Η μοναδική ευκαιρία και το αναπόφευκτο πεπρωμένο.
Κοινή η διαπίστωση ότι το τηλεοπτικό debate μεταξύ των έξη υποψηφίων για την προεδρία του ΠΑΣΟΚ την περασμένη εβδομάδα προσέλκυσε σημαντικό ενδιαφέρον του κοινού. Συντέλεσαν ως προς αυτό αφενός μεν η μορφή της συζήτησης αφετέρου δε οι συντονιστές, οι εξαιρετικοί δημοσιογράφοι Α. Μαγγηριάδης και Γ. Κουβαράς της ΕΡΤ. Ακόμα ένα εύσημο για τη Δημόσια Τηλεόραση.
Το debate παρέμεινε σε ένα γενικό πολιτικό επίπεδο. Καθένας μπορούσε να αναφέρεται άνευ κόστους σε γενικές ιδέες, «αξίες» και πολιτικές που δεν μπορούν να κοστολογηθούν ή να αντιπαρατεθούν συγκεκριμένα με την κυβερνητική πολιτική σε διάφορους τομείς. Μόνο οι συγκεκριμένες προτάσεις δημιουργούν πολιτικό κόστος. Οι εκθέσεις ιδεών δεν κοστίζουν τίποτα. Από την άποψη αυτή το debate τήρησε αιδήμονα σιωπή και δεν ασχολήθηκε σοβαρά με τα πραγματικά προβλήματα του τόπου.
Κοινή επίσης η διαπίστωση για το πολιτισμένο επίπεδο του πολιτικού διαλόγου μεταξύ των υποψηφίων και το γεγονός ότι ακόμα και οι πιο προσωπικές και δηκτικές αντεγκλήσεις δεν υπερέβησαν τα εσκαμμένα. Εξαίρεση ο αξιοθρήνητος «Δούξ των Αθηνών» και η μάλλον άστοχη χρήση του «Πασοκόμετρου» ως προς την κα Διαμαντοπούλου από τον κ. Γερουλάνο. Θα έπρεπε μάλλον να απευθυνθεί προς τον κ. Γ. Παπανδρέου που διέσπασε το κόμμα του στις πιο κρίσιμες στιγμές του όταν δεν το ήλεγχε, διεκδίκησε ανεπιτυχώς την προεδρία του το 2021 και εξακολουθεί να διατηρεί εντός του ΠΑΣΟΚ το δικό του κόμμα. Άλλοι έλειπαν τα «δύσκολα χρόνια». Άλλοι θυσιάστηκαν πολιτικά που ούτε καν μνημονεύονται. Κρίμα. Ντροπή.
Ως προς το πολιτισμένο επίπεδο του διαλόγου, το οποίο θα έπρεπε να αποτελεί σταθερό και αναλλοίωτο στοιχείο της πολιτικής μας κουλτούρας, καταντήσαμε να επαινούμε το φυσιολογικό ως εξαίρεση. Τόσο βαθειά είναι η διάβρωση της κοινής γνώμης από το καταστροφική επίδραση του φαιοκόκκινου λαϊκισμού που αρχίζει και πάλι να κερδίζει έδαφος, φαινόμενο άκρως ανησυχητικό. Η κληρονομιά της εποχής ΣΥΡΙΖΑ και της διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΧΖΑΝΕΛ βαραίνουν ακόμα στην πολιτική ζωή. Το διαπιστώνουμε και σήμερα στο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο με την Κασσελάκιο και Πολάκειο πολιτική διάλεκτο αλλά με την ανελέητη σύγκρουση ανάμεσα στις διάφορες φράξιες και φατρίες του ΣΥΡΙΖΑ για τις καρέκλες της εξουσίας.
Μοναδική Ευκαιρία
Γεγονός, πάντως είναι, ότι ανεξάρτητα από τις επιδόσεις των υποψηφίων στο debate, το ΠΑΣΟΚ εκτιμάται ότι κέρδισε ως σύνολο. Πόσο, απομένει να αποδειχτεί στην προσέλευση των ψηφοφόρων την προσεχή Κυριακή (6 Οκτωβρίου). Είναι φανερό ότι καθοριστικής σημασίας για το αποτέλεσμα της κάλπης αλλά και για τη φυσιογνωμία, την ταυτότητα και το ρόλο του κόμματος στο πολιτικό και κομματικό σύστημα καθώς και τις προοπτικές του, θα είναι το μέγεθος της συμμετοχής πολιτών εκτός της εκλογικής επιρροής του ΠΑΣΟΚ εφόσον η διαδικασία είναι ανοιχτή.
Η ευκαιρία για το ΠΑΣΟΚ είναι μοναδική από άποψη πολιτικής συγκυρίας όταν το λαϊκιστικό συνονθύλευμα του ΣΥΡΙΖΑ αυτοδιαλύεται και αυτοεξευτελίζεται εν όψει μάλιστα μιας πολύ πιθανής νέας διάσπασής του. Από δημοσκοπική άποψη το ΠΑΣΟΚ ήδη κατέχει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το ΠΑΣΟΚ, βέβαια, βρίσκεται ακόμα υπό τη λαβή της «οικογένειας» κληρονομικώ δικαίω. Επίδοξοι για την προεδρία υποψήφιοι επιδίωξαν το χρίσμα των μελών της για να δρέψουν ψήφους από σημαντικό τμήμα της βάσης του κόμματος που παραμένει πιστή στην Ανδρεοπαπανδρεϊκή παράδοση. Ο αναχρονισμός είναι προφανής.
Πολιτικές επιλογές
Οι πολιτικές επιλογές των ψηφοφόρων που θα προσέλθουν στις κάλπες του ΠΑΣΟΚ είναι, νομίζω, προφανείς.
Ο κ. Ανδρουλάκης είχε ήδη 3 χρόνια στο πηδάλιο του κόμματος. Οι εκλογικές του επιδόσεις κρίθηκαν ανεπαρκείς. Η δήθεν «διμέτωπη» γραμμή του, που έγερνε εμφανώς προς τα αριστερά για να προσελκύσει τα απολωλότα πρόβατα του κόμματος, θα παραμείνει η ίδια. Από πολιτική καταγωγή και ιδεολογία παραμένει εγκλωβισμένος σε μια παρωχημένη αντιδεξιά ρητορεία που δεν τον οδηγεί πουθενά. Γνωστό και μετρήσιμο μέγεθος. Φέρεται ότι ελέγχει τους κομματικούς μηχανισμούς, είναι και Κρητικός. Ίσως να μην είναι όλα αυτά αρκετά για την επανεκλογή του.
Έτερος υποψήφιος, ο «Δούξ των Αθηνών» επιδίδεται σε έναν αχαλίνωτο λαϊκισμό και φαίνεται να αποτελεί έναν σοβαρό αντίπαλο του κ. Ανδρουλάκη. Δεν έχει σημασία αν δεν μπορεί ούτε τα σκουπίδια του Δήμου του να μαζέψει κι αν οι γνώσεις του για τα προβλήματα της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής βρίσκονται σε νηπιακό στάδιο. Γνωρίζει ότι η λαϊκιστική πελατεία, που δεν περιορίζεται μόνο στις γραμμές του ΠΑΣΟΚ αλλά είναι παντού διάχυτη στην κοινωνία, τον περιμένει ό, τι και να πει καθώς επίσης και οι «πρόθυμοι» για συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ με τις λοιπές αριστερές και αριστερίστικες δυνάμεις. Στόχος δεν είναι μόνο η προεδρία του κόμματος αλλά και ένα κοινό πολιτικό σχήμα μιας φαντασιακής «κεντροαριστεράς», διακαή, άλλωστε, πόθο του μέντορά του ΓΑΠ.
Ωστόσο, σημαντική μερίδα πολιτών που αυτοχαρακτηρίζονται ως κεντροαριστεροί, κεντρώοι αλλά και προοδευτικοί κεντροδεξιοί ευρωπαϊκής κοπής ενδέχεται να προσέλθουν στις κάλπες του ΠΑΣΟΚ σε ικανό αριθμό με την προσδοκία συγκρότησης μιας αξιόλογης, πειστικής, σοβαρής και δυναμικής αντιπολίτευσης ως «αντίπαλο δέος» απέναντι στην πολιτική κυριαρχία του κ. Μητσοτάκη και της ΝΔ. Για να ενισχύσουν τη συγκρότηση ενός σοβαρού και προοδευτικού σοσιαλδημοκρατικού συστημικού κόμματος, μεταρρυθμιστικού, εκσυγχρονιστικού ως συστατικό στοιχείο της πολιτικής σταθερότητας, εγγύησης προοδευτικών μεταρρυθμίσεων, αποτελεσματικής διακυβέρνησης, σταθερού ευρωπαϊκού και δυτικού προσανατολισμού. Με άλλα λόγια, ενός κόμματος διατεθειμένου να επιδιώξει και τις αναγκαίες πολιτικές συναινέσεις και να συμβάλλει στη διακυβέρνηση της χώρας είτε αυτοδύναμα (μια μακρινή πιθανότητα) είτε σε κυβερνήσεις συνασπισμού με κόμματα συναφώς πολιτικών προσανατολισμών στα κρίσιμε εσωτερικά και εξωτερικά θέματα.
Το προφίλ της κας Άννας Διαμαντοπούλου ανταποκρίνεται πλήρως σε τέτοιες προσδοκίες και επιδιώξεις. Αποτελεί τη μόνη ασφαλή εγγύηση.
Προβλήματα και Διλήμματα
Είναι απίστευτα υποκριτικό το ΠΑΣΟΚ να συμμετέχει στη διακυβέρνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνεργαζόμενο μέσω του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, στο οποίο ανήκει και η ΝΔ, και με τους Φιλελεύθερους και στην Ελλάδα να αποφεύγει κάθε επαφή με τη ΝΔ όπως ο διάβολος το λιβάνι. Είναι θλιβερό το γεγονός ότι όλοι οι υποψήφιοι τρομοκρατούνται στην ιδέα να κατηγορηθούν ότι έχουν κάποια σχέση με τον κ. Μητσοτάκη. Μίασμα. Κι όλοι φυσικά προβάλλουν τα πλεονεκτήματά τους για να «νικήσουν τον Μητσοτάκη».
Ωστόσο, η όποια νέα ηγεσία του κόμματος θα κληθεί να απαντήσει σαφώς στο πρόβλημα της διακυβέρνησης της χώρας. Τώρα, καταβάλλεται μάταιη προσπάθεια το πρόβλημα και το δίλημμα να σκουπιστούν κάτω από το χαλί ή να υπερκεραστούν με την προσφυγή στον άκρως φιλόδοξο στόχο του «πρώτου κόμματος», το οποίο και πάλι δε λύνει το πρόβλημα. Είτε πρώτο είτε δεύτερο τίποτα δεν αλλάζει ουσιαστικά. Με ποιο κόμμα θα (συγ)κυβερνήσει; Το αναπόφευκτο φυγείν αδύνατο.
Βέβαια, τα προβλήματα το ΠΑΣΟΚ και της νέας ηγεσίας που θα προκύψει δεν περιορίζονται μόνο στα ανωτέρω. Προηγουμένως θα πρέπει επιλύσει άλλα προβλήματα ταυτότητας και προοπτικής που έχουν ως αναγκαία προϋπόθεση την κριτική αποτίμηση της πορείας του στη Μεταπολίτευση με την οποία ταυτίζεται, με τα θετικά αλλά και τα αρνητικά. Πρόκειται για μια αναγκαία άσκηση αυτογνωσίας, διαδικασία που δυστυχώς την εξορκίζει χρόνια τώρα.
Θα χρειαστεί να επανέλθουμε.
Δημοσιεύτηκε στη ηλεκτρονική εφημερίδα athensvoice.gr