Δεν είναι καθόλου εύκολο να παρουσιάσει κανείς σε λίγες γραμμές την αυτοβιογραφία ενός φίλου από τα φοιτητικά χρόνια.
Διότι, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του (Μάκης Παπούλιας, Πόσο η φόρα ήταν μεγάλη….Ιστορίες και Μνήμες, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, Μάιος 2017, σελ. 244) δεν παρακολουθεί κανείς μόνο μια συναρπαστική διαδρομή, την «περιπέτεια» του ατομικού του βίου, αλλά συνάμα αισθάνεται ότι επιστρέφει και ο ίδιος σε κοινούς τόπους: διαδρομές, γεγονότα, φίλους και γνωστούς. Δικαίως οι φίλοι του κατέκλυσαν κυριολεκτικά κατά εκατοντάδες την αυλή του Νομισματικού Μουσείου, όπου παρουσιάστηκε το βιβλίο την περασμένη Τρίτη (20/6) για να τον τιμήσουν μέσα σε μια πάρα πολύ συγκινητική ατμόσφαιρα.
Ο τίτλος του βιβλίου δεν θα μπορούσε να είναι πιο συμβολικός και περιεκτικός μολονότι ημιτελής: «Πόσο η φόρα ήταν μεγάλη…». Είναι απόσπασμα μιας φράσης ενός ακριβού φίλου του, του Μπάμπη Λυκούδη, όταν συνυπηρετούσαν στο στρατό στις αρχές της δικτατορίας ως τυφεκιοφόροι, χαρακτηρισμένοι ως επικίνδυνοι κομμουνιστές: «….τώρα γυρίζω πίσω και κοιτάζω και τη ζωή μας αναμετρώ και βλέπω πόσο η φόρα ήταν μεγάλη και το πήδημα μικρό». Είναι φανερή η πικρή ειρωνεία για το ισχνό αποτέλεσμα, τουλάχιστον το άμεσο, μιας μεγάλης, στρατευμένης προσπάθειας της ορμητικής φοιτητικής νιότης.
Η Αθήνα του Μάκη
Τον παρακολουθούμε να μεγαλώνει στην Αθήνα της δεκαετίας του ΄50 δίνοντας από μικρός πραγματική καθημερινή μάχη για την επιβίωση, αλλά και παρατηρώντας με μεγάλη ακρίβεια τη ζωή των απλών ανθρώπων, με τα πάθη και της αδυναμίες τους, στην οδό Αθηνάς, στο Μοναστηράκι, στην Ομόνοια, στο Μπραχάμι, με τους απίθανους αλλά και πασίγνωστους τύπους της εποχής, που τους πρόλαβα κι εγώ ως επαρχιώτης φοιτητής στην Αθήνα στη δεκαετία του ΄60. Παρατηρεί και ανακατεύεται με τον κόσμο της ημέρας και της νύχτας. Τον κόσμο του καθημερινού μόχθου και της βιοπάλης παρουσιάζοντας μια εκπληκτική σύνθετη εικόνα του κοινωνικού και πολιτιστικού τοπίου της καρδιάς της πρωτεύουσας, σμιλεμένου και δοσμένου μέσα από τις προσωπικές του εμπειρίες.
Όσοι δεν ζούσαμε τότε στην πρωτεύουσα διαμορφώναμε την εικόνα της από διάφορα έντυπα, το ραδιόφωνο και τις ασπρόμαυρες ταινίες του κινηματογράφου. Όπως, άλλωστε και για τις άλλες χώρες. Η επαρχία ήταν έτσι κι αλλιώς πολύ πιο μουντή, αυστηρή, παραδοσιακή, περιοριστική με ελάχιστες επιλογές και με λιγότερα ερεθίσματα. Η πρωτεύουσα ήταν ένα άπιαστο όνειρο και έδινε τον τόνο σε όλα και σε όλες τις κυρίαρχες τάσεις. Από την «Οδός Ονείρων» του Μάνου (1962), την «Όμορφη Πόλη» του Μίκη (1962), τη «Γειτονιά των Αγγέλλων» του Καμπανέλη (1963).
Θα μπορούσε να μιλάει κανείς ατέλειωτα για εκείνη την περίοδο καταφεύγοντες σε πληθώρα πλέον πηγών και προσωπικές εμπειρίες. Θα χρειάζονταν κυριολεκτικά τόμοι ολόκληροι απλώς και μόνο για να απαριθμήσει γεγονότα και πρόσωπα, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές τάσεις που συγκλόνισαν κυριολεκτικά τον κόσμο και την Ελλάδα στη συνταρακτική δεκαετία του ’60.
Η χώρα, παρά το ελλιπές δημοκρατικό της πολίτευμα, τις πολιτικές συγκρούσεις και κρίσεις, την φτώχεια και την καθυστέρησή της, σημείωνε σταθερή οικονομική πρόοδο, ταλανίζονταν από τεράστια κοινωνικά προβλήματα, άνοιγε δειλά παράθυρα προς τον έξω κόσμο. Γνώριζε επίσης μια πρωτοφανή πολιτιστική Άνοιξη, που ανακόπηκε βίαια από το στρατιωτικό πραξικόπημα τον Απρίλιο του 1967. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που τα αποτυπώματα της εποχής εκείνης είναι ακόμα τόσο ευδιάκριτα. Δεν έχουν σβήσει. Αν μη τι άλλο ο Σερ Μικ Τζάγκερ στα 73 του έκανε το 8ο παιδί του (!), ο Μπομπ Ντύλαν πήρε Όσκαρ Λογοτεχνίας (!), οι πρωταγωνιστές του Μάη του ’68 «πρασίνισαν», η Κίνα του Μάο έκανε επί τέλους το «Μεγάλο Άλμα» προς τα εμπρός, προς τον καπιταλισμό, εγκαταλείποντας «τις σκέψεις» του Μεγάλου Τιμονιέρη, με αποτέλεσμα οι κάτοικοί της να μην πεθαίνουν πλέον από την πείνα, η ρωσική κομμουνιστική αυτοκρατορία κατέρρευσε ως χάρτινος πύργος, ενώ ο Μίκης, διανύοντας τη δέκατη δεκαετία της ζωής του, δίνει το παρών σε συναυλία προς τιμήν του.
Διαδρομές
Η προσωπική διαδρομή του Μάκη εμπλέκεται φυσικά με τα συνταρακτικά γεγονότα της εποχής, διεθνή και εγχώρια, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί ένα πολιτικό χρονικό. Ούτε, άλλωστε, το επιδιώκει.
Ως αριστερός φοιτητής της ΑΣΟΕΕ γνωρίζει διώξεις. Μαχητικός παντού, με τις τότε ιδέες και τις απόψεις του που δεν ταυτίζονταν με τις απόψεις της επίσημης κομματικής Αριστεράς. Είναι ενεργός στους μεγάλους αγώνες του φοιτητικού κινήματος, στις πρώτες γραμμές. Οδύρεται για την απώλεια του επιστήθιου φίλου του, του Σωτήρη Πέτρουλα, θύμα της ωμής αστυνομικής βίας σε μεγάλη φοιτητική διαδήλωση τον Ιούλιο του 1965, στα «Ιουλιανά».
Τον ακολουθούμε στη δικτατορία να υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία με συνεχείς διώξεις που αντιμετωπίζει με μεγάλο πείσμα και εφευρετικότητα. Καταγράφει τις οδυνηρές περιπέτειες του στρατιωτικού του βίου στο Ημερολόγιο που κρατούσε. Κατέληξε εξόριστος στο Λακκί της Λέρου, πριν βγει τελικά από τη μεγάλη αυτή δοκιμασία του φόβου και των βασάνων, ψυχικά αλώβητος. Ξανά στη βιοπάλη. Με απίστευτη θέληση να ξεπεράσει τις δυσκολίες, τα εμπόδια, να δημιουργήσει. Με απύθμενη αγάπη και αφοσίωση για τον τόπο του. Με απέραντη αγάπη και αφοσίωση για την οικογένειά του, τη μάνα του, τα αδέλφια του, τους συγγενείς και τους στενούς του φίλους, με πρότυπο τον πατέρα του. Δεν ξεχνά, δεν παραλείπει κανέναν. Αστείρευτη μνήμη, άρρηκτος συναισθηματικός δεσμός με πρόσωπα και γεγονότα.
Μετά την Καταιγίδα
Με την πτώση της δικτατορίας το 1974 η Ελλάδα άλλαξε σελίδα. Μπήκε σε μια νέα ιστορική περίοδο. Ο Μάκης παραθέτει ορισμένα αποσπάσματα από το Ημερολόγιο που κράτησε στην περίοδο 1989-1998, αρχίζοντας συμβολικά από την κατάρρευση του «υπαρκτού». Προς τα τέλη του αιώνα έρχεται και η δημόσια αναγνώριση των κόπων του για την ανάπτυξη του χωριού του, το Ψάρι Αρκαδίας όπου γεννήθηκε, με τη δημιουργία στην περιοχή μιας σύγχρονης και πρότυπης αγροτουριστικής μονάδας, την «Αρκαδιανή».
Απολογισμός
Αν στέκεται κανείς περισσότερο στις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60 δεν είναι ότι τα μετέπειτα χρόνια είναι ασήμαντα. Κάθε άλλο. Θα έλεγε, μάλιστα, κανείς ότι η περίοδος αυτή είναι και η πιο σημαντική καθόσον το δημοκρατικό πολίτευμα εμπεδώνεται, η ζωή ομαλοποιείται, η χώρα έχει αλλάξει σελίδα και ο Μάκης με σκληρή δουλειά και αποφασιστικότητα πετυχαίνει τους στόχους του.
Είναι διότι τα χρόνια αυτά διαμόρφωσαν τις μεταπολεμικές γενιές και τις προσέδωσαν ιδιαίτερα ιδεολογικά, πολιτικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Αναφέρομαι κυρίως στην αριστερή και δημοκρατική νεολαία. Αλλά, νομίζω ότι δεν άφησε κανέναν ανέπαφο.
Ο Μάκης παραμένει και σήμερα ενεργός, μαχητικός και περήφανος για την οικογένεια και τους φίλους του, ζώντων και τεθνεώτων.
Παραμένει ένα ατίθασο, ερευνητικό, ανήσυχο και δημιουργικό πνεύμα. Ανοιχτό στα ρεύματα της εποχής. Ανυπότακτο απέναντι στις κομματικές εξουσίες. Αιρετικό απέναντι στα δόγματα και τις αυθεντίες κάθε μορφής.
Είναι ένας σύγχρονος πολίτης, με ιδέες, απόψεις και προβληματισμούς για το σήμερα και το αύριο της πατρίδας. Κι όπως του πρέπει δεν κατέχεται από καμιά «νοσταλγία». Απλώς, ανατρέχει στα χρόνια που πέρασαν, στους φίλους και τα αγαπημένα πρόσωπα, για να τους τιμήσει με τη δική του αφοσίωση και αγάπη, με τις δικές του μνήμες.
Τελικά, αυτό που αφήνει ως παρακαταθήκη η αυτοβιογραφία του είναι πάνω από όλα οι αξίες πάνω στις οποίες θεμελίωσε τον προσωπικό του βίο, τη δική του σκληροτράχηλη πορεία, πολιτική και ατομική. Αξίες που δεν έχουν σχέση ούτε με κομματικά ηρωικά «πρότυπα και στερεότυπα» ούτε με «ιδεατούς τύπους» εγχειριδίων ποικίλης προέλευσης.
Αξίες που ανακαλύπτει κανείς βήμα-βήμα σε κάθε σημαντικό σταθμό της ζωής του. Γι αυτό και μόνο αξίζει να διαβαστεί ευρύτερα.
Η αυτοβιογραφία του Μάκη μας υπενθυμίζει ότι μπορεί η αφετηρία στη ζωή να είναι δύσκολη και συγκριτικά άνιση, τα εμπόδια τεράστια, οι ισχυροί περιορισμοί πανταχού παρόντες, αλλά συνάμα μεγάλη σημασία έχει τι ακριβώς θέλεις να κάνεις, ποιοι είναι οι στόχοι σου, πού θα ήθελες να πας (και ίσως με ποιους παρέα), με ποια μέσα και αξίες μπορείς να το επιδιώξεις, με ποια κριτήρια αξιολογείς τις αποτυχίες και τις επιτυχίες σου, πώς κάνεις τον απολογισμό σου.
Τετριμμένες φράσεις, σχεδόν αυτονόητες, ου μην αλλά σταθερές και αληθινές.
Η αυτοβιογραφία του Μάκη είναι το πιο πολύτιμο δώρο που θα μπορούσε να μας κάνει.
* Πόσο η φόρα ήταν μεγάλη… Ιστορίες και μνήμες, Μάκης Παπούλιας. Αλεξάνδρεια, ISBN: 978-960-221-738-2