Το σύνδρομο του Ίκαρου – Ιστορία της αμερικανικής ύβρεως

Ο Πίτερ Μπέιναρτ1 ανήκει στη νέα γενιά των διανοουμένων του δημοκρατικού κόμματος. Στο πρώτο2 βιβλίο του προσπάθησε να επαναπροσδιορίσει τη φιλελεύθερη (liberal) ιδεολογία του κόμματος με κεντρικό σημείο την ασυμβίβαστη εχθρότητα σε κάθε είδος ολοκληρωτισμού, πολιτικού ή θρησκευτικού, όπως π.χ. του ισλαμικού, για να το εξοπλίσει στην επερχόμενη μάχη της αμερικανικής προεδρίας (2008). Ο ίδιος ήταν από εκείνους τους «φιλελεύθερους ιέρακες», όπως ο ίδιος αυτοπροσδιοριζόταν, που αρχικά, υπό την επήρεια της τρομοκρατικής επίθεσης της 11/9 στη Νέα Υόρκη, είχαν υποστηρίξει την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003. Όμως, υπό το φως των μετέπειτα εξελίξεων, δεν άργησε να αντιληφθεί και να παραδεχθεί δημόσια (mea culpa) ότι είχε υποπέσει σε τραγικό λάθος υποστηρίζοντας την καταστροφική εξωτερική πολιτική του προέδρου George W. Bush και της μεταψυχροπολεμικής φανατικής ομάδας του των νεο- συντηρητικών, των υπέρμαχων manu militari του μεσσιανικού και ιεραποστολικού επεμβατισμού και του αμερικανικού imperium.

Στο δεύτερο βιβλίο του ο Μπέιναρτ χρησιμοποιεί τον ελληνικό μύθο του Ίκαρου και του Δαίδαλου3 ως πλαίσιο για να μελετήσει την εξωτερική πολιτική της Αμερικής του περασμένου αιώνα και συγκεκριμένα από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι σήμερα. Μολονότι ο μύθος επιδέχεται πολλές ερμηνείες,4 ο διαχρονικός συμβολισμός του είναι προφανής, ενώ δεν παύει να «κρύπτει νουν αληθειας»,5όπως όλοι οι μύθοι.

Η ανάλυση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής από τον Μπέιναρτ καλύπτει περίπου έναν αιώνα, με αφετηρία τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την πολιτική του προέδρου Γούντροου Γουίλσον, ενδιάμεσο σταθμό τον πόλεμο στο Βιετνάμ και κατάληξη τον πόλεμο του Μπους στο Ιράκ. Τρία ορόσημα στην αμερικανική ιστορία, τρεις γενιές με τις ιδεολογίες και τις θεωρίες τους, τρεις μεγαλοπρεπείς διαψεύσεις της αμερικανικής υπέρμετρης φιλοδοξίας για παγκόσμια ηγεμόνευση. Ο συγγραφέας φαίνεται να αντιλαμβάνεται την ιστορική αυτή διαδρομή ωσάν τροχό, που στρέφεται από την επιτυχία στην ύβρη6, με την έννοια που αποκτά στην αρχαία ελληνική τραγωδία, ύβρη που με τη σειρά της οδηγεί στην τραγωδία, η οποία, όμως, κατά τον συγγραφέα, ίσως οδηγήσει στην κατάκτηση της σοφίας στην αμερικανική εξωτερική πολιτική.

Το βιβλίο δομείται στην έννοια αυτή της κυκλικής διαδοχής, της αμερικανικής ύβρεως, τραγωδίας και αναζήτησης της σοφίας. Γι’ αυτό και τα τρία μέρη του, που αντιστοιχούν στα τρία ανωτέρω ιστορικά ορόσημα, εύλογα αποκαλούνται η Ύβρις της Λογικής, η Ύβρις της Σκληρής Στάσης και η Ύβρις της Κυριαρχικής Επικράτησης.

Στην πρώτη περίοδο, ο Δημοκρατικός πρόεδρος (1913-1924) Γούντροου Γουίλσον7 υποτάχθηκε στην ύβρη της λογικής, υποστηρίζει ο συγγραφέας. Η πεποίθησή του ότι η Αμερική ήταν αρκετά ισχυρή και σοφή μετά τη νίκη στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Μεγάλο Πόλεμο -πόλεμο στον οποίο η Αμερική προσχώρησε επικαλούμενη ιδεαλιστικά κίνητρα, αλλά στην πραγματικότητα για να εξυπηρετήσει τα εθνικά της συμφέροντα που απειλούσε η ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων στην Ευρώπη από την ισχυρή Γερμανία- για να μετατρέψει τη ζούγκλα των διεθνών σχέσεων σε ανθόσπαρτο κήπο κατέρρευσε στην αμερικανική Γερουσία, όπου δεν κατάφερε να επικυρώσει τη Συνθήκη των Βερσαλλιών8 του 1919, στην οποία ήταν ενσωματωμένη και η δημιουργία της «Κοινωνίας των Εθνών», της οποίας οι ΗΠΑ ουδέποτε έγιναν μέλος. Οι Ρεπουμπλικάνοι συμμαχώντας με ορισμένους Δημοκρατικούς έδωσαν τη χαριστική βολή στο «όραμα» του Γουίλσον για μια διεθνή τάξη πιο ορθολογική και για μια παγκόσμια ειρήνη που δεν θα στηριζόταν μόνο στις ξιφολόγχες, στην ανήθικη και αρχαϊκή ισορροπία δυνάμεων των αντιμαχόμενων ευρωπαϊκών φυλών, όπως εκτιμούσαν τότε στην Αμερική κυρίαρχα ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα. Ωστόσο, η λογική και το δίκαιο δεν θριάμβευσαν μεταξύ των εθνών. Η ύβρη της λογικής δεν οδήγησε την Αμερική σε κάποια πιο ρεαλιστική προσέγγιση των διεθνών σχέσεων, αλλά στον απομονωτισμό9 και τον πασιφισμό10 στο Μεσοπόλεμο – για να την προ- φυλάξουν από τον «βαρβαρισμό του παλαιού Κόσμου», μέχρι, βέβαια, τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε, χρειάστηκε και πάλι, για τους ίδιους βαθύτερους λόγους προάσπισης των εθνικών της συμφερόντων, να συμμετάσχει για να αποτρέψει μια νέα διατάραξη της ισορροπίας δυνάμεων στην Ευρώπη, και πάλι από τη Γερμανία, του Χίτλερ αυτή τη φορά, με ιδεολογικό όπλο την προάσπιση της ελευθερίας και την ήττα του φασισμού. Ήδη, από τα μέσα της δεκαετίας του ΄30 πολλοί εξέχοντες Αμερικανοί διανοούμενοι ανησυχούσαν περισσότερο για την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη παρά για την οικονομική ύφεση στη χώρα τους. Την 1η Σεπτεμβρίου 1939, τη στιγμή που στη Γενεύη, έδρα της «Κοινωνίας των Εθνών», ετοιμάζονταν τα αποκαλυπτήρια, παρουσία διεθνών προσωπικοτήτων, αγάλματος του προέδρου Γουίλσον, τα ναζιστικά γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Πολωνία. Ένας άλλος αιματηρός παγκόσμιος πόλεμος που θα άλλαζε εκ νέου την ισορροπία δυνάμεων όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και παγκοσμίως άρχιζε και επίσημα.

Στη δεύτερη περίοδο η εμπειρία της πικρής Ειρήνης των Βερσαλλιών και του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου διαμόρφωσε τις αντιλήψεις του προέδρου (1933-1945) Φράνκλιν Ρούσβελτ,11 ο οποίος, ως ρεαλιστής, δεν δίστασε να συμμαχήσει με τη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν -αυτό το «ιστορικό παράδοξο», όπως το αποκαλεί ο Hobsbawn,12 μεταξύ φιλελεύθερου καπιταλισμού και κομμουνισμού- για να επιτύχει τη συντριπτική ήττα της Γερμανίας του Χίτλερ, που στην ουσία συντελέστηκε με τη «Βρετανία να κερδίζει χρόνο, τη Ρωσία να χύνει το αίμα και την Αμερική να δίνει το χρήμα και τα όπλα», όπως συμπεραίνει ένας γνωστός Βρετανός ιστορικός,13 χωρίς βέβαια να παραγνωρίζονται οι θυσίες όλων των λαών σε αίμα, το Ολοκαύτωμα, η εξόντωση εκατομμυρίων αμάχων. Το τίμημα που κατέβαλε ο Ρούσβελτ στη Διάσκεψη της Γιάλτας (4-11 Φεβρουάριου 1945) ήταν η αναγνώριση σοβιετικής σφαίρας επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη, ως προστασία έναντι μελλοντικής γερμανικής επιθετικότητας.14 Η νέα διεθνής τάξη σχεδιάστηκε από τον Ρούσβελτ εμπλέκοντας άλλους «4 χωροφύλακες» (Ρωσία, Κίνα, Βρετανία και Γαλλία), όπως αντανακλώνται στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, ενός οργανισμού πολύ διαφορετικού από το αποτυχημένο πείραμα της «Κοινωνίας των Εθνών».

Ο πρόεδρος Χάρι Τρούμαν (1945- 1953) που τον διαδέχτηκε τερμάτισε τον πόλεμο με τη ρήψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι (6 και 9 Αυγούστου 1945), δοκιμάζοντας για πρώτη και τελευταία, προς το παρόν, φορά ένα όπλο τρομακτικής ισχύος που προκάλεσε φοβερό αριθμό θυμάτων, κυρίως αμάχων, αλλά εξανάγκασε την Ιαπωνία σε παράδοση άνευ όρων μέσα σε έξι μέρες. Η ηγεμονική θέση της Αμερικής, οικονομική, πολιτική και στρατιωτική, στο δυτικό κόσμο, που αντικατέστησε στο ρόλο αυτό τη διαλυμένη πλέον βρετανική αυτοκρατορία, εδραιώθηκε και επιβεβαιώθηκε τόσο με το Σχέδιο Μάρσαλ για την οικονομική ανασυγκρότηση της Ευρώπης όσο και με τη δημιουργία του ΝΑΤΟ (1949), λίγους μήνες πριν από τη λήξη του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα. Η εξαγγελία του αποκαλούμε- νου Δόγματος Τρούμαν15 το 1947 επέτυχε να εμποδίσει την εξάπλωση της σοβιετικής επιρροής σε Ελλάδα και Τουρκία με την παροχή οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας που ενέκρινε το Κογκρέσο.16 Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε ήδη αρχίσει. Η συνεργασία και η φιλία με τη Σ. Ένωση είχαν παρέλθει κι είχαν αντικατασταθεί από την πολιτική της ανάσχεσης (containment), η πατρότητα της οποίας ανήκει στο μετρημένο Τζορζ Κέναν,17 ο οποίος έζησε αρκετά χρόνια (1904-2005) για να διαπιστώσει ο ίδιος την επιτυχία της, με την αποσύνθεση και κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας το 1989-1991, αλλά και τις υπερβολές της, που οδήγησαν τελικά στην ύβρη της Σκληρής Στάσης.

Η στρατηγική της ανάσχεσης πρότεινε τη χρήση στρατιωτικής, οικονομικής και διπλωματικής στρατηγικής για να αναχαιτιστεί η εξάπλωση του κομμουνισμού, ακολουθώντας στην ουσία μια μεσαία στρατηγική μεταξύ του κατευνασμού (appeasement) -το φάντασμα της πολιτικής του Βρετανού πρωθυπουργού Νέβιλ Τσάμπερλεν έναντι της ναζιστικής Γερμανίας του Χίτλερ (1937-1939)- και της μετωπικής στρατιωτικής σύγκρουσης για την ανατροπή κομμουνιστικών καθεστώτων (rollback). Πρότεινε δηλαδή στρατηγική περιφερειακών συμμαχιών και δημιουργία αντίρροπων δυνάμεων απέναντι σε προσπάθειες επέκτασης της σοβιετικής επιρροής. Διότι, ο μεταπολεμικός κόσμος δεν ήταν πλέον ένας, αλλά δύο. Και οι υπερδυνάμεις δύο, με αντίπαλα γεωπολιτικά συμφέροντα, κοινωνικοπολιτικά καθεστώτα και ιδεολογίες. Το 1950 ο Πολ Νίτζε18 επεξεργάστηκε περαιτέρω και επεξέτεινε σε μια πιο σκληρή εκδοχή τη στρατηγική της ανάσχεσης του Κέναν. Άλλωστε, το 1949 η Σ. Ένωση είχε δοκιμάσει τη δική της ατομική βόμβα, ενώ την ίδια χρονιά επικράτησε και η επανάσταση στην Κίνα υπό τον Μάο Τσε Τουνγκ. Η διεθνής σκηνή είχε μεταβληθεί άρδην. Για τα επόμενα 20 χρόνια η αμερικανική πολιτική ταλαντευόταν μεταξύ της συμμετρικής και της ασύμμετρης ανάσχεσης.19

Κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου οι δυο υπερδυνάμεις της μεταπολεμικής εποχής ουδέποτε ήρθαν σε απευθείας σύγκρουση. Ο «πόλεμος» διεξαγόταν στην «περιφέρεια», μέσω «αντιπροσώπων» και πελατών-κρατών ή κινημάτων, απελευθερωτικών ή μη, ενώ η ελευθερία δράσης ήταν απόλυτη εντός της σφαίρας επιρροής τους. Ούτε ο πόλεμος της Κορέας (1950-1953) ανέτρεψε τα δεδομένα, μολονότι έφερε την Αμερική σε απευθείας στρατιωτική σύγκρουση με τις ένοπλες δυνάμεις της Κίνας και εμμέσως με τη Σ. Ένωση. Ο εξτρεμιστής στρατηγός Μακ Άρθουρ, έτοιμος να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα κατά της Κίνας, απηλλάγη των καθηκόντων του το 1951, η χρήση πυρηνικών όπλων απεφεύχθη και η «αιματηρή στασιμότητα» στο μέτωπο οδήγησε σε διαπραγματεύσεις και ανακωχή με επάνοδο σχεδόν στα σύνορα του 38ου παράλληλου. Ένας πόλεμος που και σήμερα θεωρείται ακόμη «ξεχασμένος» (το μνημείο πεσόντων στην Ουάσιγκτον εγκαινιάστηκε μόλις το 1995), ο οποίος παρά τους δεκάδες χιλιάδες νεκρούς δεν ανέτρεψε κανένα γεωπολιτικό δεδομένο στην περιοχή. Ούτε ο στρατηγός Ντουάιτ Αϊζενχάουερ (1953-1961), που διαδέχτηκε τον Τρούμαν στην προεδρία, παρασύρθηκε σε αχρείαστες συγκρούσεις με τη Σ. Ένωση. Μείωσε τις στρατιωτικές δαπάνες κατά 33% και βασίστηκε περισσότερο στη στρατηγική «των μαζικών αντιποίνων», ίσως διότι πίστευε, σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς, ότι ήταν αδιανόητος ο ολοκληρωτικός πυρηνικός πόλεμος· παραδίδοντας δε την προεδρία δεν δίστασε να μιλήσει για το «στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα».20 Ωστόσο, ο ίδιος, τον Μάρτιο του 1960, διέταξε τη CIA να καταστρώσει σχέδιο ανατροπής της κυβέρνησης του Φιντέλ Κάστρο στην Κούβα, σχεδόν ένα χρόνο μετά την επικράτηση της επανάστασης (Ιανουάριος 1959).

Ο πρόεδρος Τζον Κένεντι που τον διαδέχτηκε, υιοθέτησε την πολιτική απόφαση της εισβολής στην Κούβα από Κουβανούς εξόριστους, φτάνοντας στην «απόλυτη αποτυχία» της Επιχείρησης Ζαπάτα, στο φιάσκο της εισβολής στον «Κόλπο των Χοίρων» -La Batalla de Girón για τους Κουβανούς- (17-20 Απριλίου 1961). «Ευχαριστούμε…», του διαμήνυσε με σημείωμά του ο Τσε Γκεβάρα τον Αύγουστο του ίδιου έτους από την Ουρουγουάη: «Πριν από την εισβολή η επανάσταση ήταν αδύναμη, τώρα είναι ισχυρή όσο ποτέ». Αφού ξεπέρασε την κρίση ξηλώνοντας την ηγεσία της CIA, ο JFK αντιμετώπισε τον επόμενο χρόνο τη χειρότερη κρίση του Ψυχρού Πολέμου, την κρίση των πυραύλων της Κούβας, τον Οκτώβριο του 1962. Οι 13 μέρες εκείνου του Οκτωβρίου έφεραν τον κόσμο στα πρόθυρα πυρηνικού ολοκαυτώματος, του Αρμαγεδώνα, της Αποκάλυψης. «Ήταν μια υπέροχη βραδιά, όπως είναι οι φθινοπωρινές βραδιές στην Ουάσιγκτον. Καθώς έβγαινα από το προεδρικό γραφείο (Oval Office), σκέφτηκα πως ίσως να μη ζούσα για να δω άλλο σαββατόβραδο», εξομολογήθηκε αργότερα ο τότε υπουργός Άμυνας ΜακΝαμάρα21 για τη δραματική νύχτα του Σαββάτου της 27ης Οκτωβρίου του 1962, όταν η πορεία προς τον όλεθρο κρεμόταν από μια κλωστή. Την επομένη η κρίση αποκλιμακώθηκε, μετά από μυστικές διαπραγματεύσεις και αμοιβαίες υποχωρήσεις,22 μολονότι δεν έγιναν δημόσια γνωστές. Η ειρήνη διασώθηκε. Ούτε ο Κένεντι ούτε ο Σοβιετικός ηγέτης Νικίτα Χρουστσόφ ήταν διατεθειμένοι να φτάσουν στα άκρα και στην αμοιβαία καταστροφή τους. Ο μύθος, όμως, της αμερικανικής παντοδυναμίας διατηρήθηκε. «Κοιταχτήκαμε κατάματα και νομίζω ότι της άλλης πλευράς τα βλέφαρα τρεμόπαιξαν» (“We’re eyeball to eyeball, and I think the other fellow just blinked”), είπε o Αμερικανός ΥΠΕΞ Ντιν Ρασκ, υπονοώντας ρωσική υποχώρηση και θέλοντας να τονίσει την επιτυχία που προέκυψε από τη σκληρή στάση, από την πολιτική του κλιμακούμενου, διαβαθμισμένου ακροβατισμού, πράγμα που δεν ανταποκρινόταν φυσικά στην πραγματικότητα. Μερικές φορές η δύναμη της ιστορικής αναλογίας τόσο στη συνείδηση των λαών όσο και στα ΜΜΕ είναι εκπληκτική. Ένα πρόσφατο (1/8/2010) άρθρο της Washington Post, διερευνώ- ντας τις ενδεχόμενες αμερικανικές αντιδράσεις σε περίπτωση πυραυλικής κρίσης με το Ιράν, χρησιμοποιεί ακριβώς την ίδια φρασεολογία στον χτυπητό τίτλο του: “Who will blink first when Iran is on the brink”? («Ποιος θα υποχωρήσει πρώτος όταν το Ιράν θα βρεθεί στο χείλος του γκρεμού»;). Τα μαθήματα της κρίσης ήταν πολλά και ποικίλα· ουδεμία κατοπινή κρίση στις σχέσεις των δυο υπερδυνάμεων μπορεί να συγκριθεί με αυτήν. Όπως αργότερα δεν δυσκολεύτηκαν να παραδεχθούν έξι κορυφαία στελέχη και συνεργάτες της κυβέρνησης του JFK, η κρίση «μπορούσε και θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί», τονίζοντας την προφανή και συνεχή σημασία «της ακριβούς αμοιβαίας εκτίμησης συμφερόντων» των δύο υπερδυνάμεων.23

Αν και η αμερικανική στρατηγική της «ευέλικτης απάντησης,24 που έφερε κάποια ευελιξία σε σχέση με την απόλυτη εξάρτηση από τα πυρηνικά όπλα, επρόκειτο να διαρκέσει πολλά χρόνια, εν τούτοις δεν ήταν δυνατόν να συγκαλύψει το γεγονός ότι η πολιτική της ανάσχεσης εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να είναι παγκόσμια, όπως άλλωστε ήδη είχε δείξει και η επικράτηση της κινεζικής επανάστασης από το 1949. Ωστόσο, ο φόβος μήπως η Αμερική εμφανιζόταν αδύναμη, «χάρτινη τίγρη», έκανε τον πρόεδρο Κένεντι άτολμο, μολονότι εμμέσως και ηπίως, μετά την κρίση της Κούβας, είχε δημοσίως αμφισβητήσει τις αρχές στις οποίες στηριζόταν η εξωτερική πολιτική της χώρας του και σκόπευε, σύμφωνα με ορισμένες ιστορικές μαρτυρίες και αναλύσεις, να απεμπλακεί από το Βιετνάμ μετά την επανεκλογή του.

Μετά τη δολοφονία του, στις 22 Νοεμβρίου 1963 στο Τέξας, τα ηνία της εξουσίας ανέλαβε ο αντιπρόεδρος Λίντον Τζόνσον, σκληροτράχηλος πολιτικός από το Τέξας που, παρά τα επιτεύγματά του στο εσωτερικό,25 σύντομα έγινε αιχμάλωτος της σκληρής στάσης και της «θεωρίας του ντόμινο», σύμφωνα με την οποία αν κάποια χώρα αφηνόταν να πέσει στα χέρια του κομμουνισμού, θα ακολουθούσαν και άλλες. Η παγίδευσή του ήταν πλήρης. «Δεν μπορώ να νικήσω, δεν μπορώ και να αποχωρήσω», είχε πει. Η κλιμάκωση του πολέμου στο Βιετνάμ τον κατάπιε και ταχέως τον οδήγησε στον πολιτικό του θάνατο. Αποσύρθηκε στο ράντσο του το 1968, μην τολμώντας να θέσει ξανά υποψηφιότητα για την προεδρία. Το φάντασμα του Βιετνάμ τον συνόδεψε μέχρι τον τάφο του. Το αντιπολεμικό κίνημα στην Αμερική είχε φουντώσει. Η κοινή γνώμη είχε πλέον στραφεί αποφασιστικά εναντίον του πολέμου. Η πίστη στην αμερικανική παντοδυναμία είχε υποστεί σοβαρότατο πλήγμα.

Η δολοφονία του Ρόμπερτ Κένεντυ απήλλαξε τους Ρεπουμπλικάνους από έναν επικίνδυνο αντίπαλο. Ο Ρίτσαρντ Νίξον κατάφερε να εκλεγεί στην προεδρία και έχοντας ως δεξί του χέρι τον Χένρι Κίσινγκερ προσπάθησε να βρει κάποια διέξοδο στο Βιετνάμ. Το Δόγμα Νίξον, όμως, ήτοι η βιετναμοποίηση του πολέμου, απέτυχε παταγωδώς. Το 1973 υπεγράφη η συνθήκη ειρήνης με το Β. Βιετνάμ, αλλά σε δύο χρόνια το Ν. Βιετνάμ κατέρρευσε. Στο μεταξύ ο Νίξον, έχοντας επανεκλεγεί το 1972, όχι μόνο εκμεταλλεύθηκε το σχίσμα Σ. Ένωσης-Κίνας επισκεπτόμενος το Πεκίνο (1972) και συνάπτοντας σχέσεις με τη χώρα του Μάο, αλλά προχώρησε και σε συμφωνία ελέγχου των πυρηνικών όπλων με τη Σ. Ένωση του Αεονίντ Μπρέζνιεφ, εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή ύφεσης (detente) και «ειρηνικής συνύπαρξης» των δύο υπερδυνάμεων, εποχή που αποτυπώθηκε ανάγλυφα κατόπιν στις Συμφωνίες του Ελσίνκι το 1975. Οι πάγοι του Ψυχρού Πολέμου είχαν αρχίσει να λιώνουν, ο ίδιος όμως εξαναγκάστηκε σε ατιμωτική παραίτηση26 λόγω του διαβόητου σκανδάλου του Γουότεργκεϊτ.

Η έλευση στην προεδρία του Δημοκρατικού Τζίμι Κάρτερ το 1978 έφερε και την υπόσχεση για «όχι άλλα Βιετνάμ». Ο φιλειρηνικός Κάρτερ, δίνοντας έμφαση στη διπλωματία και στα ανθρώπινα δικαιώματα, κατάφερε να προχωρήσει την ειρηνευτική διαδικασία στη Μέση Ανατολή με τις Συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ -κάθε άλλο παρά μικρό επίτευγμα- και να συνάψει τη συμφωνία SALT II με τη Σ. Ένωση για τα πυρηνικά όπλα. Ωστόσο, μια σειρά από γεγονότα, όπως η επικράτηση των Σαντινίστας στη Νικαράγουα, η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, που διέψευσε τις ελπίδες του για τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου, και η κρίση στο Ιράν, με την ανατροπή του φιλοδυτικού Σάχη από την ιρανική επανάσταση και την κατάληψη της εξουσίας από τον Χομεϊνί το 1979, κατέστρεψαν την προεδρία του εμφανίζοντάς τον ως αναποφάσιστο, αδύναμο, άτολμο, δειλό. Οι εικόνες των 76 ομήρων της αμερικανικής πρεσβείας στην Τεχεράνη, γονυπετών με δεμένα τα μάτια και από τα συντρίμμια των ελικοπτέρων της αποτυχημένης επιχείρησης διάσωσής τους, επισφράγισαν την πολιτική του ήττα. Ο διάσημος δημοσιογράφος Γουόλτερ Κρονκάιτ έκλεινε το βραδινό δελτίο ειδήσεων του τηλεοπτικού δικτύου CBS μετρώντας τις ημέρες ομηρίας. Πολύ σύντομα, ο Κάρτερ αναγκάστηκε να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες και να στηρίξει τους Μουζαχεντίν στο Αφγανιστάν. Ακόμη και σήμερα, ορισμένοι σοβαροί αναλυτές χρησιμοποιούν τον όρο «το σύνδρομο Κάρτερ»,27 υπό την έννοια του συνδυασμού δυο παραδόσεων στην άσκηση της αμερικανικής πολιτικής, του ιδεαλισμού του Γουίλσον και του ρεαλισμού του Τζέφερσον.

Στις προεδρικές εκλογές του 1980 ανέτειλε το άστρο και η εποχή του νεοφιλελεύθερου Ρόναλντ Ρέιγκαν (1980-1988). Το έδαφος είχε ιδεολογικά προετοιμαστεί από ομάδα -μολονότι όχι απόλυτα ομοιογενή- νεοσυντηρητικών, κυρίως δεύτερης γενιάς Αμερικανών Εβραίων τροτσκιστών, που διέγραψαν μια θεαματική μετεωρική και άκρως ενδιαφέρουσα τροχιά από την αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών προς τον σκληρό και αργότερα κυρίαρχο πυρήνα των Ρεπουμπλικάνων.28 Ωστόσο, η παθιασμένη ηθικοπλαστική αντικομμουνιστική ρητορεία του Ρέιγκαν περί «αυτοκρατορίας του κακού» και τα συναφή δεν συμβάδισε με την προσεκτική πολιτική του στις σχέσεις του με την έτερη υπερδύναμη. Ενώ φρόντισε να αυξήσει υπέρογκα τις αμυντικές δαπάνες και να εξαπολύσει νέο γύρο ανταγωνισμού στον τομέα των εξοπλισμών με τον «πόλεμο των άστρων» (Strategic Defense Initiative), προσήλθε τελικά σε συνομιλίες με τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ υπογράφοντας σημαντικές συμφωνίες για τη μείωση του πυρηνικού οπλοστασίου των δύο χωρών (INF και START I).

Στην τρίτη περίοδο, που καλύπτει την περίοδο της προεδρίας του Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου (1988-1992), του Μπιλ Κλίντον (1992-2000) και του Τζορτζ Μπους του νεότερου (2000-2008), η ύβρις της κυριαρχικής επικράτησης προσέλαβε πολλές μορφές. «Με τη βοήθεια του Θεού αποτινάξαμε το σύνδρομο του Βιετνάμ», αναφώνησε ο Μπους μετά το νικηφόρο πόλεμο στον Περσικό Κόλπο29 (1991). Έναντι 100.000 περίπου νεκρών του Ιράκ, οι αμερικανικές απώλειες ήταν μόνο 146. Ήταν ταυτόχρονα η εποχή της αποσύνθεσης και κατάρρευσης της σοβιετικής αυτοκρατορίας. Ο Ψυχρός Πόλεμος τέλειωσε30 και τυπικά. Στη νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων η Αμερική απέμεινε η μόνη πραγματική υπερδύναμη, χωρίς αντίπαλο δέος αλλά και χωρίς προφανή εχθρό.

Η διακυβέρνηση του Κλίντον σημαδεύτηκε από την αποτυχημένη επιχείρηση στη Σομαλία (Βιετναλία την είχε αποκαλέσει ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ), τη γενοκτονία στη Ρουάντα μπροστά στα απαθή βλέμματα της διεθνούς κοινότητας, τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την ανικανότητα της Ε.Ε. να χειριστεί τα προβλήματα των Βαλκανίων, τη σφαγή στη Σεμπρένιτσα και τον βομβαρδισμό του Σαράγεβο από τους Σέρβους, τη Βοσνία και τη συμφωνία του Ντέιτον και τελικά τον βομβαρδισμό της Σερβίας από το ΝΑΤΟ και την ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου. Η επέκταση του ΝΑΤΟ έφτασε μέχρι τα σύνορα της Ρωσίας. Η αμερικανική ισχύς και επιρροή επεκτάθηκε περαιτέρω. Η παράλυση και η περιθωριοποίηση του ΟΗΕ ήταν εμφανείς. Στην αυγή της νέας χιλιετηρίδας, η αμερικανική οικονομική, ιδεολογική και στρατιωτική κυριαρχία, σε βαθμό μάλιστα που να γίνεται λόγος για αμερικανική αυτοκρατορία, ήταν παγκόσμια πραγματικότητα. Το φάντασμα του Βιετνάμ φάνηκε να έχει εξορκιστεί και η θρησκεία του Μεγαλείου να επανέρχεται.

Ο 21ος αιώνας άρχισε με την τρομοκρατική επίθεση στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης. Ο Μπους και η νεοσυντηρητική μιλιταριστική ομάδα του άδραξαν την ευκαιρία για να επιβεβαιώσουν την αμερικανική κυριαρχία έχοντας ως πρωταρχικό στόχο τους την αλλαγή του γεωπολιτικού χάρτη στη Μέση Ανατολή. Ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας», η στρατιωτικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής ήταν σχεδόν πλήρης καθώς το Δόγμα Μπους,31 έχοντας ως ιδεολογικό προπέτασμα «ιδεαλιστικά» κίνητρα για την «εξάπλωση της δημοκρατίας» και των «αμερικανικών αξιών», έθετε στο επίκεντρο τη μονομερή δράση των ΗΠΑ με ad hoc «συμμαχίες των προθύμων» για «αλλαγή καθεστώτος» και «προληπτικό πόλεμο». Ακολούθησε η εισβολή στο Αφγανιστάν (2001) με τη συμμετοχή του ΝΑΤΟ, όταν για πρώτη φορά στην ιστορία του Βορειοατλαντικού Συμφώνου έγινε επίκληση του άρθρου 5 της ιδρυτικής Συμφωνίας, ήτοι της ρήτρας περί συλλογικής άμυνας σε περίπτωση «ένοπλης επίθεσης» κατά κράτους-μέλους. Η εισβολή στο Ιράκ (2003) για την καταστροφή ανύπαρκτων όπλων μαζικής καταστροφής αποτέλεσε την κορύφωση της ύβρεως της κυριαρχικής επικράτησης και δημιούργησε αρχικά για μια ακόμη φορά την ψευδαίσθηση ότι η Αμερική, απαλλαγμένη από τα «δεσμά» της διεθνούς νομιμότητας και συνεργασίας, θα μπορούσε από μόνη της να εξαπλώσει περαιτέρω την ισχύ της με γρήγορους και φθηνού κόστους, από άποψη χρήμα τος και αίματος, πολέμους. Φευ, οι εξελίξεις έμελλε να είναι πολύ διαφορετικές. Η Αμερική είχε και πάλι πλησιάσει πολύ κοντά στον Ήλιο. Επιπλέον η εικόνα της, με τους κρατούμενους στη βάση του Γκουαντάναμο και τις φρικαλέες σκηνές στις φυλακές Αμπού Γκράιμπ στο Ιράκ, είχε υποστεί σοβαρότατο πλήγμα, και όχι μόνο στις μουσουλμανικές χώρες.

Η σύνοψη και σύνθεση εκατό χρόνων εξωτερικής πολιτικής κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση είναι. Ωστόσο, ο συγγραφέας καταφέρνει να διατηρήσει τα αφηγηματικά και ενωτικά αναλυτικά του νήματα γράφοντας με τρόπο κατανοητό και ελκυστικό. Συμπερασματικά, ο Μπέιναρτ φαίνεται να πιστεύει σοβαρά στη μετασχηματιστική δύναμη της τραγωδίας. Υποστηρίζει ότι, από σημαντικές απόψεις, οι πόλεμοι στο Ιράκ – εκεί όπου έμελλε να ενταφιαστούν τα όνειρα για «παγκόσμια ηγεμονία»- και στο Αφγανιστάν απηχούν το μύθο του Ίκαρου, με τη διαφορά ότι για τον Ίκαρο το τίμημα της ύβρεως είναι ο θάνατός του, ενώ για την Αμερική μοιάζει περισσότερο με την περίπτωση του Ξέρξη στους Πέρσες του Αισχύλου, ο οποίος επιβιώνει μεν της αλαζονείας του αλλά επιστρέφει οίκαδε στα κουρέλια. Ο διατηρούμενος ιεραποστολικός ζήλος της Αμερικής να «αλλάξει» και να «σώσει» τον κόσμο μεταδίδοντας τις δικές της αξίες (οι Αμερικανοί βαυκαλίζονται με την ιδέα -ή πείθονται γι’ αυτό- ότι ενεργούν πάντα χωρίς ιδιοτελή κίνητρα, χωρίς εθνικό συμφέρον!) το μόνο που κατάφερε ήταν να δημιουργήσει ψευδαισθήσεις και να προ- καλέσει καταστροφές. Η Αμερική δεν μπορεί να κάνει τα πάντα, όπως διατείνεται ένα ισχυρότατο και ενίοτε επικρατούν ρεύμα στην εθνική πολιτική της κουλτούρα. Το «ανίκητο της σκληρής στάσης» αποτελεί ψευδές συμπέρασμα.32 Η αμερικανική παντοδυναμία δεν είναι παρά ένα «ωραίο ψέμα», αλλά πολιτικά βολικό ή και επικίνδυνο, όταν αγνοείται. Ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται πολύ καλά πόσο επικίνδυνη είναι πολιτικά μια τέτοια στάση για κάθε πρόεδρο που συμμερίζεται ανάλογες απόψεις περί των ορίων της αμερικανικής ισχύος, ιδιαίτερα όταν βάλλεται ως αδύναμος και αναποφάσιστος, στερούμενος των αρετών του πολεμιστή και του πολέμαρχου. Δεν είναι όμως κάτι που παρά τις τραγωδίες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής ανήκει στο παρελθόν. Διαπιστώνεται και σήμερα στην εσωτερική πολιτική διαμάχη με φορείς εκείνους τους κύκλους που απορρίπτουν το ρεαλισμό και εμποτίζουν τη συζήτηση για την εξωτερική πολιτική με άφθονες δόσεις ιδεολογίας και παραισθήσεων, σε συνθήκες μάλιστα που τα όρια της αμερικανικής ισχύος είναι κάτι παραπάνω από εμφανή. Οι φορείς αυτοί δεν επιδιώκουν τη σοφία και το μέτρο αλλά είναι αιχμάλωτοι του παρελθόντος, συγκαλύπτοντας το αμερικανικό συμφέρον με ιδεαλιστική αχλύ μολονότι είναι σαφές ότι η χώρα βρίσκεται στο φθινόπωρο της ισχύος της, αν μη τι άλλο διότι άλλα κράτη καταλαμβάνουν πλέον ισχυρές θέσεις στο παγκόσμιο σύστημα. Όμως, ο μύθος της παντοδυναμίας διαιωνίζεται, γι’ αυτό και δημοσίως αποφεύγονται επώδυνες επιλογές και προτεραιότητες που έχει ανάγκη η χώρα, η οποία δεν χρειάζεται να κυριαρχεί ως ιμπεριαλιστική δύναμη για να αισθάνεται και να είναι ασφαλής, ευημερούσα και ηθικά συνεπής με τις αξίες της.

Ο συγγραφέας αναμένει τον Αμερικανό εκείνο πρόεδρο που θα πει την αλήθεια στον αμερικανικό λαό, έναν «ενθουσιώδη νεκροθάφτη» για να θάψει την ύβρη του παρελθόντος «πείθοντας τον κόσμο ότι παρευρίσκεται σε γάμο μάλλον παρά σε κηδεία», διότι η ώρα της κρίσης έχει φτάσει. Χρειάζεται κάποιο «συμβολικό βάλσαμο» για την πληγωμένη υπερηφάνεια της χώρας.

Το ευρηματικό μυθολογικό σχήμα εξυπηρετεί πολύ καλά την εξέταση και ανάλυση ενός περίπου αιώνα αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Δεν έχει, βέβαια, τη θεωρητική συγκρότηση, συνοχή και αυστηρότητα άλλων βιβλίων του είδους, διότι προφανώς αποσκοπεί περισσότερο σε ένα ερμηνευτικό σχήμα που να λειτουργεί στο επίπεδο της εξιστόρησης των γεγονότων, γι’ αυτό ίσως να μοιάζει περισσότερο με σειρά θεραπευτικών συνταγών «για να τονωθεί το ηθικό ενός ασθενούς που αναρρώνει μετά από ένα φοβερό ατύχημα».33 Λειτουργεί επίσης στο επίπεδο της ιδεολογικής διαμάχης και των ιδεολογικών-πολιτιστικών ρευμάτων της αμερικανικής κοινωνίας μέσω των θεωρητικών εκφραστών της που επηρεάζουν αντιλήψεις και πολιτικές επιλογές στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής -αν και ο βαθμός επίδρασής τους αμφισβητείται34– ως στοιχεία δηλαδή περιοριστικά ου μην αλλά «τραγικά», εφόσον έχουν οδηγήσει σε αλλεπάλληλες ύβρεις. Για τον Μπέιναρτ, οι διαμάχες περί της εξωτερικής πολιτικής συχνά έχουν τον χαρακτήρα εσωτερικών πολιτιστικών συγκρούσεων. Ωστόσο, ορισμένοι επισημαίνουν35 ότι η σύμφυση θεραπευτικών και ιστορικών στοιχείων δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να κατανοήσει κανείς τις δομικές και συστημικές πτυχές των προβλημάτων ή τα σκοτεινά κίνητρα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής τα οποία επιμελώς αποκρύπτονται κάτω από ιδεολογικούς μανδύες. Εν τούτοις, μπορεί κανείς συνάμα να υποστηρίξει ότι σε ένα τέτοιο ιστορικό πόνημα δεν μπορούν να αποκλειστούν εξ ορισμού οι σοβαροί παράγοντες μαζικής ψυχολογίας, ακόμα δε ούτε στοιχεία που ρίχνουν φως στον χαρακτήρα και την προσωπικότητα των ίδιων των προέδρων. Το βιβλίο του Μπέιναρτ περιέχει άφθονα τέτοια στοιχεία σκιαγραφώντας τα πορτρέτα των Αμερικανών προέδρων από κάποια εμφανή ψυχαναλυτική χροιά, προσπαθώντας να ερμηνεύσει πτυχές του χαρακτήρα τους και της συμπεριφοράς τους: επί παραδείγματι, ο ωμός Τζόνσον κατέβαζε το παντελόνι του και ουρούσε στο νιπτήρα της αίθουσας συνεδριάσεων μπροστά στους συνεργάτες του, ο Νίξον καυχιόταν ότι έτρωγε αμελέτητα αμνών, ο Ρέιγκαν προτιμούσε να βλέπει μια κινηματογραφική ταινία παρά να διαβάζει τα ενημερωτικά σημειώματα των συνεργατών του, ο Κλίντον αργούσε συστηματικά στα ραντεβού του κ.τ.λ. κι άλλα πολλά και ευτράπελα.

Το βιβλίο, πράγματι, αποτελεί «αυθεντική και φιλόδοξη μελέτη»,36 με αναλυτικές αρετές, είναι δε εξαιρετικά καλογραμμένο. Δεν καταφεύγει σε υστερικές ούτε σε απλουστευτικές διαπιστώσεις σχετικά με τη σχετική μείωση της αμερικανικής ισχύος αλλά ούτε και προτείνει κάποιο νέο, μεγαλόσχημο «στρατηγικό δόγμα». Στηρίζεται σε αξιοσημείωτη έρευνα, όπως προκύπτει από προσεκτικό έλεγχο των εκατοντάδων υποσημειώσεων και βιβλιογραφικών παραπομπών.

Ο Μπέιναρτ δεν θέλει τη χώρα του άνευ φιλοδοξιών, χωρίς φτερά, καθηλωμένη στο έδαφος. Απλώς, την καλεί να στρέψει τις φιλοδοξίες της αλλού, στην εσωτερική της ανασυγκρότηση, να αναζητήσει ένα νέο αφήγημα για να ξαναφτιάξει τα φτερά της εγκαταλείποντας την ψευδή αθωότητά της -το χρώμα της αλήθειας στην εξωτερική πολιτική είναι συνήθως το γκρίζο- και να πετάει ακολουθώντας τις συμβουλές του Δαίδαλου. Πρόκειται για μια επίκαιρη υπόμνηση, διότι ούτε το αίσθημα της υπερβολικής αυτοπεποίθησης ούτε ο «αμερικανικός εξαιρετισμός» ούτε το νεοσυντηρητικό ρεύμα37 έχουν εκλείψει. Κι είναι επίσης επίκαιρο καθώς ο πρόεδρος Ομπάμα προσπαθεί να αφήσει το δικό του στίγμα στην εξωτερική πολιτική της χώρας δίνοντας προτεραιότητα στη διπλωματία και διαθέτοντας προς το παρόν «στρατηγική υπομονή». Αποκλιμακώνει και τερματίζει τη μάχιμη παρουσία των ενόπλων δυνάμεων στο Ιράκ, έχοντας πάντα αντιταχθεί στην εισβολή και τον πόλεμο, μολονότι η πολιτική σταθερότητα της χώρας αυτής κάθε άλλο παρά διασφαλισμένη είναι στο μέλλον. Προσπαθεί να μην επαναλάβει τα λάθη των προκατόχων του καθώς επιδιώκει να αποφύγει την παγίδευσή του στο Αφγανιστάν. Οι τρίμηνες διαβουλεύσεις πριν από την απόφασή του να προχωρήσει σε ενίσχυση των στρατιωτικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν, στα τέλη του 2009, τον άφησαν εκτεθειμένο σε επιθέσεις για αδυναμία, χρονοτριβή, αναποφασιστικότητα και τα συναφή, αλλά δεν αντανακλούσαν παρά την αγωνία αποφυγής της παγίδευσης, κάποιας ισορροπίας στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο. Διότι φαίνεται να έχει πλήρη επίγνωση του κόστους και των συνεπειών του πιο μακρόχρονου πολέμου στην αμερικανική ιστορία. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι κατά τη διάρκεια των επίμονων αυτών διαβουλεύσεων αναζωπυρώθηκε η συζήτηση για τον πόλεμο στο Βιετνάμ38. Ο πρόεδρος Ομπάμα κατανάλωσε αρκετά βιβλία περί του πολέμου, διότι τα διδάγματα δεν είναι και τόσο απλά, εφόσον το ιστορικό πλαίσιο είναι διαφορετικό και η ιστορική αναλογία έχει τα όριά της. Κατά συνέπεια, ο επαναπροσδιορισμός των στόχων σε ρεαλιστική βάση, προς τον οποίο άλλωστε προτρέπουν πλέον κορυφαίοι παράγοντες39 του κατεστημένου της εξωτερικής πολιτικής, αποφεύγοντας εκ προοιμίου θριαμβολογίες περί, ανέφικτης άλλωστε, νίκης στο «νεκροταφείο των αυτοκρατοριών», και η απόφαση για έναρξη αποχώρησης40 τον Ιούλιο του 2011 που έχει θέσει ως στόχο, έστω υπό το φως των συνθηκών που θα επικρατούν τότε, αποτελούν ίσως το μόνο τρόπο για την αποφυγή μιας ακόμη ύβρεως.

* Με αφορμή το βιβλίο του Peter Beinart The Icarus Syndrome: A History of American Hubris, Harper, New York: 2010, σ. 486.

Συντομευμένη εκδοχή του άρθρου αυτού δημοσιεύτηκε στο Athens Review of Books, τ. 11, Σεπτέμβριος 2010.

  1. Ο Peter Beinart είναι καθηγητής Δημοσιογραφίας και Πολιτικών Επιστημών στο City University της Νέας Υόρκης και ερευνητής στη γνωστή «δεξαμενή σκέψης» της Ουάσιγκτον New American Foundation, όπου αναπτύχθηκε και η ιδέα του «ριζοσπαστικού κέντρου». Διετέλεσε διευθυντής σύνταξης του γνωστού περιοδικού New Republic, αρθρογραφεί τακτικά στο New York Review of Books και στο ιστολόγιο Daily Beast. Πρόσφατο άρθρο του στο New York Review of Books (10-6- 2010), στο οποίο επιτέθηκε με σφοδρότητα εναντίον του αμερικανικού εβραϊκού κατεστημένου («The failure of the American Jewish Establishment») και της πολιτικής της ισραηλινής κυβέρνησης Νετανιάχου, προκάλεσε αίσθηση και πολλές, αναμενόμενες βέβαια, αντιδράσεις.
  2. Το πρώτο του βιβλίο με τίτλο The Good Fight και χαρακτηριστικό υπότιτλο Why Liberalsand only LiberalsCan Win the War of Terror and Make America Great Again (Harper, 2006) είχε προκαλέσει πολλές συζητήσεις.
  3. Την ιστορία αφηγείται ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος (180 – περ. 110 π.Χ.), ιστορικός και μυθο- γράφος, που έζησε πολλά χρόνια στην Αλεξάνδρεια, σύμφωνα με το Λεξικό της Σούδας. Ο Δαίδαλος, κατασκευαστής του Λαβυρινθου, είναι παγιδευμένος στο ίδιο του το δημιούργημα από τον βασιλιά Μίνωα, στην Κρήτη. Κατασκευάζει φτερά από πούπουλα και κερί γι’ αυτόν και το γιο του, τον Ίκαρο, τα προσαρμόζει στους ώμους τους και δραπετεύουν. Ο Δαίδαλος συμβουλεύει τον Ίκαρο να μην πετάει ούτε πολύ ψηλά, για να μη λιώσει το κερί από τη θερμότητα του ήλιου, αλλά ούτε και πολύ χαμηλά, για να μην βαρύνουν τα πούπουλα από την υγρασία της θάλασσας. Ο Ίκαρος αψηφά τις συμβουλές του πατέρα του και παρασύρεται ψηλά, με αποτέλεσμα να λιώσει το κερί, να καταπέσει στη θάλασσα του Αιγαίου και να πνιγεί, στην περιοχή που σήμερα ονομάζεται Ικάριο Πέλαγος, στο κοντινό νησί Ικαρία.
  4. Τα αποτελέσματα της παρορμητικότητας, του ενθουσιασμού και της απερισκεψίας της νιό- της, της αλαζονείας και της ανυπακοής στις συμβουλές των γονέων και των μεγαλυτέρων, η αχαλίνωτη φιλοδοξία και η απώλεια του μέτρου, η υπερεκτίμηση και οι κίνδυνοι της τεχνολογίας, αλλά και η πρώτη φανταστική πτήση του ανθρώπου 2.000 χρόνια πριν από την πραγματική των αδελφών Ραϊτ (το 1903 μόλις 37 μέτρα σε 12″), στην ατέρμονη διαδρομή της ανθρώπινης περιπέτειας και φιλοδοξίας.
  5. Ανδρέας Κάλβος, «Ωδές», ως πέταγμα τόλμης προς την ελευθερία: «…Αφ’ υψηλά όμως έπεσεν και απέθανεν ελεύθερος» («Εις Σάμον-Ωδή τέταρτη»).
  6. Ένα παλαιό λεξικό (1944) Webster’s που έχω στη βιβλιοθήκη μου ορίζει την ύβρη ως αναίτια αλαζονεία, αυθάδεια, απερισκεψία, παραγνώριση των ηθικών νόμων και περιορισμών. Όλα τα σύγχρονα λεξικά την ορίζουν επίσης ως υπέρμετρη ή υπερβολική υπερηφάνεια, ως τραγικό ελάττωμα που οδηγεί στη νέμεση.
  7. Woodrow Wilson (1856-1924). Για μια πρόσφατη αποτίμηση βλ. John Milton Cooper, Woodrow Wilson, Knopf, 2009.
  8. Βλ. το εξαιρετικό βιβλίο της Βρετανίδας ιστορικού Margaret MacMillan Paris 1979 (Random House, 2003). Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε με τίτλο Οι Ειρηνοποιοί από τις εκδόσεις Θεμέλιο (2005) σε μετάφραση Νίκου Κούρκουλου.
  9. Ο Μπέιναρτ αναφέρει ότι σύμφωνα με σφυγμομέτρηση που διεξήχθη τον Ιανουάριο του 1937 το 71% των Αμερικανών πίστευε ότι η συμμετοχή της Αμερικής στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν λάθος (σελ. 72).
  10. Στην περίοδο 1935-1937 ψηφίστηκαν νόμοι περί Ουδετερότητας που απαγόρευαν την πώληση όπλων και την παροχή δανείων σε εμπόλεμα κράτη.
  11. Ο Franklin Delano Roosevelt (1882-1945) θεωρείται ο σημαντικότερος Αμερικανός πρόεδρος από την εποχή του Αβραάμ Λίνκολν, ο πρόεδρος του New Deal και της ανάδειξης της Αμερικής σε υπερδύναμη μετά τον πόλεμο. Για μια πρόσφατη αποτίμηση βλ. H.W. Brands, Traitor to his class: The Privileged Life and Radical presidency of Franklin Delano Roosevelt, Doubleday, 2008.
  12. Eric Hobsbawn, The Age of Extremes: the short twentieth century 1914-1991 (1994), που εκδόθηκε στα ελληνικά από το Θεμέλιο το 1999 με τίτλο Η Εποχή των Άκρων: ο σύντομος εικοστός αιώνας 1914-1991.
  13. Βλ. Andrew Roberts, The Storm of War: A New History of the Second World War, Allen lane, 2009.
  14. Βλ. το πρόσφατο βιβλίο του καθηγητή του Χάρβαρντ S.M. Ploksy, Yalta: The Price of Peace, Viking, 2010, που βασίζεται εκτεταμένα σε σοβιετικά αρχεία.
  15. Το Δόγμα εξαγγέλθηκε στο Κογκρέσο στις 12/3/1947.
  16. Άλλωστε, για την Ελλάδα, η παραμονή της στο δυτικό στρατόπεδο είχε αποφασιστεί στη Μόσχα σε μυστική συνάντηση μεταξύ Τσόρτσιλ και Στάλιν, εν απουσία μάλιστα των Αμερικανών, στις 9 Οκτωβρίου 1944, στις 10 μ.μ.: η βρετανική επιρροή στην Ελλάδα θα διατηρούνταν σε ποσοστό 90% έναντι 10% των Ρώσων, με αντίστροφα ποσοστά στη Ρουμανία. Αργότερα, ο μόνος που δεν εξεπλάγη από τη συμφωνία αυτή ήταν ο ίδιος ο Ρούσβελτ, ο οποίος αργότερα εξομολογήθηκε ότι στην πρώτη Σύνοδο κορυφής του πολέμου των Τριών (Ρούσβελτ, Στάλιν, Τσόρτσιλ) στην Τεχεράνη (28/11-1/12/1943), στην εκεί σοβιετική πρεσβεία, που έλαβε μάλιστα και την ευφάνταστη κωδική ονομασία ΕΥΡΗΚΑ, άφησε τον έλεγχο της Αν. Ευρώπης πλήρως στους Σοβιετικούς. Όσο κυνικές κι αν ήταν όλες οι συμφωνίες μεταξύ των τριών Μεγάλων, αντικατόπτριζαν τη νέα παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων. Άλλωστε, δεν ήταν κάτι το ασύνηθες σε κομβικά σημεία των διεθνών σχέσεων.
  17. Με το αρ. 284 τηλεγράφημά του (3/2/1946) το State Department είχε ζητήσει από τον επιτετραμμένο της αμερικανικής πρεσβείας στη Μόσχα Τζορτζ Κέναν (πρέσβης ήταν ο Άβερελ Χάρ- ριμαν) σημείωμα που να ερμηνεύει την αυξανόμενη αντιαμερικανική ρητορεία του Στάλιν και την άρνησή του να προσχωρήσει στο ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα. Αντί κάποιας σύντομης απάντησης, ο Κέναν απέστειλε στις 22/2 το Μακροσκελές Τηλεγράφημα («The Long Telegram»), όπως έμεινε στην ιστορία, στο οποίο ανέλυε τη σοβιετική πολιτική και πρότεινε ως αντίδοτο την πολιτική της ανάσχεσης. Βλ. http://nsarchive.gwu.edu/coldwar/documents/episode-1/kennan.htm. Το τηλεγράφημα διανεμήθηκε ευρύτερα στα κέντρα διαμόρφωσης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Το γνωστό περιοδικό Foreign Affairs το δημοσίευσε υπό τον τίτλο The Sources of Soviet Conduct στο τεύχος του Ιουλίου του 1947 με την υπογραφή «X», κι έτσι έμεινε γνωστό.
  18. Ο Paul Nitze (1907-2004), ως διευθυντής Πολιτικού Σχεδιασμού του State Department, ήταν ο εμττνευστής της 58σέλιδης μυστικής Έκθεσης του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας αρ. 68 (NSC 68). Την υπέγραψε ο Τρούμαν στις 30/9/1950. Σχετικά με τους ρόλους και την επιρροή των Κέναν και Νίτζε βλ. το πρόσφατο βιβλίο του Nicholas Thompson, The Hawk and the Dove: Paul Nitze, George Kennan, and the History of the Cold War, Henry Holt, 2009.
  19. Η διάκριση οφείλεται στον Αμερικανό ιστορικό, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ, John Lewis Gaddis. Βλ. το κλασικό του έργο Strategies of Containment: A critical Appraisal of Postwar American National Security, Galaxy Books, 1982. To βιβλίο γνώρισε αρκετές επανεκδόσεις (η πιο πρόσφατη το 2005) και, μολονότι αμερικανοκεντρικό, είναι βασικό για την κατανόηση των επιτυχιών και των αποτυχιών της εξωτερικής πολιτικής της Αμερικής. Ο Gaddis υποστήριξε ότι η στρατηγική της ανάσχεσης ήταν πάντα συνυφασμένη με την πολυμερή μάλλον αντίληψη περί συμφερόντων παρά με τη μονομερή. Βλ. το άρθρο του “Strategies of Containment, past and Future”, στο περιοδικό Hoover Digest, 2001 No 2 (περιοδικό της «δεξαμενής σκέψης» Hoover Institution του Πανεπιστημίου Stanford).
  20. Βλ. “Eisenhower’s Farewell Address to the Nation”, 17/1/1961, http://mcadams.posc.mu.edu/ike.htm.
  21. Όπως μεταδόθηκε από το CNN (29/11/1998).
  22. Τη δραματική νύχτα του Σαββάτου της 27ης Οκτωβρίου 1962, ο Ρόμπερτ Κένεντι, αδελφός του προέδρου και υπουργός Δικαιοσύνης, είχε κρυφή συνάντηση, κατ’ εντολήν του προέδρου, με τον πρέσβη της Σ. Ένωσης Ανατόλι Ντομπρίνιν. Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, στη συνάντηση αυτή η Αμερική υποσχέθηκε να αποσύρει από την Τουρκία τους πυραύλους τύπου Jupiter, υπό τον όρο η συμφωνία αυτή να κρατηθεί μυστική. Πράγματι, οι πύραυλοι αυτοί αποσύρθηκαν αργότερα (1963). Οι Σοβιετικοί απέσυραν τους πυραύλους τους από την Κούβα ενώ η Αμερική δεσμεύτηκε δημόσια να μην της επιτεθεί. Για το επίμαχο αυτό θέμα βλ. Jim Hershberg,”Anatomy of a Controversy”, The Cold War International History Project Bulletin, No 5, άνοιξη 1995. Βλ. επίσης, Thomas Blanton, “Annals of Blinksmanship”, The Wilson Quarterly, καλοκαίρι 1997. Η Αμερική, βέβαια, δεν έπαψε για καιρό μετέπειτα να επιδιώκει τη δολοφονία του Κάστρο και την ανατροπή του καθεστώτος του.
  23. Βλ. “Essay: The lessons of the Cuban Missile Crisis”, TIME, 27/9/2010.
  24. To στρατιωτικό δόγμα της «ευέλικτης απάντησης» (Flexible Response) δεν περιοριζόταν στα πυρηνικά όπλα και στην Αμοιβαία Διασφαλισμένη Καταστροφή (Mutual Assured Destruction), που από το «ευφυές» και μόνο αρκτικόλεξο (Μ.Α.D.=ΑΦΡΩΝ) οδηγούσε στον αμοιβαίο αφανισμό, αλλά στην αμοιβαία αποτροπή σε στρατηγικό, τακτικό και συμβατικό επίπεδο.
  25. Το όραμα της «Μεγάλης Κοινωνίας», ο πόλεμος κατά της φτώχειας, η Παιδεία και η Υγεία, ο νόμος για τα Πολιτικά Δικαιώματα των Μαύρων, κ.τ.λ.
  26. Παραιτήθηκε στις 9/8/1974. Ήταν ο μοναδικός πρόεδρος στην αμερικανική ιστορία που υπέβαλε παραίτηση από το αξίωμά του.
  27. Βλ. Walter Russell Mead, “The Carter Syndrome”, στο περιοδικό Foreign Policy, τ. Ιαν.-Φεβρ. 2010.
  28. Την ενδιαφέρουσα αυτή πορεία και μετάλλαξη εξιστορεί αναλυτικά ο Benjamin Balint στο βιβλίο του Running Commentary: the contentious magazine that transformed the Jewish Left into the Neoconservative Right, Public Affairs, NY, 2010.
  29. Τον πόλεμο προκάλεσε η εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ και η κατάληψή του. Με τη νομιμότητα των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ην. Εθνών, συμμαχία 34 χωρών με επικεφαλής την Αμερική (73% των δυνάμεων), που είχε την έγκριση και του Κογκρέσου, πραγματοποίησε την «Καταιγίδα της Ερήμου», νικώντας κατά κράτος στη «Μητέρα όλων των Μαχών» τον Σαντάμ Χουσεΐν μέσα σε λίγες εβδομάδες (Ιαν-Φεβρ. 1991). Ο πόλεμος επί του εδάφους διήρκεσε μόλις 100 ώρες. Ωστόσο, για διάφορους λόγους, ο πραγματιστής Μπους, παρά τις πιέσεις, αποφάσισε να μην προχωρήσει μέχρι τη Βαγδάτη.
  30. Βλ. J. L. Gaddis, The Cold War: A new history, Penguin Press, 2005. Σχετικά με το ρόλο του προέδρου Ρέιγκαν στον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου, βλ. James Mann, The Rebellion of Ronald Reagan: A History of the End of the Cold War, Viking, 2009.
  31. Το Δόγμα αποτυπώθηκε σαφώς και απερίφραστα στο κείμενο της Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας (National Security Strategy) του 2002 και στην αναθεωρημένη εκδοχή του (2006).
  32. Βλ. Leslie Gelb, “In our Image”, New York Times, 3/6/2010.
  33. Όπως εύστοχα υπογραμμίζει ο George Packer. Βλ. “Air America”, New Yorker, 28/6/2010.
  34. Βλ. Carlos Lozada, “America, flying too close to the sun”, Washington Post, 6/6/2010.
  35. Βλ. David Rieff, “Punditry at the Drive-Thru”, στο περιοδικό The National Interest, No 109, Σεπτ.- Οκτ. 2010.
  36. Βλ. The Economist, 29/5/2010.
  37. Για το ιδεολογικό ρεύμα του νεοσυντηρητισμου και το ρόλο του στην αμερικανική εξωτερική πολιτική βλ. James Mann, Rise of the Vulcans, Penguin Books, 2004. Σχετικά με το σήμερα βλ. David Margolick, “The Return of the Neocons”, Newsweek, 1/2/2010 και τα πρακτικά εκδήλωσης στο Brookings Institution που έγινε στις 13/5/2010 με θέμα το νεοσυντηρητισμό και το μέλλον της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, https://www.brookings.edu/events/neoconservatism-and-the-future-of-american-foreign-policy/http://www.brookings.edu/events/2010/0513_neoconservatism.aspx.
  38. Βλ. μεταξύ άλλων “The Surprising Lessons of Vietnam: Anatomy of a Quagmire” Newsweek, 16/11/2009.
  39. Βλ. π.χ. το άρθρο του Richaerd Haass “We’re not winning. It’s not worth it”, Newsweek, 18/7/2010. O Haass είναι πρόεδρος του σημαντικού Council in Foreign Relations από το 2003. Βλ. επίσης την πρόσφατη Έκθεση Ομάδας Μελέτης για το Αφγανιστάν στη «δεξαμενή σκέψης» New America Foundation με τίτλο A New Way Forward: Rethinking U.S. Strategy in Afghanistan (Σεπτ. 2010). http://www.afghanistanstudygroup.org/.
  40. Βλ. την ομιλία του στη Στρατιωτική Ακαδημία (West Point) την 1/12/2009: https://www.whitehouse.gov/the-press-office/remarks-president-address-nation-way-forward-afghanistan-and-Pakistan.