Ένα σύντομο βιβλίο 150 σελίδων του Θοδωρή Πελαγίδη, καθηγητή Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, ( ΜΕΣΗ ΓΗ: Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ, Εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ, 2017) έρχεται να ρίξει νέους προβληματισμούς στην πολιτική αγορά και μάλλον να ταράξει κάπως τα νερά στο χώρο της Ν.Δ. Καθόλου τυχαία. Μέλος της επιτροπής αξιολόγησης στελεχών και του εποπτικού συμβουλίου για την εκπόνηση του προγράμματος της Ν.Δ. προτείνει τη μετεξέλιξη του παραδοσιακού κόμματος της συντηρητικής παράταξης σε ένα νέο ευρύχωρο, κυτταρικό, ευέλικτο, ανοιχτό, πολυτασικό, πλουραλιστικό, οργανωτικά πιο οριζόντιο και δυναμικό πολιτικό σχηματισμό.
Ανοιχτό κόμμα χωρίς φέουδα και αυτάρεσκες ηγεσίες. Ικανό να προσελκύσει τους αποστασιοποιημένους και απογοητευμένους πολίτες. Εμποτισμένου με τις αξίες της ανεκτικότητας, της κουλτούρας διαλόγου, συνεννόησης, συμβιβασμών, συνεργασίας και συλλογικής δράσης. Εξοπλισμένου με τις αρχές της ελευθερίας, της συλλογικότητας, των ίσων ευκαιριών.
Ο συγγραφέας πιστεύει ότι η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της Ν.Δ. προσφέρει μοναδική ευκαιρία για την ενσωμάτωση του Πολιτικού Κέντρου και τη δημιουργία μιας μεγάλης αστικής δημοκρατικής παράταξης. Θεωρεί τον πολιτικό αυτό χώρο εξόχως προνομιακό διότι, κατά την άποψή του, αποτελείται από κεντρογενείς ψηφοφόρους, μετριοπαθείς και σχετικά ανεξάρτητους, φιλοευρωπαίους και φιλοδυτικούς με προοδευτικά χαρακτηριστικά που θα ήθελαν αξιοκρατία, ίσες ευκαιρίες, ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό και κοινωνικό κράτος με έμφαση στην υγεία και τα καλά δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια. Αυτή είναι η Μέση Γη, οι πολιτικοί ένοικοι της οποίας μετακινούμενοι, όταν είναι άστεγοι, κρίνουν πάντα το εκλογικό αποτέλεσμα.
Υποστηρίζει επίσης ότι η ιστορική διαφορά ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά έχει περιορισμένη πλέον σημασία κι ότι είναι δυνατή η πολιτική συστέγαση των πολιτικών ρευμάτων της κεντροδεξιάς. Άλλωστε, κρίνει, πρόκειται απλώς για δυο πολιτικές φυλές χωρίς μεγάλες διαφορές μεταξύ τους. Τη στιγμή μάλιστα που δεξιά, ακροδεξιά, παρασιτικά και πελατειακά κοινωνικά στρώματα έχουν αποδημήσει οριστικά προς άλλους, ακραίους κομματικούς φορείς. Προς επίρρωση του ισχυρισμού του φέρνει ως παράδειγμα τη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ (Σαμαρά-Βενιζέλου), που την θεωρεί ως την καλύτερη κυβέρνηση των 15 τελευταίων ετών.
Επομένως, για τον συγγραφέα, η πολιτική τομή τοποθετείται ανάμεσα στα άκρα και τον αστικό πολιτικό κόσμο. Φιλοσοφία της κεντρώας πολιτικής είναι ο ευρωπαϊσμός, ο προοδευτικός, φιλελεύθερος πραγματισμός ιδιαίτερα για τις μεσαίες τάξεις που αποδεκατίζονται. Οι κινήσεις της Ν.Δ. προς το Πολιτικό Κέντρο θα ενδυναμώσουν την απήχησή της ως του μόνου υπαρκτού πολιτικού χώρου που μπορεί να κατισχύσει του ΣΥΡΙΖΑ και να σώσει τη χώρα.
Το βασικό ερώτημα που προκύπτει από την πολιτική ανάλυση του Πελαγίδη, εάν την κατανόησα σωστά, είναι κατά πόσον αποτελεί ρεαλιστική προσδοκία ή ευσεβή πόθο. Για πολλούς λόγους, τείνω προς τη δεύτερη εκδοχή.
Πρώτο, διότι, όπως και ο ίδιος αναφέρει, μόνο το ένα τρίτον των εσωκομματικών ψήφων του Κυριάκου Μητσοτάκη προέρχεται από ψηφοφόρους «του προοδευτικού ή και συντηρητικού και εκσυγχρονιστικού ανεξάρτητου κέντρου». Είναι αμφίβολο εάν αυτό αποτελεί επαρκή βάση για το «άνοιγμα» που επιθυμεί ο συγγραφέας καθώς ο νέος ηγέτης ενός πολυσυλλεκτικού κόμματος, όπως η Ν.Δ., θα πρέπει να εξισορροπήσει και τις άλλες, εμφανείς εσωκομματικές τάσεις, για να μην αναφερθώ στη λαϊκή εκλογική βάση του κόμματος.
Δεύτερο, δεν είναι καθόλου βέβαιο, ότι παρασιτικά και πελατειακά κοινωνικά στρώματα, τα οποία και δεν προσδιορίζονται, έχουν εγκαταλείψει τη Ν.Δ. ή άλλα ευρωπαϊκού προσανατολισμού και προοδευτικά πολιτικά κόμματα.
Τρίτο, η έννοια του όρου «αστικός» παραμένει εντελώς απροσδιόριστη. Περιλαμβάνει μόνο τα μικρομεσαία και μεσαία στρώματα κι είναι επαρκή τα οικονομικά ή εισοδηματικά κριτήρια για τον προσδιορισμό τους και τον πολιτικό τους προσανατολισμό; Επί παραδείγματι, στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, μετά από ένα καταστροφικό εξάμηνο που έφτασε τη χώρα στο χείλος της αβύσσου, στα σχετικά εύπορα βόρεια και νότια προάστια της Αθήνας και είναι ουκ ολίγα, όπου ευλόγως μπορούμε να υποθέσουμε ότι κατοικούν μεσαία στρώματα, η εκλογική επίδοση του ΣΥΡΙΖΑ κυμάνθηκε μεταξύ 25% με 31%. Τι ακριβώς πιστεύουν και τι ακριβώς θέλουν τα στρώματα αυτά για να ψηφίσουν για δεύτερη φορά ένα κόμμα της «ριζοσπαστικής αριστεράς» που εμφανώς τους εξαπάτησε; Πώς ακριβώς αντιλαμβάνονται και σταθμίζουν τα «αστικά» τους συμφέροντα;
Τέταρτο, εξ αντιδιαστολής, ποια άραγε θα είναι εκείνη η παράταξη στην οποία εξ ορισμού θα πρέπει να «χαριστούν» τα μη αστικάστρώματα; Είναι δυνατόν ένα «ακραιφνές» κόμμα των μεσαίων τάξεων να κυβερνήσει χωρίς συμμαχίες με τα λαϊκά στρώματα και χωρίς να τα πείσει ότι πράγματι το συμφέρον και το μέλλον τους εξαρτώνται από μια άλλη διακυβέρνηση και την εφαρμογή των δημόσιων πολιτικών που προτείνει ο συγγραφέας;
Πέμπτο, παραγνωρίζονται οι ιδεολογικές καταβολές της Μεσαίας Γης, όπου τα αντι-δεξιά σύνδρομα άλλων εποχών εξακολουθούν να διατηρούνται και εν μέρει να παραμένουν ισχυρά και
Έκτο, πώς μπορούν να ταξινομηθούν άλλα κοινωνικά στρώματα, π.χ. οι αγρότες αλλά και άλλες κοινωνικές και επαγγελματικές κατηγορίες που η κρίση, η ανασφάλεια και φτωχοποίησή τους, η ανεργία, η σημερινή τους γενικά κατάσταση αλλά και η έλλειψη οιασδήποτε προοπτικής και κοινωνικής ανοδικής κινητικότητας έχει παραδώσει στα χέρια των αριστερών και δεξιών λαϊκιστών;
Θα μπορούσα να παραθέσω κι άλλα επιχειρήματα για να στηρίξω την άποψή μου ότι η προσέγγιση του Πελαγίδη αναφέρεται στο επιθυμητό κι όχι στο ευκταίο. Γι αυτό και θα παραμείνει, εικάζω, μετέωρη μέχρι νεωτέρας τουλάχιστον ως προς το σκέλος της συγκρότησης μιας μεγάλης «αστικής δημοκρατικής παράταξης», όπως την οραματίζεται και τη θεωρεί αναγκαία.
Ωστόσο, συμμερίζομαι απόλυτα την εκτίμησή του ότι η Μέση Γη αποτελεί τον κρίσιμο χώρο και τον καθοριστικό παράγοντα που θα αναδείξει το επόμενο κυβερνητικό σχήμα. Διότι, εκτός των άλλων, διαθέτει ένα εξαιρετικά σημαντικό στελεχικό δυναμικό, ποσοτικά και ποιοτικά. Είναι απολύτως βέβαιο ότι τόσο η Ν.Δ. όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ θα κινηθούν προς αυτό το χώρο ως οι ισχυρότεροι επί του παρόντος πολιτικοί πόλοι που θα διεκδικήσουν την εκλογική τους επικράτηση. Υποθετικά και οι δυο έχουν απαλλαγεί από ακραία στοιχεία τους. Ουσιαστικά και οι δυο δεν έχουν άλλο ζωτικό πολιτικό χώρο να κινηθούν εφόσον οι πόρτες εκ δεξιών στην περίπτωση της Ν.Δ. και εξ ευωνύμων στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ παραμένουν ερμητικά κλειστές, εχθρικές και αδιαπέραστες.
Απομένει να διαπιστωθεί υπό ποιους πολιτικούς, ιδεολογικούς, προγραμματικούς και επικοινωνιακούς όρους θα γίνει το αναπόφευκτο αυτό «άνοιγμα» και με ποια αποτελέσματα. Το έδαφος προετοιμάζεται από αμφότερες τις πλευρές και η οξύτητα της διπολικής αναμέτρησης παραμένει η μόνη πολιτική σταθερά.
Απομένει συνάμα να διαπιστωθεί κατά πόσο οι σημερινοί συγκάτοικοι της Μεσαίας Γης, κόμματα, κινήσεις και άλλοι σημαντικοί παίκτες, θα παραδώσουν τα όπλα αμαχητί και θα επιτρέψουν την πολιτική και εκλογική τους λεηλασία. Πράγμα εξίσου απολύτως βέβαιο εάν διατηρηθεί η σημερινή κατάσταση του πολιτικού κατακερματισμού. Ούτε είναι βέβαιο ότι κάποιος ενωτικός πολιτικός σχηματισμός, εάν και όταν ήθελε προκύψει σχετικά σύντομα, χωρίς στιβαρή και αποδεκτή ηγεσία και χωρίς να εμπνεύσει μπορεί να αποτελέσει σανίδα εκλογικής σωτηρίας για τον εαυτό του ή ανάχωμα απέναντι στις αναμενόμενες φιλικές επιθέσεις άλωσης από τους δυο πόλους.
Υπό την έννοια των ανωτέρω, όποιος καταφέρει να κυριαρχήσει σε σημαντικό βαθμό στο μεσαίο χώρο, ο Άρχων της Μεσαίας Γης, θα είναι και ο Άρχων της επόμενης κυβέρνησης.
Υποθέτω ότι ο Πελαγίδης ως πραγματιστής θα έμενε ικανοποιημένος εάν οι προτροπές του προς τη νέα ηγεσία της Ν.Δ. είχαν ως αποτέλεσμα κινήσεις που θα διασφάλιζαν στο τέλος του δρόμου την εκλογική της επικράτηση και το σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης. Τα άλλα, περί «αστικής δημοκρατικής παράταξης», θα μπορούσαν να περιμένουν διότι απαιτούν μάλλον άλλες προϋποθέσεις.
Θα πρέπει να προσθέσω ότι το ήμισυ σχεδόν του βιβλίου καταλαμβάνει το κεφάλαιο για τις Κατευθύνσεις Δημοσίων Πολιτικών, ένα οιονεί κυβερνητικό πρόγραμμα γενικών κατευθύνσεων, σε συνεργασία με τον Μιχάλη Μητσόπουλο με τον οποίο έχει συγγράψει κι άλλα έργα, που έχουν εκδοθεί στα αγγλικά και ελληνικά. Πρόκειται για σοβαρή προσπάθεια εφ’ όλης της ύλης. Αξίζει να διαβαστεί με προσοχή και να συζητηθεί με επιστημονικά και κοινωνικο-πολιτικά κριτήρια, διότι διαπνέεται από συγκεκριμένες αντιλήψεις και παρεμβάσεις σε πολλά επίπεδα.
Οι απόψεις του Πελαγίδη για το Πολιτικό Κέντρο εδράζονται στην πεποίθησή του για τη δημιουργία ενός ισχυρού διπολικού, δικομματικού συστήματος κι έχουν ως αναγκαίο παρακολούθημα ένα σταθερό εκλογικό σύστημα που να το υπηρετεί. Ο συγγραφέας τάσσεται σαφώς υπέρ του πλειοψηφικού συστήματος έχοντας ως πρότυπο το Ηνωμένο Βασίλειο με επιχειρήματα ότι απομονώνει και εξουδετερώνει τα πολιτικά άκρα, αποφεύγει τον πολιτικό κατακερματισμό και οδηγεί σε σταθερή διακυβέρνηση. Υποστηρίζει μάλιστα ότι συμφέρει και στον ΣΥΡΙΖΑ να το υιοθετήσει.
Ωστόσο, οι εκλογές στη Βρετανία δεν έδιναν πάντα αυτοδύναμες κυβερνήσεις, όπως και οι πρόσφατες (8/6). Μεταξύ πλειοψηφικών και αναλογικών εκλογικών συστημάτων υπάρχουν άλλα ενδιάμεσα τα οποία διασφαλίζουν και αναλογικότερη εκπροσώπηση και ισχυρές κυβερνήσεις, είτε αυτοδύναμες είτε συνεργασίες. Οι τελευταίες δεν τα πήγαν καθόλου άσχημα σε πολλές χώρες, διασφαλίζοντας την ανάπτυξη, την συλλογική πρόοδο και ευημερία, το κοινωνικό κράτος. Αντίθετα, η ακραία δικομματική πόλωση ενισχύει τη δημαγωγία, το λαϊκισμό, την ιδεολογική ακαμψία και την αλαζονεία σε βάρος της μετριοπάθειας, της συνεργασίας, της συνεννόησης, της συναίνεσης και του πολιτικού πολιτισμού που τόσο έχουμε ανάγκη, ιδιαίτερα λόγω του ιστορικού παρελθόντος που συνεχώς αναβιώνει με απερίγραπτη βία, μίσος, μισαλλοδοξία και εχθρότητα.
Το πρόβλημα δεν είναι αφηρημένα «σταθερές κυβερνήσεις». Όλοι προσυπογράφουν το επιθυμητό. Το ζητούμενο είναι τι κυβερνήσεις έχει ανάγκη η χώρα. Οι πολίτες φέρουν την ευθύνη της επιλογής τους και υφίστανται τις συνέπειές της. Με την ψήφο των πολιτών άνετα μπορούν να προκύψουν άθλιες και αυταρχικές κυβερνήσεις, απίστευτες και αυτοκαταστροφικές αποφάσεις και κανένα εκλογικό σύστημα δεν μπορεί να τα αποτρέψει.
Γι αυτό, ιδιαίτερα υπό τις σημερινές συνθήκες διάταξης των πολιτικών δυνάμεων, μόνο ένας αυτόνομος και ισχυρός πολιτικός σχηματισμός στο μεσαίο χώρο, στη Μεσαία Γη, μπορεί να διασφαλίσει την ισορροπία του πολιτικού συστήματος και την προοδευτική και καλή διακυβέρνηση της χώρας, χωρίς ακρότητες, διχαστικά κηρύγματα και δήθεν «καθαρές» λύσεις που συνήθως οδηγούν σε τραγικές διαψεύσεις, απάτες, αυταπάτες και αυταρχισμό. Σε βάρος του κοινωνικού συνόλου και της χώρας.
* Μέση Γη, Η επιστροφή του πολιτικού κέντρου, Θοδωρής Πελαγίδης, Εκδόσεις Παπαζήση, ISBN 978-960-02-3308-7