεις.

Πρώτον, η έλλειψη αυτοκριτικής, αυτογνωσίας και ανάληψης ευθύνης σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο.

Δεύτερον, η έλλειψη πολιτικής κουλτούρας συναίνεσης, η οποία δεν αναφέρεται μόνο σε κυβερνήσεις συνεργασίας μακράς πνοής που θα θέσουν τα θεμέλια της προόδου αλλά πολιτικής συνεννόησης και συμφωνίας περί των βασικών, και τρίτον, η έλλειψη ουσιαστικής κοινωνικής αλληλεγγύης και ιδεολογίας που προάγει την κοινωνική δικαιοσύνη με πλήρη σεβασμό των θεσμών της φιλελεύθερης πολιτικής δημοκρατίας.

Μέσα σε ένα τέτοιο ιδεολογικό και πολιτικό περιβάλλον η απαισιοδοξία κυριαρχεί, οι ρεαλιστικές λύσεις απορρίπτονται και ο λαϊκισμός επικρατεί. Κατά συνέπεια, οι δυσκολίες και τα σταθερά εμπόδια για ουσιαστική έξοδο από την κρίση, καθόσον μείναμε τελευταίοι και ασθμαίνοντες, παραμένουν. Είναι δε πιθανόν να ενισχυθούν εάν οι πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη (ολλανδικές εκλογές, αλλά κυρίως γαλλικές προεδρικές εκλογές τον Απρίλιο και μετέπειτα βουλευτικές στη Γερμανία το φθινόπωρο) σε συνδυασμό με τυχόν ανατροπές της μέχρι τώρα αμερικανικής πολιτικής από την κυβέρνηση του κ. Τραμπ δημιουργήσουν ακόμα δυσκολότερο περιβάλλον για την επίλυση του «ελληνικού προβλήματος».

Εύχεται κανείς, για το καλό της χώρας, όλα αυτά να αποφευχθούν. Αλλά, η καταφυγή σε ευχές δεν είναι παρά η αποστροφή του προσώπου από επικείμενες δυσάρεστες εξελίξεις.
Μολονότι δεν αναφερεται στις σημερινές εξελίξεις, το βιβλίο του Τζαννάτου προσφέρει πλούσιο υλικό για πολλά πράγματα. Για τις αιτίες, για όσα έπρεπε να γίνουν και δεν έγιναν, για όσα έγιναν στραβά και τα συναφή. Μόνο να κερδίσει έχει ο προσεκτικός αναγνώστης και εχέφρων πολίτης από την ανάγνωσή του, που συνιστώ χωρίς καμιά επιφύλαξη.

* Ο οικονομολόγος καθηγητής Τζαννάτος, που ζει και εργάζεται εδώ και 40 χρόνια στο εξωτερικό, έχει, μεταξύ άλλων, διατελέσει σύμβουλος της Παγκόσμιας Τράπεζας, της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας και πρόεδρος της Οικονομικής Σχολής του Αμερικανικού Πανεπιστημίου της Βηρυτού. ‘Εχει δημοσιεύσει πολλά βιβλία, μελέτες κα άρθρα στους τομείς της εργασίας, της εκπαίδευσης, της κοινωνικής προστασίας και της στρατηγικής της ανάπτυξης.