Διπλωματία και διεθνής επικοινωνιακή πολιτική

Την τελευταία τριετία, η βαθύτατη οικονομική κρίση, η ουσιαστική χρεοκοπία της χώρας και οι πιθανές επιπτώσεις της στην ευρωζώνη και στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα γενικότερα, καθώς και η συνεπακόλουθη θεσμική κρίση του πολιτικού συστήματος επέφεραν βαρύτατα πλήγματα στην εικόνα της Ελλάδος στο εξωτερικό. Διότι δεν πρέπει κανείς να πάψει να επαναλαμβάνει και να τονίζει σε όλους τους τόνους ότι η εικόνα μιας χώρας διαμορφώνεται πρωτίστους στο εσωτερικό της αν μη τι άλλο, διότι αντανακλά την εθνική και κοινωνική της ταυτότητα, το πολιτιστικό επίπεδο, τα επιτεύγματα, την αυτοπεποίθηση, τις προσδοκίες, τους στόχους και τις φιλοδοξίες ολόκληρης της χώρας. Η κοινότοπη αυτή διαπίστωση δεν φαίνεται να γίνεται αντιληπτή από όλους και, το χειρότερο, θεωρείται μάλλον δευτερεύουσα ή έσχατη προτεραιότητα σε σχέση με «άλλες» πιο «επείγουσες», εσωτερικής φύσεως πάντα. Κι όμως, είναι στενά συνυφασμένη με την ευημερία ενός λαού, με την αξιοπιστία του κράτους.

Δεν ήταν πάντα η εικόνα αυτή ιδανική. Βραδυπορούντες σε όλα εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που βρεθήκαμε στο στόχαστρο ως «μαύρο πρόβατο», ως παράδειγμα προς αποφυγήν μάλλον παρά προς μίμηση. Ακόμη και σε περιόδους εμφανούς οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας, όπως στην περίοδο προ των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004, δεχτήκαμε καταιγισμό αρνητικών δημοσιευμάτων. Με την αφαίρεση των έκδηλα και σκόπιμα κακόβουλων τα δημοσιεύματα αυτά εξέφραζαν την έντονη δυσπιστία απέναντι στις ικανότητες και τις δυνατότητές μας. Μπορεί, βέβαια, η άψογη τελικά διεξαγωγή των ΟΑ και το κλίμα ευφορίας και αισιοδοξίας που μετέφερε η Αθήνα την εποχή εκείνη να διέψευσαν παταγωδώς τις αιτιάσεις και δυσοίωνες προβλέψεις μέχρι ευχάριστης έκπληξης και έκφρασης δημόσιας συγγνώμης. Μπορεί ακόμα η εικόνα της χώρας να βελτιώθηκε σημαντικά και να ενισχύθηκαν στις διεθνείς προσλαμβάνουσες ορισμένα σύγχρονα θετικά χαρακτηριστικά της πέραν από τα συνήθη στερεότυπα. Ωστόσο, το αναμφισβήτητα θετικό αυτό κλίμα δεν έτυχε της δέουσας συλλογικής πολιτικής προσοχής, επεξεργασίας και διεθνούς συστηματικής αξιοποίησης. Κι αυτό δεν οφείλεται μόνον στις μόνιμες αδυναμίες της κρατικής οργάνωσης, στην παντελή απουσία στρατηγικού οράματος, στην πανσπερμία των εγχώριων φορέων διεθνούς επικοινωνίας, στα διάφορα γραφειοκρατικά «μαγαζιά» και στην έλλειψη σταθερών και ουσιαστικών μηνυμάτων, όπως μια πρόχειρη ματιά στις αλλαγές της διαφημιστικής εκστρατείας του EOT κάθε χρόνο μπορεί να πείσει και τον πιο δύσπιστο, αλλά και στην έρπουσα δημοσιονομική και κρατική αποσύνθεση, με αποκορύφωμα τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2007 και μετέπειτα την απόκρυψη των πραγματικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων της χώρας. Το όσα ίχνη αξιοπιστίας είχαν απομείνει δέχτηκαν τη χαριστική βολή με τη χρεοκοπία προ των πυλών.

Η ολική κατάρρευση της εικόνας της χώρας1 δεν προήλθε μόνο από τη δημοσιονομική περιδίνηση αλλά και από τις διαπιστώσεις ότι η χώρα, κυβερνήσεις και κοινωνία στο σύνολό τους ήταν ανίκανες να επιδοθούν σε στοιχειώδες ασκήσεις αυτογνωσίας και επαφής με την πραγματικότητα, να εφαρμόσουν με κάποιο ικανοποιητικό βαθμό συνέπειας τα επώδυνα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής και τις αναγκαίες δομικές μεταρρυθμίσεις στο κράτος, την κοινωνία και την οικονομία, με λίγα λόγια να αλλάξουν προς το καλύτερο και να χαράξουν μια κοινή πορεία ανάταξης και εξόδου από την κρίση εντός των δεδομένων διεθνών και εσωτερικών περιορισμών. Δεν χρειάζεται να ανατρέξει κανείς στους εύκολα διαπιστωμένους συσχετισμούς μεταξύ των βίαιων αντιδράσεων και συμπεριφορών στη χώρα μας και των ακυρώσεων των τουριστικών κρατήσεων και στις άλλες συναφείς ζημίες που τροφοδοτούσαν το κλίμα δυσπιστίας, αβεβαιότητας και ανασφάλειας. Η διαιώνιση της αβεβαιότητας, με ευθύνη και των εταίρων μας, για την παραμονή της χώρας στη ζώνη του κοινού νομίσματος, η παράταση της οικονομικής και πολιτικής ρευστότητας υπονόμευσαν περαιτέρω την εικόνα της χώρας, σχεδόν την εκμηδένισαν, δημιουργώντας ένα κλίμα παρατεταμένης δυσπιστίας και αμφισβήτησης για τη θέση της στον ευρωπαϊκό και σύγχρονο προηγμένο κόσμο.

Τα αρνητικά δημοσιεύματα πόσης μορφής που καταγράφονται στα κυριότερο παγκόσμια ΜΜΕ, τα οποία και διαμορφώνουν τη διεθνή κοινή γνώμη, την περίοδο αυτή ανέρχονται σε δεκάδες χιλιάδες. Συχνά, η Ελλάδα αποτέλεσε το κύριο θέμα της παγκόσμιας επικαιρότητας, βρέθηκε στο επίκεντρο όλων των κακών προβλέψεων και αναλύσεων, εκούσιας ή ακούσιας καταστροφολογίας. Φυσιολογικό ήταν να έρθουν και πάλι στο προσκήνιο τα συνήθη αρνητικά στερεότυπα σε βαθμό δημιουργίας πλέον ενός αρνητικού brand δύσκολα αναστρέψιμου, παρά το γεγονός ότι οι δυο κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις του περασμένου Μαΐου και Ιουνίου, με τη συρροή των κυριότερων διεθνών ΜΜΕ στην Ελλάδα που προκάλεσαν, έδωσαν την ευκαιρία για μια πιο προσεκτική ανάγνωση του ελληνικού οικονομικού και πολιτικού προβλήματος.

Μέχρι το σχηματισμό της κυβέρνησης συνεργασίας και εθνικής συνευθύνης των τριών κομμάτων, της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, το περασμένο καλοκαίρι, που ανέδειξε το αυτονόητο, ότι δηλαδή το επικοινωνιακό πρόβλημα της χώρας ήταν βαθύτατα πολιτικό, οι προσπάθειες αντίδρασης απέναντι στον καταιγισμό αυτό αρνητικής δημοσιότητας ήταν επιεικώς αποσπασματικές και τελικά ελάχιστα αποτελεσματικές, εφόσον και η συνολική αντίληψη και στρατηγική απουσίαζαν παντελώς και ελάχιστα θετικά επιτεύγματα υπήρξαν προς επικοινωνιακή αξιοποίηση. Πέραν της παρουσίας υψηλών κυβερνητικών παραγόντων (π.χ. Π/Θ, ΥΠΟΙΚ) στα διεθνή ΜΜΕ, κανένα σχέδιο αντίδρασης δεν εκπονήθηκε και εκτελέστηκε. Η προσοχή ήταν -και εν πολλοίς είναι ακόμη- στραμμένη στο εσωτερικό επικοινωνιακό μέτωπο. Οι αδυναμίες των διάσπαρτων κρατικών φορέων, των επιφορτισμένων με την προβολή και διαφύλαξη της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό, φάνηκαν σε όλη τους την έκταση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν πρωτοβουλίες και δράσεις από κρατικούς φορείς στο εξωτερικό, με σημαντικά μάλιστα ου μην αλλά πρόσκαιρα αποτελέσματα, εφόσον η έλλειψη κεντρικού σχεδιασμού, κεντρικών μηνυμάτων, συγκέντρωσης των διαθέσιμων πόρων και συντονισμού, καθώς και ο κατακερματισμός των φορέων ελάχιστα συνέβαλαν στην ύπαρξη κάποιας συστηματικότητας και συνέχειας. “Έτσι, δεν έγινε δυνατή η δημιουργία ενός, έστω μικρού, αντίρροπου θετικού ρεύματος, το οποίο θα μπορούσε εν μέρει να αντισταθμίσει την αρνητική καταιγίδα και να δημιουργήσει κάποιο προγεφύρωμα για περαιτέρω επικοινωνιακές κινήσεις. Θα επανέλθω πιο κάτω στις αδυναμίες αυτές.

Συνάμα, διάφορες αξιέπαινες ιδιωτικές πρωτοβουλίες, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, ή περιορισμένες συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα δεν ήταν δυνατόν να ανατρέψουν σε σημαντικό βαθμό το επικρατούν κλίμα, αν μη τι άλλο διότι και πάλι ο κατακερματισμός των φορέων και οι διαφορετικοί τους στόχοι, πέραν των περιορισμένων πόρων, δεν υπάκουγαν και δεν αποτελούσαν μέρος κάποιου κεντρικού σχεδιασμού. Εξάλλου, οι πολιτικές και οργανωτικές παθογένειες μιας αξιόλογης και πολύ σημαντικής Ομογένειας δεν επέτρεψαν και πάλι την πλήρη και συντονισμένη αξιοποίηση ανθρώπινων και υλικών πόρων.

Είναι σημαντικό, λοιπόν, να κατανοήσουμε στις συγκεκριμένες διαστάσεις του το επικοινωνιακό μας πρόβλημα και το πολιτικό του υπόβαθρο, όπως έχει διαμορφωθεί, εάν θέλουμε να κάνουμε ένα νέο ξεκίνημα.

Σημερινές ευκαιρίες

Δύο παράγοντες παρουσιάζουν μεγάλες ευκαιρίες ώστε να σχεδιαστεί μια σε βάθος διεθνής επικοινωνιακή πολιτική της χώρας με στρατηγική προοπτική και στόχους.

Ο πρώτος έχει να κάνει με τη σταδιακή ανάκτηση της αξιοπιστίας της χώρας και την αποκατάσταση κάποιας εμπιστοσύνης της διεθνούς κοινότητας απέναντι στις προσπάθειες και δυνατότητές μας, καρπός της σχετικής πολιτικής σταθερότητας, της διαφαινόμενης οικονομικής σταθεροποίησης και της άρσης της αβεβαιότητας περί της παραμονής μας στην ευρωζώνη (Grexit). Η εκδήλωση σαφούς πολιτικής βούλησης των κυβερνητικών εταίρων για την εξάντληση της θητείας της παρούσας Βουλής, η οποία, έτσι κι αλλιώς, δεν μπορεί να δώσει άλλο βιώσιμο και αξιόπιστο κυβερνητικό σχήμα, η εφαρμογή του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, ορισμένα θετικά βήματα οικονομικής ανάκαμψης, η προώθηση των μεταρρυθμίσεων, το σταθερό νομικό περιβάλλον ανάπτυξης, φορολογίας και επενδύσεων, η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής με τη μείωση της έντασης και της ενδημικής πλέον βίας, πολιτικής ή μη, θα είχαν πολύ θετικό αντίκτυπο στη διεθνή κοινή γνώμη. Αλλά, όλα αυτά δεν είναι εκ των προτέρων διασφαλισμένα. Απομένει να κατακτηθούν. “Έτσι κι αλλιώς η αρνητική δημοσιότητα έχει κάπως περιοριστεί επί του παρόντος, είτε διότι η προσοχή στράφηκε σε άλλες χώρες και προβλήματα είτε διότι η παραγωγή πραγματικά θετικών στοιχείων αίρει και αναιρεί σε κάποιο βαθμό τις δικαιολογημένες επιφυλάξεις των διεθνών ΜΜΕ, που συνάμα επηρεάζονται και από την αλλαγή στάσης ή την πολιτική των δικών τους κυβερνήσεων και κέντρων οικονομικής και πολιτικής ισχύος και επιρροής. Προσέτι, η προσδοκώμενη σημαντική, εκτός απροόπτου, αύξηση της εφετινής τουριστικής κίνησης προσφέρει η ίδια θαυμάσιες ευκαιρίες σε εθνικό και τοπικό επίπεδο για μια διεθνή επικοινωνιακή πολιτική και «εντός των ορίων της χώρας».

Ο δεύτερος παράγοντας σχετίζεται με την ανάληψη της προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου από την Ελλάδα κατά το α’ εξάμηνο του 2014, περίοδο κατά την οποία αναμένεται να έχουν διευκρινισθεί ορισμένα σημεία της γερμανικής πολιτικής, μετά τις εθνικές εκλογές του φθινοπώρου, αλλά και περίοδο έντονων πολιτικών ζυμώσεων και κινητικότητας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, λόγω των εκλογών για την ανάδειξη του νέου Ευρωκοινοβουλίου.

Ως προς τον πρώτο παράγοντα, για να τον αξιοποιήσει, η χώρα θα πρέπει τάχιστα να ξεπεράσει τις χρόνιες και εγγενείς αδυναμίες της. Θα ήταν περιττό να επαναλάβω τα όσα επιστάμενα έχουν αναλυθεί από τις στήλες αυτού του περιοδικού.2 Λόγω των συνθηκών, το σπεύδε βραδέως αποτελεί ασυγχώρητη αμέλεια. Χρειάζεται να τονιστεί ότι η ελληνική διπλωματία έχει χάσει πολύτιμο χρόνο για την προσαρμογή της στα νέα δεδομένα άσκησής της. Είμαι μεταξύ εκείνων που υποστηρίζουν ότι υποκατάστατα των προσωπικών διασυνδέσεων και επαφών και του κύρους που εκπέμπει μια χώρα διαμέσου των άξιων και σοβαρών εκπροσώπων της στο εξωτερικό δεν υπάρχουν. Οι εξωτερικές μας υπηρεσίες έχουν σημαντικό έργο να επιτελέσουν, που οι αεροπορικές διαδρομές και συχνές παρουσίες του ΥΠΕΞ και άλλων πολιτικών παραγόντων στην αλλοδαπή σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να υποκαταστήσουν. Τα μέσα, όμως, άσκησης της σύγχρονης διπλωματικής επικοινωνίας έχουν αλλάξει, όπως και η επικοινωνία της ίδιας της διπλωματικής εν τη στενή έννοια προσπάθειας κάθε χώρας.

Φαντάζει λίγο περίεργο μια δραστηριότητα εξ ορισμού μυστική για να είναι αποτελεσματική, όπως η διπλωματική, να χρειάζεται να καλύπτει σήμερα έναν δημόσιο επικοινωνιακό χώρο στην αλλοδαπή όλο και περισσότερο. Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει σήμερα με τις παραδοσιακές μεθόδους. Οι σύγχρονες τεχνολογίες έχουν οδηγήσει τη διπλωματία στην ψηφιοποίησή της αναφορικά με την επαφή της με το ξένο κοινό, σε βαθμό μάλιστα που η ίδια η διπλωματική προσπάθεια καλείται να διαχειριστεί με επάρκεια και αποτελεσματικότητα τη συνολική εικόνα της χώρας σε όλες της τις διαστάσεις, να τη βελτιώσει, να την προωθήσει, να παραγάγει επωφελή αποτελέσματα σε όλους τους τομείς. Το πρώτο ζήτημα, λοιπόν, αναφέρεται στην επάρκεια γνώσεων χρήσης των νέων τεχνολογιών. Το δεύτερο ζήτημα έχει σχέση με την ικανότητα παραγωγής και προβολής του κατάλληλου περιεχομένου. Το τρίτο αφορά σε αποτελεσματικές θεσμικές και οργανωτικές δομές, ήτοι ικανότητα σχεδιασμού, λήψης αποφάσεων και εκτέλεσής τους. Το τέταρτο απαιτεί αποτελεσματικό συντονισμό μεταξύ των διαφόρων κρατικών φορέων και ικανότητα αποτελεσματικής συνέργειας και σύμπραξης με ιδιωτικούς φορείς.

Ίσως όλα τα ανωτέρω να φαίνονται απλά και εύκολα, αλλά, δυστυχώς, στην ελληνική περίπτωση δεν είναι. Όχι διότι δεν υπάρχει η γνώση στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, αλλά διότι απουσιάζουν οι πολιτικές διαδικασίες χάραξης εθνικής επικοινωνιακής πολιτικής που έχει ως πυρήνα της τη Δημόσια Διπλωματία. Ούτε ενιαίο κέντρο κατασκευής, προβολής, διαφύλαξης και διαχείρισης της εικόνας υπάρχει ούτε ενιαίοι φορείς. Η προσπάθεια εξαντλείται στην προβολή της χώρας ως τουριστικού προορισμού. Ωστόσο, είναι πλέον αποδεδειγμένο ότι η ταυτότητα και επωνυμία μιας χώρας (brand), στο βαθμό που είναι μοναδική, διακριτή και ελκυστική σε σχέση με άλλες, δημιουργεί σημαντικά πλεονεκτήματα όχι μόνο στον τομέα του τουρισμού, αλλά και στους τομείς των εξαγωγών, των επενδύσεων, του πολιτισμού και της ίδιας της εξωτερικής πολιτικής. Ο σχεδιασμός και η αρχιτεκτονική κατασκευή της κεντρικής επωνυμίας (mother-brand) δεν είναι εύκολη υπόθεση. Πρέπει να είναι τόσο συνεκτική, σύντομη και «πλούσια» ώστε να αντανακλά τα καλύτερα χαρακτηριστικά της χώρας και να επιτρέπει υπό την ομπρέλα της την ανάπτυξη των επιμέρους επικοινωνιακών δράσεων στους διάφορους τομείς. Ακολουθεί ο σχεδιασμός των δράσεων σε πολλά επίπεδα, ώστε να γίνει γνωστό, διαδικασίες παρακολούθησης της αποδοχής, απήχησης και εμβέλειάς του, καθώς και διαδικασίες συνεχούς αξιολόγησης.

Χρειάζεται γι’ όλα τα ανωτέρω ένα κεντρικό αποφασιστικό και συντονιστικό όργανο. Δεν το διαθέτουμε αυτή τη στιγμή. Ούτε την αναγκαία συνένωση υλικών και ανθρώπινων πόρων. Το ΥΠΕΞ δεν διαθέτει ούτε τη γνώση ούτε το ανθρώπινο εξειδικευμένο δυναμικό, μολονότι θα μπορούσε να αναλάβει το συντονιστικό ρόλο. Το δυναμικό των ακολούθων Τύπου παραμένει υποβαθμισμένο και αναξιοποίητο, οι εμπορικοί ακόλουθοι αποδήμησαν προς το υπουργείο Ανάπτυξης, τα Γραφεία του EOT στο εξωτερικό δεν ανταποκρίνονται στις σημερινές απαιτήσεις, οι πολιτιστικοί ακόλουθοι είναι είδος εν ανεπαρκεία. Σοβαρούς και διαρκείς θεσμούς σαν το Γαλλικό Ινστιτούτο, το Ινστιτούτο Γκαίτε ή το Βρετανικό Συμβούλιο δεν έχουμε. Οι ενδο-γραφειοκρατικές διενέξεις και τα υπουργικά φέουδα δεν επιτρέπουν ενιαίες δομές από άποψη οργάνωσης, συγκέντρωσης πόρων, χάραξης πολιτικής, εκτέλεσης, αξιολόγησης και τα συναφή. Οι σχετικοί κρατικοί φορείς και υπηρεσίες πάσχουν από τα φαινόμενα της πελατείας και της κομματοκρατίας. Σπανίζουν οι αξιοκρατικές επιλογές.

Οι κυβερνήσεις αναλώνονται κατά κανόνα στην εσωτερική πολιτική κατανάλωση και αξιοποίηση των εξωτερικών δράσεων, ως τροφή στην εσωτερική πολιτική διαμάχη. Ούτε η σημερινή κυβέρνηση αποτελεί εξαίρεση του κανόνα, παρά τα όσα διατυμπανίζει. Τα σχέδια επί χάρτου που έχουν δει το φως της δημοσιότητας περί «πολυδύναμων» Γραφείων προβολής στο εξωτερικό και «συγκατοίκησης» των διαφόρων κρατικών φορέων, ενισχυμένων με δυναμικό από την ελεύθερη αγορά, δεν πρόκειται να αποδώσουν παρά τις καλές προθέσεις, αν μη τι άλλο διότι τα διάφορα «πολιτικά αφεντικά» έχουν πάντα τη δική τους ατζέντα και δύσκολα υποτάσσονται σε άλλα κέντρα. Επιπλέον, η υπαγωγή της αποφασιστικής επικοινωνιακής αρμοδιότητας στο Γραφείο του Π/θ ενδέχεται εκ των πραγμάτων να ενισχύσει περισσότερο τις τάσεις εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης παρά την αναγκαία ουσιαστική εξωστρέφεια, καθόσον παραμερίζεται στην ουσία το ΥΠΕΞ, το οποίο ασκεί την εξωτερική πολιτική της χώρας κι έχει εκ του νόμου το συντονιστικό ρόλο όλων των υπηρεσιών μας στην αλλοδαπή.

Αναφορικά με το δεύτερο παράγοντα η ανάληψη της προεδρίας προσφέρει αρκετές επικοινωνιακές δυνατότητες ώστε η χώρα να επανατοποθετήσει τον εαυτό της με αυτοπεποίθηση και αναβαθμισμένο κύρος εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας. Η καλή πορεία της δημοσιονομικής προσαρμογής θα της επιτρέψει να αφήσει πίσω το κακό της παρελθόν και να εμφανιστεί ως χώρα δεσμευμένη στον εκσυγχρονισμό της και την ευρωπαϊκή πολιτική. Δεν πρόκειται να κάνω συστάσεις για το πώς μέσα από την άσκηση της προεδρίας μπορούν να αναφανούν τα θετικά χαρακτηριστικά μιας χώρας που αλλάζει. Υπάρχει η θετική εμπειρία της προεδρίας του 2003, σε πολιτικές συνθήκες μάλιστα εξαιρετικά δύσκολες (αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ).

Ωστόσο, η σημερινή κατάσταση, διακρίνεται από τον αυξανόμενο ευρωσκεπτικισμό της κοινής γνώμης σε όλα τα κράτη-μέλη και την εμφάνιση ισχυρών εθνοκεντρικών λαϊκίστικών ρευμάτων της Δεξιάς κυρίως αλλά και της Αριστεράς, που αμφισβητούν είτε το ευρωπαϊκό εγχείρημα καθ’ εαυτό είτε την περαιτέρω ενίσχυση της δημοσιονομικής, οικονομικής και πολιτικής του ενότητας. “Έστω και μια πρόχειρη σύγκριση των ευρημάτων του Ευρωβαρομέτρου τα τελευταία 5 χρόνια, τόσο στο συνολικό επίπεδο της Ευρωπαϊκής “Ένωσης όσο και στα εθνικά επίπεδα, είναι αρκετή για να φανεί το μέγεθος του σημερινού προβλήματος. Η κρίση που διέρχεται η Ε.Ε. στο σύνολό της κι όχι μόνο η ευρωζώνη, η απουσία δημόσιας ευρωπαϊκής σφαίρας3 και η συνήθης μικρή συμμετοχή των Ευρωπαίων πολιτών στις εκλογές για την ανάδειξη του Ευρωκοινοβουλίου, που κυμαίνεται γύρω στο 40%, ενώ η εκλογική εκστρατεία διεξάγεται με εθνικούς παρά με ευρωπαϊκούς όρους, προκαλούν πολλά προβλήματα σε μια αποτελεσματική και γενικής αποδοχής επικοινωνιακή πολιτική. Ωστόσο, δεν θα έπρεπε να εγκαταλείψει κανείς την προσπάθεια ούτε να παραγνωρίσει τον ευρωπαϊκό ενωτικό πυρήνα των μηνυμάτων που πρέπει να σχεδιάσει.

Από την άλλη πλευρά, στην Ελλάδα, όχι μόνο οι υποστηρικτές του ευρώ μειώνονται με ταχύτητα αλλά και η συνολική εικόνα της Ε.Ε. βρίσκεται υπό κατάρρευση, εφόσον το υπόβαθρο της ενθουσιώδους στήριξης της “Ενωσης σε παλιότερες εποχές φαίνεται να ήταν σαθρό, στηριζόμενο στην αντίληψη της αγελάδας που αρμέγει κανείς χωρίς άλλες υποχρεώσεις. Η ελληνική κοινή γνώμη θεωρεί σε υψηλότερο ποσοστό από το συνολικό ευρωπαϊκό δείγμα ότι η χώρα δεν έχει ωφεληθεί από τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή “Ένωση, σύμφωνα με πρόσφατα (φθινόπωρο 2012) ευρήματα της έρευνας του Ευρωβαρόμετρου (αρ. 78). Κι ακόμα σε υψηλότερο από το μέσο όρο της Ε.Ε. οι “Έλληνες δήλωσαν (54%) πως δεν αισθάνονται πολίτες της “Ένωσης, ενώ σε ποσοστό 84% εξέφρασαν την άποψη πως δεν έχουν ενημέρωση περί των ευρωπαϊκών πραγμάτων. Είναι γνωστό το σύνδρομο της μεμψιμοιρίας και θυματοποίησης που μας κατέχει χωρίς να είμαστε σε θέση να συζητούμε λογικά και με στοιχεία τη θέση μας στον κόσμο, τα θετικά μας και τις αδυναμίες μας. Πάντα ήμασταν ο πιο δυσάρεστη μένος λαός της Ε.Ε. Στο Ευρωβαρόμετρο αρ. 70 (φθινόπωρο του 2008) το 90% πίστευε ότι η οικονομική κατάσταση της χώρας ήταν κακή, το 91% ήταν δυσαρεστημένο για τις συντάξεις (έναντι 57% του ευρωπαϊκού μέσου όρου), μόνο το 45% επιδοκίμαζε τη συμμετοχή της χώρας στην Ε.Ε. (έναντι 54% του ευρ. μέσου όρου), θεωρούσαν ότι γενικότερα βρισκόμασταν σε χειρότερη μοίρα σε σχέση με τον ευρ. μέσο όρο -δεν είχαμε δει ακόμη τα χειρότερα- αλλά συνάμα 7 στους 10 πίστευαν πως η χώρα είχε ωφεληθεί από τη συμμετοχή της στην Ε.Ε. Ταυτόχρονα, ήμασταν ενθουσιώδεις για μια κοινή εξωτερική πολιτική (79%) και για μια κοινή πολιτική άμυνας και ασφάλειας (81%). Δεν είχε εξηγηθεί με επάρκεια ότι κοινή πολιτική στους τομείς αυτούς συνεπάγεται παραχώρηση περαιτέρω εθνικής κυριαρχίας, την οποία έχουν κάνει σήμερα σημαία τους οι διάφοροι δεξιοί και αριστεροί εθνολαϊκιστές.

Η αναμενόμενη σφοδρή εσωτερική πολιτική σύγκρουση στις εκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο το ερχόμενο έτος περιπλέκει ακόμη πιο πολύ την κατάσταση, καθόσον η Ε.Ε. αντιμετωπίζεται από σημαντική μερίδα των πολιτών ως οντότητα εχθρική προς τα εθνικά συμφέρονται. Κατά συνέπεια, μολονότι η σημερινή κατάσταση παρουσιάζει μεγάλες προκλήσεις στην επικοινωνιακή πολιτική, σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει η τελευταία να χάσει το σταθερό ευρωπαϊκό της προσανατολισμό.

Τέλος, θα ήθελα να υπογραμμίσω και πάλι το αυτονόητο, ότι η εικόνα κάθε χώρας αποτελεί δημόσιο αγαθό. Γεγονός είναι ότι όσο δύσκολα σχηματίζεται, εδραιώνεται και διατηρείται σε βάθος χρόνου, τόσο εύκολα αποσυντίθεται και κατακρημνίζεται. Η εθνική επωνυμία και ταυτότητα μιας χώρας που θέλει να τοποθετηθεί στον παγκόσμιο χάρτη με επιτυχία χρησιμοποιώντας τη Δημόσια Διπλωματία και έχοντας σαφή προσανατολισμό στη Διεθνή Επικοινωνιακή της πολιτική απαιτεί ένα μίνιμουμ πολιτικής συναίνεσης, που διασφαλίζει τη σταθερότητα και διάρκεια των μηνυμάτων και της δράσης για τη χώρα στην οποία κατοικούν άπαντες και η οποία ανέρχεται ή αποκαθηλώνεται ως σύνολο, όχι ως επιμέρους ομάδες.

Η παρούσα βαθύτατη οικονομική και πολιτική κρίση που διερχόμαστε έχει συνάμα χαρακτηριστικά έντονης αμφισβήτησης ως προς το ανήκειν της χώρας, ως προς το διεθνή χώρο εντός του οποίου μπορεί να λειτουργήσει, όχι μόνο για να ξεπεράσει την κρίση της αλλά και για να αναπτύξει τις δυνατότητές της, να αξιοποιήσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Είναι φανερό πως μια τέτοια ασυμφωνία περί των βασικών δεν συμβάλλει στην πραγματοποίηση των αναγκαίων βημάτων για τα όσα εξέθεσα πιο πάνω. Διεθνής Επικοινωνιακή Πολιτική με Κερατέες, Σκουριές, Μανωλάδες και τα συναφή, ρατσιστική βία, εγκληματικότητα, τρομοκρατικές ενέργειες κι άλλες «επαναστατικές γυμναστικές», γενικότερα δε πολιτικές αντιλήψεις και πρακτικές που τροφοδοτούν και δικαιολογούν την πολιτική βία ανάλογα με το χρώμα της, δεν μπορεί να είναι ούτε πειστική ούτε αποτελεσματική. Διότι εξ ορισμού αμφισβητεί τον φιλελεύθερο και δημοκρατικό χαρακτήρα της πολιτείας, ακυρώνοντας κάθε προσπάθεια ενσωμάτωσής μας σε προηγμένα διεθνή σύνολα. Η διεθνής κοινότητα τόσο ως κράτη όσο και ως κοινωνία πολιτών διαθέτει τα κριτήρια κατάταξης.

Επικοινωνιακά θαύματα δεν είναι λογικό να αναμένουμε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να παραιτηθούμε από την προσπάθεια δημιουργίας κάποιου θετικού πολιτικού και συμβολικού διεθνούς κεφαλαίου που θα μας επιτρέψει να χτίσουμε την επικοινωνιακή μας πολιτική σε σταθερότερες βάσεις. Ενώ κανένα βήμα, έστω και μικρό, δεν είναι αμελητέο, εντούτοις δεν μπορεί να είναι επαρκές ούτε να αποτελέσει υποκατάστατο μιας συνολικής προσέγγισης, όπως την περιγράψαμε. Κατά τα φαινόμενα, όμως, πόρρω απέχουμε ακόμη από μια τέτοια προσέγγιση. Δεν φαίνεται να μας ενδιαφέρει σοβαρά.

  1. Βλ. «Η Εικόνα της Ελλάδος στις ΗΠΑ», Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική, τεύχος 24, Νοεμ. – Δεκ. 2011 -Ιαν.-Φεβρ. 2012, σελ. 241-256.
  2. Βλ. το ειδικό οκριε’ρωμα «Είδωλα Κρατών: Δημόσια Διπλωματία, Εθνική Ταυτότητα και Εικόνα» (επιμ. Βασίλης Καπετανγιάννης), τεύχος 16, Οκτ. – Δεκ. 2009, σελ. 41-114.
  3. Βλ. το Ειδικό Αφιέρωμα του περιοδικού Ευρωπαϊκή και Εθνική Επικοινωνιακή Πολιτική, τεύχος 7, σελ. 125-175, Αύγουστος 2007.