Το νέο βιβλίο της Ιωάννας Τσιβάκου, καθηγήτριας του Παντείου Πανεπιστημίου, που με τις εξαιρετικές διατριβές της προσπαθεί πάντα να εμβαθύνει θεωρητικά και πρακτικά στις πολύπλευρες διαστάσεις των θεσμών και των τυπικών οργανώσεων, παρουσιάζει έντονο και επίκαιρο ενδιαφέρον.
Έντονο, διότι η σημερινή ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση προσανατολισμού και ταυτότητας, εθνικής και πολιτικής, στην περίοδο της κρίσης που ταλανίζει ακόμα τη χώρα. Σε συνθήκες μάλιστα γενικευμένης κρίσης αξιών και θεσμών, αδυνατεί να συγκροτηθεί σε πολιτικό σώμα για να οδηγήσει το εθνικό σκάφος σε ασφαλές λιμάνι εν μέσω της τρικυμίας. Δεν είναι σε θέση να στοχαστεί και να προβληματιστεί πάνω σε θέματα θεσμών και ηγεσίας και στα ειδοποιό στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη σχέση τους.
Επίκαιρο δε, διότι η αναζήτηση μιας ισχυρής, ηγετικής και χαρισματικής πολιτικής προσωπικότητας, που ως διά μαγείας ή deus ex machina θα οδηγήσει τη χώρα όχι μόνο στη Σωτηρία αλλά και στη Γη της Εποτγγελίας, εξακολουθεί να κατέχει κυρίαρχη θέση στο συλλογικό ασυνείδητο και φαντασιακό της. Χαρακτηριστικό, βέβαια, κοινωνιών που δεν έχουν την εμπειρία του Διαφωτισμού. Που δεν είναι σε θέση να διαμορφώσουν έναν ισχυρό άξονα ηθικών αξιών και να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ της αρετής της πεποίθησης και της αρετής της ευθύνης, κατά τον ιδεατό πολιτικό τύπο του Μαξ Βέμπερ, ήτοι τον συγκερασμό των υψηλών ηθικών αρχών με την αποτελεσματικότητα διαμέσου του διαλόγου, των διαθέσιμων μέσων και των ορθολογικών αποφάσεων.
Γι’ αυτό και ο πολιτικός διάλογος, τρόπον τινά, στη χώρα μας εκφυλίζεται σε ακατάσχετη, μανιχαϊστική και επιβλαβή τελικά ηθικολογία, την άλλη όψη μιας απύθμενης υποκρισίας.
Ηγέτες και θεσμοί
Η συγγραφέας πραγματεύεται ακριβώς τις σχέσεις αυτές θεσμών και ηγέτη δημιουργώντας ένα θεωρητικό ερμηνευτικό πλαίσιο που δεν παραγνωρίζει το ιστορικό υπόβαθρο των πολιτισμικών αξιών. Γι’ αυτό και αποτολμά να βυθιστεί στα άδυτα της συλλογικής μνήμης για να πιστοποιήσει τον πυρήνα εκείνων των αξιών, όπως π.χ. της ανδρείας, του ηρωισμού, της κοινωνικής δικαιοσύνης, που επηρεάζουν τις σύγχρονες κοινωνικές και πολιτικές επιλογές με μια ιστορική επισκόπηση, κατ’ ανάγκη συμπυκνωμένη, από την κλασική αρχαιότητα και το Βυζάντιο μέχρι τις μέρες μας.
Με την καταφυγή στο ιστορικό υπόβαθρο η συγγραφέας προσπαθεί να διακρίνει το αδιάσπαστο εκείνο νήμα των «άυλων στοιχείων» που μεταδίδονται διαχρονικά διά της κουλτούρας από γενιά σε γενιά και που συγκροτούν το σώμα «των παραδόσεων του ελληνικού έθνους». Το ρεύμα αυτό της «παράδοσης» αναπόφευκτα έρχεται σε σύγκρουση με τα σύγχρονα ρεύματα και δημιουργεί «κοινωνικοθεσμικές αντιφατικότητες», με εμφανές αποτέλεσμα «οι μεν πολιτικοί ηγέτες δύσκολα μπορούν να χειριστούν, οι δε πολίτες αδυνατούν να ελέγξουν διότι τους λείπει η σχετική αυτογνωσία» (σελ. 113).
Ενσωμάτωση και ενσάρκωση
Δυο βασικοί όροι για να κατανοήσουμε την προβληματική της συγγραφέως είναι η ενσωμάτωση και η ενσάρκωση. Ο μεν πρώτος αποτυπώνει το τελικό αποτέλεσμα, πάντα βέβαια υπό διαμόρφωση, μιας διαδικασίας κατά την οποία υλικά και άυλα (αξίες, ιδεώδη) στοιχεία καθίστανται συστατικό μέρος του «σώματος» μιας οντότητας. Π.χ., η ενσωμάτωση της δημοκρατίας στο συνταγματικό κράτος. Ο δε δεύτερος, εμφανώς θεολογικής προέλευσης, παραπέμπει στην ένωση του σώματος με ορισμένα άυλα στοιχεία -όπως ψυχή ή πνεύμα- που το ενεργοποιεί (έτσι έχουμε την ενσάρκωση του Υιού του Θεού στο σώμα του Ιησού). Δίνοντας η συγγραφέας έμφαση στις δυνατότητες που κατέχει το σώμα, χρησιμοποιεί τον όρο της ενσάρκωσης για να δείξει το νοηματικό εύρος και συνεπώς την πολλαπλότητα των ερμηνειών, όπως και τη διεισδυτική ικανότητα στον ανθρώπινο ψυχισμό, που αποκτούν ορισμένες άυλες οντότητες -όπως για παράδειγμα οι ηθικές αξίες- κατά την ενσάρκωσή τους στο σώμα του ηγέτη (σελ. 25). Κατόπιν αυτού, ο ηγέτης ως φυσική παρουσία γίνεται είτε ο ενσαρκωτής των αξιών του θεσμού που εκπροσωπεί, είτε, σε περίπτωση ισχνών θεσμών, ο άμεσος ενσαρκωτής των συλλογικών ιδεωδών και προσδοκιών της κοινωνίας του.
Η ανάλυση αυτή οδηγεί τη συγγραφέα σε συγκρίσεις μεταξύ ελληνικού και δυτικού τύπου πολιτικής ενσάρκωσης επισημαίνοντας τρεις διαφοροποιητικούς παράγοντες:
Ο πρώτος αναφέρεται στην ψυχική συγκρότηση του ατόμου και στην πολιτική ηθική με την οποία ζυμώθηκε.
Ο δεύτερος αφορά στην οργάνωση και διοίκηση των θεσμών και ο τρίτος σχετίζεται με την ιδέα του έθνους που εγκολπώνεται το αστικό κράτος.
Δεν μπορώ να επεκταθώ επί αυτών των παρατηρήσεων. Αρκεί να υπογραμμίσω ότι η συγκριτική αυτή ανάλυση και «αντι-παράθεση» οδηγεί τη συγγραφέα στο συμπέρασμα ότι οι βαθιά ριζωμένες στην ελληνική συλλογική συνείδηση αντιλήψεις περί του έθνους δεν μπορούσαν να είναι συμβατές και αρμονικά δεμένες με τη μορφή του δυτικού κράτους που η χώρα επέλεξε να ενδυθεί. Ο πυρήνας των εμπεδωμένων πεποιθήσεων και ιδεωδών του ελληνικού έθνους προσέκρουσε με δύναμη στον ορθολογισμό και τις αξίες του σύγχρονου δυτικού κράτους.
Σύμβολα και κουλτούρα
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου εξετάζονται τα ζητήματα των θεσμών και της ηγεσίας από την οπτική της ενσάρκωσης, υπό την έννοια που εξηγήθηκε πιο πάνω. Επί παραδείγματι, στο κεφάλαιο «Σώμα και Νόημα» δίνεται ιδιαίτερη σημασία στη «γλώσσα του σώματος» του ηγέτη υπό την έννοια των πρώτων αυθόρμητων συναισθημάτων έλξης ή απώθησης που προκαλεί στους οπαδούς του. Διότι, όπως επισημαίνει η συγγραφέας, «η γλώσσα του σώματος συνοδεύει την ομιλία και λειτουργεί ως συναισθηματικό υπόστρωμα για τη σύλληψη και τη μεταφορά του νοήματος της στο λογικό μέρος της διάνοιας» (σελ. 59).
Στο κεφάλαιο για το «Υποκείμενο της Ενσάρκωσης» υπογραμμίζεται το γεγονός ότι ο ηγέτης κινείται υποχρεωτικά μέσα σε πλαίσιο ερμηνείας που καθορίζεται από τον σκοπό, τη γλώσσα επικοινωνίας και το «καθεστώς αλήθειας» που εκάστοτε κυριαρχεί στην κοινότητα μέσα στην οποία ζει και δραστηριοποιείται. Εν προκειμένω, η Τσιβάκου βρίσκει την ευκαιρία να αναφερθεί στη δυνατότητα μιας ατομικότητας, και υπονοείται αυτής του ηγέτη, να συλλαμβάνει τις συλλογικά κατασκευασμένες άυλες οντότητες -όπως ιδέες και αξίες- και να τις ενσαρκώνει. Πώς δηλαδή πραγματώνεται η ουσίωση της συλλογικότητας μέσω ενός ατομικού σώματος (σελ. 183).
Υπ’ αυτή την οπτική, οι πολιτικοί ηγέτες στηρίζουν την ερμηνεία τους σε σύμβολα που έχουν αποκτήσει από την παιδεία τους, την παράδοση και την τρέχουσα κουλτούρα. Με την ίδια έννοια έχουν την επιλογή είτε να συμπλεύσουν με τις κυρίαρχες επιθυμίες και την «πολιτική κουλτούρα» της κοινωνίας τους, να γίνουν δηλαδή απλώς άβουλα ηχεία των οπαδών τους, πισθάγκωνα προοδεμένοι στο άρμα των λαϊκών προσδοκιών, ψευδαισθήσεων και φαντασιώσεων, είτε να τολμήσουν πράγματι να «ηγηθούν», αλλάζοντας τα πολιτισμικά πρότυπα.
Το ηθικό και αξιακό πλαίσιο της πολίτικης
Καμιά έννομη εξουσία δεν μπορεί να αγνοήσει το ηθικό και αξιακό πλαίσιο της πολιτικής. Αν, όμως, οι πολιτικοί ηγέτες, ιδιαίτερα οι χαρισματικοί, απευθύνονται μόνο στο ασυνείδητο των πολιτών, καλλιεργώντας τα συναισθήματα των οπαδών, τότε η καταφυγή στον πολιτικό λαϊκισμό είναι αναπόφευκτη, καθώς η παραποίηση, η ψευδολογία, η παραπλάνηση και τελικά η ηθικολογία και η ιδεοληψία αντικαθιστούν την πραγματική πολιτική. Οι ηγέτες όχι μόνο δεν αντιστέκονται στα «λαϊκά αιτήματα», όσο παράλογα και ανεδαφικά κι αν είναι, αλλά, αντίθετα, τα υιοθετούν και τα υποδαυλίζουν και κατά συνέπεια παγιδεύονται στις ανέφικτες «συναισθηματικές αλήθειες» που δεν έχουν καμιά επαφή με την πραγματικότητα.
Η κατασκευή του ηγετικού προφίλ
Με την ίδια προβληματική η Τσιβάκου δίνει ιδιαίτερη προσοχή στην «τεχνολογική ενσάρκωση», προϊόν της σύγχρονης ψηφιακής τεχνολογίας που διαρκώς εξελίσσεται. Διότι, αυτή, στην πολυπλοκότητά της, έχει τους δικούς της κανόνες και τη δική της «γλώσσα» για να κατασκευάσει τελικά το είδωλο του ηγέτη στην εποχή της εικόνας, κυρίως της τηλεοπτικής. Η ανάλυση εστιάζεται στη δύναμη των μέσων μαζικής ενημέρωσης και ιδίως στην παντοδυναμία της εικονικής ενσάρκωσης. Η κατασκευασμένη και επεξεργασμένη εικονική μορφή απορροφά στην ουσία το πραγματικό καθώς οι σχέσεις ηγετών και οπαδών, κυβερνώντων και κυβερνωμένων διαμεσολαβούνται στο πεδίο των τεχνολογικών μέσων. Το «εικονικό φαίνεσθαι» και η έμφαση στην εικόνα κυριαρχούν. Η σημερινή στρατιά συμβούλων και ειδικών που επιστρατεύονται ενδιαφέρεται πρωτίστως να βελτιώσει και να προσαρμόσει στις τεχνολογικές απαιτήσεις τη γλώσσα του σώματος και τον λόγο των ηγετών. Να κατασκευάσει δηλαδή την εικόνα τους, το ηγετικό τους προφίλ. Να τους μυήσει στα μυστικά των Μέσων και να τους εκπαιδεύσει στην τηλεοπτική προσομοίωση. Δευτερευόντως ασχολούνται με συμβουλές περί του ορθού, του σώφρονος και των πολιτικών δράσεων που πρέπει να σχεδιαστούν και να εφαρμοστούν για το γενικό καλό. Άλλοι τα καταφέρνουν, άλλοι όχι. Οι τηλεθεατές είναι πολύ δύσκολο να μην παγιδευτούν στη γοητεία των επιδέξιων λαϊκιστών. Παρ’ όλα αυτά, η συγγραφέας δείχνει τη δύναμη που έχει η πραγματικότητα να διαφεύγει από τα μαγικά κάτοπτρα της εικονικότητας. Με λίγα λόγια, δείχνει πώς η τεχνολογική αναπαράσταση, άθελά της, αφήνει κενά έτσι που ο συνειδητοποιημένος θεατής να μπορέσει τελικά να διακρίνει πως ο ηγέτης είναι γυμνός (σελ. 254-255).
Σαν συμπεράσματα
Αυτό είναι το επιστημονικό πλαίσιο, όπως το αντιλαμβάνομαι κι όπως προσπάθησα να το αποδώσω συμπυκνωμένα, από το οποίο η Τσιβάκου αντλεί τις ερμηνευτικές εξηγήσεις της για την αναζήτηση χαρισματικών ηγετών από μια κοινωνία και πολιτεία όπου η υστέρηση στην κοινωνική-λειτουργική διαφοροποίηση και οι θεσμικές δυσλειτουργίες είναι εμφανείς, δημιουργώντας και διαιωνίζοντας ορατά αδιέξοδα.
Γι’ αυτό στο Επίμετρο υπογραμμίζει την αδήριτη ανάγκη να δοθεί ύψιστη προτεραιότητα στην ανοικοδόμηση, συγκρότηση και ανάπλαση των θεσμών. Δεν έχουμε χρεία χαρισματικών ηγετών αλλά σοβαρών πολιτικών-μεταρρυθμιστών ικανών να συλλαμβάνουν τη σπουδαιότητα και την ιστορικότητα των δημόσιων θεσμών καθώς και τις αναγκαίες προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες μπορούν να λειτουργήσουν και να αποδώσουν. Το σημαντικότερο δε, αρκετά θαρραλέων για να (απο)τολμήσουν να τους αλλάξουν προς όφελος του δήμου. Πρέπει συνάμα να έχουν σχέδιο και σαφή αντίληψη του ηθικού σκοπού που ενσαρκώνουν οι θεσμοί καθώς και των μεταρρυθμιστικών συνεπειών.
Πρόκειται, όμως, για μια πολύ δύσκολη υπόθεση καθώς, όπως επισημαίνει και η ίδια η συγγραφέας, οι μεταρρυθμίσεις απαιτούν κοινωνική συναίνεση. Κι αυτή συνδέεται αναπόσπαστα με την ωριμότητα του εκλογικού σώματος όχι μόνο να αποδεχτεί την ορθότητα των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων αλλά και εμπράκτως να τις στηρίζει. Δεν είναι καθόλου δεδομένη μια τέτοια διάθεση σε συνθήκες «ελλιπούς αυτογνωσίας» των ατόμων σε μια ελληνική κοινωνία διηνεκώς «τελούσα υπό την προκατάληψη του συνεχούς κατατρεγμού». Όταν οι κοινωνικές δομές και η κουλτούρα φαίνεται να μην είναι συμβατές με τις πραγματικές ανάγκες της σημερινής ελληνικής κοινωνίας, δεν είναι ανεξήγητο το ότι η συνείδηση παραμένει αιχμάλωτη παρωχημένων νοοτροπιών που εκδηλώνονται με ανάλογες συμπεριφορές. Δεν είναι ανεξήγητο το ότι τα «συλλογικά ιδεώδη», που πράγματι νοηματοδοτούν τον δημόσιο βίο και διασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή, τοποθετούνται κάπου στους αιθέρες, στο γαλακτικό «παράλληλο σύμπαν», έπεα πτερόεντα.
Η Τσιβάκου υπογραμμίζει τελικά ότι ως κοινωνία διεπόμοιστε από μια εσωτερική αντίφαση: παρά τα υψηλά ιδεώδη από τα οποία εμπνεόμαστε «δεν καταβάλλουμε καμιά προσπάθεια να πειραματιστούμε πειθαρχημένα με μορφές ηγεσίας που θα καθιστούσαν τα ιδεώδη αυτά συμβατά αφενός με τις διεθνείς γεωπολιτικές συνθήκες και οικονομικές εξελίξεις και αφετέρου με τις υποχρεώσεις που γεννά ένας σύγχρονος, θεσμικά οργανωμένος κοινωνικός βίος». Δεν φαίνεται να είναι πολλοί διατεθειμένοι να αναλάβουν το προσωπικό κόστος, όχι ανοτγκαστικά οικονομικό, που συνεπάγεται η πορεία ενίσχυσης και ανανέωσης των θεσμών, ο αναγκαίος εκσυγχρονισμός τους.
Πρόκειται για ένα θαυμάσιο και πολύ σημαντικό βιβλίο με πλούσιους και επίκαιρους προβληματισμούς από μια ιδιαίτερη σκοπιά, γραμμένο, όπως όλα τα βιβλία της Τσιβάκου, σε εξαιρετικά ελληνικά.
Επιμύθιο
Θα αποφύγω τον πειρασμό να τραβήξω λεπτομερείς αναλογίες με τα όσα συμβαίνουν στη χώρα μας την τελευταία περίοδο. Διότι, πολιτικός με κάποιο «χάρισμα», που παριστάνει τον ηγέτη παράταξης και τον εκφραστή των αγωνιστικών παραδόσεων «του λαού μας», παραδόσεις οι οποίες αναβιώνουν με καταλήψεις σχολίων και πανεπιστημίων, καταστροφικές διαδηλώσεις και την άσκηση «καλής» βίας, όντας στην πραγματικότητα πολύ μικρού αναστήματος, αμόρφωτος και αδαής, κατάφερε να αναρριχηθεί στην εξουσία καταφεύγοντας στη μεγαλύτερη μαζική πολιτική απάτη που γνώρισε ποτέ η μεταπολίτευση.
Όχι μόνο δεν ενσάρκωσε κανένα θεσμό αλλά τους υπονομεύει συστηματικά. Τους περιφρονεί βαθύτατα ως «αστικούς». Γι’ αυτόν και το κόμμα του το θέμα είναι «ταξικό», με τους ίδιους να μην είναι γνωστό ποια ακριβώς «τάξη» εκπροσωπούν, πέραν από το «λαό τους».
Ωστόσο, επειδή οι πολίτες δεν είναι «ανόητοι», εύλογα συμπεραίνει κανείς ότι ήταν από καιρό «ιστορικά» έτοιμοι. Περίμεναν και ήθελαν να εξαπατηθούν, όπως και στο παρελθόν, από τον λαϊκιστή μεσσία. Το ήξεραν. Ο ίδιος δεν χάνει την ευκαιρία να τους το υπενθυμίζει. «Με ψηφίσατε»! Ενδεχομένως να τους αρέσει ακόμα και πάρα πολύ.
Μέχρι αποδείξεως του εναντίου, υπό την έννοια αναζήτησης κάποιου άλλου αντικαταστάτη του… με τις ίδιες ιδιότητες.
* Ιωάννα Τσιβάκου, Ο ηγέτης ως ενσάρκωση του θεσμού, Εκδόσεις I. Σιδέρη, Αθήνα, Νοέμβριος 2015, σελ. 290.